fbpx

Στα βιβλία του Γιάννη Παλαβού κυριαρχεί μια αίσθηση καταγωγικού δεσμού, η οποία διαχέεται σε πολλές μορφές και σε πολλούς άξονες

Γιάννης Παλαβός

Σμικρύνοντας τον κόσμο ολόκληρο σε έναν κόκκο άμμου

Κείμενο: Γιώργος Παπαδημητρίου
Γιάννης Παλαβός

Ο Γιάννης Παλαβός γεννήθηκε το 1980 στο Βελβεντό Κοζάνης και σπούδασε Δημοσιογραφία & ΜΜΕ στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, καθώς και Πολιτιστική Διαχείριση στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Η πρώτη του λογοτεχνική απόπειρα ήρθε με τη συλλογή διηγημάτων Αληθινή αγάπη και άλλες ιστορίες (IntroBooks, 2007), όπου διακρίνει κανείς με ευκολία τα πρώτα ψήγματα και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας ιδιοσυγκρασιακής γραφής, μπολιασμένης με ευφυή ειρωνεία και απροσμέτρητη μελαγχολία απέναντι στο εγγενές παράλογο της ζωής. Αμέσως μετά, τη σκυτάλη παίρνει το Αστείο (Νεφέλη, 2012), που αποσπά το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος και καθιερώνει τον Γιάννη Παλαβό ως μία από τις πιο
αναγνωρίσιμες και υποσχόμενες φωνές της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.

Η συλλογή διηγημάτων Το παιδί (Νεφέλη, 2019) έρχεται να επιβεβαιώσει όλες τις προσδοκίες, φανερώνοντας έναν συγγραφέα που έχει κατακτήσει το προσωπικό του ύφος. Την ίδια χρονιά,
ο Παλαβός επιμελήθηκε την επανέκδοση της συλλογής διηγημάτων του Αθανάσιου Θ. Γκράβαλη με τίτλο Σπασμένες κολώνες (Μυτιλήνη, 1930 / Νεφέλη, 2019), φέρνοντας στο φως έναν λησμονημένο σπουδαίο συγγραφέα. Ο Γιάννης Παλαβός έχει επίσης γράψει το σενάριο των πολυβραβευμένων κόμικς Το πτώμα (Jemma Press, 2011) και Γρα-Γρου (Ίκαρος, 2017), σε συνεργασία με τον Τάσο Ζαφειριάδη, ενώ στο πλούσιο παλμαρέ του συγκαταλέγεται και ένα λαμπρό όσο και πολύτιμο μεταφραστικό έργο, στο οποίο δεσπόζουν τα ονόματα των Τομπάιας Γουλφ, Φλάνερι Ο’Κόνορ και Γουίλιαμ Φόκνερ.

Ανατρέχοντας στις απαρχές της συγγραφικής του περιπέτειας, ο Γιάννης Παλαβός μάς μιλά για την πρώτη σπίθα: «Η επιθυμία για γράψιμο, εννοώ η επιθυμία για μια πιο συνειδητή και συστηματική σχέση με τη συγγραφή, ήρθε στα είκοσι δύο μου χρόνια, στο τέλος των σπουδών μου στο Τμήμα Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του ΑΠΘ. Σκόπευα να δώσω εξετάσεις για ένα μεταπτυχιακό, χρωστούσα όμως ένα μάθημα και δεν μου επιτράπηκε να εξεταστώ. Έπειτα από αυτό, η μόνη διαθέσιμη εναλλακτική ήταν να ξεμπερδεύω με τη στρατιωτική θητεία μου, όπως κι έγινε. Από τη στενοχώρια μου κάθισα τότε κι έγραψα, με πλήρη άγνοια κινδύνου, ένα διήγημα, το οποίο εντάχθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα στην πρώτη μου συλλογή. Το κείμενο ήταν άτεχνο –τότε, βέβαια, δεν το αντιλαμβανόμουν–, όμως η διαδικασία ήταν μια αληθινή αποκάλυψη: κατάλαβα ότι η γραφή ήταν ομοιοπαθητική του τρόμου και ότι μπορούσε, έστω προσωρινά, να με στηρίξει. Δεν θα έλεγα, ωστόσο, ότι το γράψιμο είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου. Γράφω αραιά και δύσκολα, κι ενίοτε μου είναι έως και δυσάρεστο. Ποιος θέλει άλλωστε να κατεβαίνει μες στην άγρια νύχτα στο πηγάδι και, με το νερό μπούζι έως τον αφαλό, να ψηλαφεί τις πέτρες – υγρές, γλιτσερές, συχνά κοφτερές; Αλλά είναι φορές που σ’ αυτές τις καταβάσεις αλιεύεις κάθε λογής γοητευτικά πράγματα –παραπεταμένα αντικείμενα που ιριδίζουν αλλόκοτα στη δέσμη του φακού σου ή ψαράκια που κολυμπούν αμέριμνα και δεν υποψιαζόσουν καν ότι επιβιώνουν σε τέτοιες συνθήκες– και ανέρχεσαι αναβαπτισμένος. Κι ας είναι, όπως είπαμε, μόνο για λίγο».

Η φόρμα του διηγήματος δείχνει να του ταιριάζει γάντι, μιας και τα γραπτά του διακρίνονται για τη θαυμαστή αφηγηματική συμπύκνωση, το στακάτο εσωτερικό τέμπο, αλλά και τη διαπεραστική υπαινικτικότητα. Ποια είναι η δική του απάντηση στην απλοϊκή άποψη που υποβαθμίζει το διήγημα ως ένα απλό ενδιάμεσο σκαλοπάτι στη δύσβατη διαδρομή προς το μυθιστόρημα; «Αν γράφει κανείς διηγήματα, η συχνότερη ερώτηση που του τίθεται, ιδίως σε στιγμές αμηχανίας, όταν η συζήτηση δεν οδηγεί πουθενά, είναι πότε θα γράψει μυθιστόρημα. Όντως, πολλοί πιστεύουν πως το διήγημα είναι απλώς ο προθάλαμος του μυθιστορήματος και ότι “κανονικό βιβλίο” είναι μονάχα το μυθιστόρημα. Φυσικά, η παρεξήγηση έχει λυθεί εδώ και καιρό – είναι λυμένη εξαρχής, δεν υπάρχει καν. Το διήγημα και το μυθιστόρημα είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Το μεν το απασχολεί η ένταση και το βάθος, το δε η έκταση και το
πλάτος. Είναι και τα δυο λογοτεχνία, σμιλεύονται δηλαδή στο ίδιο πρωτογενές υλικό, στη γλώσσα, μετέρχονται όμως διαφορετικές μεθόδους. Αν δεν ακούγεται πομπώδες –παρότι μάλλον ακούγεται–, και τα δυο, όταν γίνονται με αξιώσεις από συγγραφείς που παίρνουν στα σοβαρά ό,τι κάνουν και όχι τον εαυτό τους, κατατείνουν στο ένα και το αυτό, στην ποίηση, δηλαδή σε ένα είδος διαισθητικής αποκάλυψης ενός αόρατου κόσμου που μας συνέχει όσο και ο ορατός. Οι τρόποι του διηγήματος είναι η πύκνωση, ο υπαινιγμός, η  μέριμνα για το ύφος, ο ρυθμός, η δουλειά στις στοιχειώδεις μονάδες του λόγου, η αμφισημία, ο αιφνιδιασμός, η σμίκρυνση ενός κόσμου σ’ έναν κόκκο άμμου. Ένας καλός αγώνας, το δίχως άλλο» αναφέρει σχετικά.

 

“Στο θείο δράμα να επενέβαινε / πιο ξηγημένα να παιχτεί”. Μάλλον αυτό ακριβώς προσπαθεί κανείς όταν γράφει, όταν καταπιάνεται με ό,τι αποκαλούμε καλλιτεχνική δημιουργία: δοκιμάζει, φτιάχνοντας κάτι συμβολικό, να επέμβει σε κάτι –μια στιγμή, μια περίσταση, ένα βίωμα– που δεν παίχτηκε ξηγημένα, που δεν παίχτηκε σωστά και δίκαια. Προσπαθεί με τεχνητά μέσα, δηλαδή στα ψέματα, να διορθώσει κάτι αληθινό.

Γιάννης Παλαβός

Στα βιβλία του Γιάννη Παλαβού κυριαρχεί μια αίσθηση καταγωγικού δεσμού, η οποία διαχέεται σε πολλές μορφές και σε πολλούς άξονες: η επαφή με τη γενέθλια γη του Βελβεντού, η αιώνια πατρίδα της παιδικής ηλικίας, οι εμμονές, τα πάθη, οι φοβίες και τα συμπλέγματα που μας καταδιώκουν, ως μια αδιάκοπη παλιννόστηση συγχρόνως λυτρωτική και επώδυνη. «Υπάρχει ένας στίχος του Διονύση Σαββόπουλου που μου αρέσει πολύ –ένας από τους πολλούς στίχους του που μου αρέσουν πολύ–, που ταιριάζει ωραία εδώ: “Στο θείο δράμα να επενέβαινε / πιο ξηγημένα να παιχτεί”. Μάλλον αυτό ακριβώς προσπαθεί κανείς όταν γράφει, όταν καταπιάνεται με ό,τι αποκαλούμε καλλιτεχνική δημιουργία: δοκιμάζει, φτιάχνοντας κάτι συμβολικό, να επέμβει σε κάτι –μια στιγμή, μια περίσταση, ένα βίωμα– που δεν παίχτηκε ξηγημένα, που δεν παίχτηκε σωστά και δίκαια. Προσπαθεί με τεχνητά μέσα, δηλαδή στα ψέματα, να διορθώσει κάτι αληθινό. Πιθανότατα αυτό συμβαίνει ερήμην του, ασυνείδητα, αν και αρκετοί απ’ όσους καταπιάνονται με το γράψιμο και γενικά με τη δημιουργία είτε θα αρνηθούν τον μηχανισμό αυτόν είτε δεν είναι σε θέση να εντοπίσουν ακριβώς σε τι πασχίζουν να επέμβουν, τι προσπαθούν μάταια να διορθώσουν. Αλλά η πείρα μου λέει ότι οι πιο έξυπνοι και συνειδητοί δημιουργοί έχουν επίγνωση του μηχανισμού και δεν τον αρνούνται, ούτε τον εκβιάζουν ούτε τον καταχρώνται. Όσο για μένα, η εντοπιότητα, οι
μνήμες και η παιδική ηλικία, μαζί με τις φοβίες, τα συμπλέγματα και τις εμμονές μου, είναι κυρίαρχα μοτίβα στα ό,τι έχω δημοσιεύσει μέχρι τώρα. Αλλά στη δημιουργία το διακύβευμα είναι πάντα πόσο μεταπλάθονται όλα αυτά σε ένα αρτιωμένο έργο που κατορθώνει να εμπλέκει και να κινητοποιεί διανοητικά, μα πάνω απ’ όλα συναισθηματικά, κάποιον που δεν έχει ιδέα –και δεν είναι καθόλου υποχρεωμένος να έχει ιδέα– για τίποτα απ’ όσα το αρδεύουν».

Πέρα από την ήδη αξιομνημόνευτη πορεία του στον κόσμο του διηγήματος, ο Γιάννης Παλαβός έχει γράψει σενάρια σε κόμικς, ενώ έχει μεταφράσει και μια σειρά από σπουδαίους συγγραφείς και ποιητές. Τι σημαίνει για τον ίδιο καθεμιά από τις δύο αυτές παράλληλες καλλιτεχνικές δραστηριότητες; Ιδού τι μας απαντά: «Και οι δυο ενασχολήσεις –τόσο τα σενάρια που γράψαμε με τον Τάσο για τα κόμικς που σχεδίασε ο Θανάσης Πέτρου όσο και η μετάφραση– είναι, τρόπον τινά, η συνέχεια του ίδιου πολέμου με άλλα μέσα. Η ικανοποίηση της ίδιας ανάγκης να εκφράσω κάτι, να επέμβω, όπως λέγαμε, στο δράμα ώστε να παιχτεί πιο ξηγημένα. Τα σενάρια τα οφείλω στον Τάσο και στον Θανάση, που είναι φίλοι από παλιά: αγαπώ τα κόμικς, αλλά αν δεν ήταν οι δυο τους να με βάλουν στο παιχνίδι δεν θα καταπιανόμουν ποτέ μόνος μου. Με τη μετάφραση η σχέση μου είναι πιο στενή: δεν είμαι επαγγελματίας μεταφραστής, μεταφράζω περιστασιακά κείμενα που διαβάζω και με
γοητεύουν και δεν υπάρχουν στα ελληνικά, τα οποία όταν έχω τον χρόνο και το κουράγιο προτείνω σε εκδότες, και πότε βρίσκουν τον δρόμο τους και εκδίδονται και πότε όχι. Πρόκειται για έργα πεζογράφων ή ποιητών με τους οποίους νιώθω πως έχω εκλεκτικές συγγένειες, με όρους αισθήματος, βλέμματος και ενδιαφερόντων. Είναι μια απαιτητική, χρονοβόρα και όχι ικανοποιητικά αμειβόμενη εργασία, που όμως σου διδάσκει πολλά: να διαβάζεις ένα κείμενο σε βάθος, να προσέχεις τις τεχνικές που μεταχειρίζονται δημιουργοί πρώτου μεγέθους –κι έτσι όλο και κάτι θα μάθεις κι εσύ στο τέλος–, να τα βγάλεις πέρα σε μια πολύτιμη λεπτοδουλειά. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ίσως, σου διδάσκει ελληνικά. Παρά τη δυσκολία, παρά την αίσθηση πως όσο και να πασχίσεις δεν θα λύσεις ικανοποιητικά όλα τα προβλήματα που προκύπτουν από τη μετάφραση ενός κειμένου, παρά τις ισχνές απολαβές και την επίγνωση ότι σπάνια θα σε μνημονεύσουν οι αναγνώστες –πλην των υποψιασμένων– για άλλο λόγο πέρα από τα λάθη που αναπόφευκτα θα κάνεις, το κέρδος εξακολουθεί να είναι σημαντικό» καταλήγει χαρακτηριστικά.

Φωτογραφίες