fbpx

Όταν ασχολείσαι με το σχέδιο δεν μπορείς ποτέ να πεις μέχρι εκεί πάει το χέρι μου – μέχρι να πεθάνεις εξελίσσεσαι

 

Kanellos Cob

Το κόμικ είναι ταινία στο χαρτί

Κείμενο: Χρύσα Νάνου
Kanellos Cob

Ο Kanellos Cob είναι σκηνοθέτης μόνο που αντί για κάμερα «γράφει» σκηνές με τα πενάκια του. «Αντιμετωπίζω το κόμικ σαν κινηματογράφο. Είναι για ανθρώπους που θέλουν να γίνουν σκηνοθέτες. Η αφήγηση είναι εντελώς κινηματογραφική χωρίς τον ήχο. Το κόμικ είναι ταινία στο χαρτί και τα πλάνα που επιλέγω είναι κινηματογραφικά», λέει ο πολυδιάστατος εικονογράφος και δημιουργός κόμικ.

Γεννημένος στην Αθήνα το 1985, σπούδασε στο Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης του ΤΕΙ Αθήνας και στη συνέχεια μετακόμισε στη Γαλλία για να σπουδάσει εικονογράφηση και κόμικ. «Στα 22 έφαγα τη φλασιά του τι κάνεις στη ζωή σου. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ζωγράφιζα και γι΄ αυτό με τράβηξε το σχέδιο», εξηγεί.  «Δεν ήθελα να πάω στη Σχολή καλών τεχνών. Με ενδιέφεραν πιο τεχνικά πράγματα παρά οι θεωρητικές αναζητήσεις», λέει.

Τόσο οι σπουδές του όσο και τα χρόνια που έζησε στη Γαλλία επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τη δουλειά του. «Έμεινα στη Γαλλία για δέκα χρόνια, σε σημείο που τη νιώθω περισσότερο σπίτι μου, παρά την Ελλάδα. Οι Γάλλοι έχουν τεράστια κουλτούρα στην εικονογράφηση και το κόμικ, έχουν μεγάλη τροφή να σου δώσουν και αυτό σε γαλουχεί, σε μορφώνει, σε φτιάχνει από την αρχή. Επειδή έφυγα στα 25 είχα ήδη μία διαμορφωμένη κουλτούρα και από τη συντήρηση έργων τέχνης είχα μέσα μου αισθητικές, κινήματα. Στη Γαλλία κατάφερα να προσθέσω κι άλλα. Κατάφερα να βρω τη γραμμή μου που είναι το Α και το Ω. Η γραμμή του καθενός στο σχέδιο είναι σαν το δακτυλικό αποτύπωμα. Όλοι έχουμε επιρροές, καλλιτέχνες που θαυμάζουμε και το χέρι τείνει προς το στιλ αυτού που θαυμάζεις, όμως με τα χρόνια γίνεται τελείως δικό σου. Αυτό είναι για μένα το πιο σημαντικό, και στο κόμικ  και την εικονογράφηση, το πότε θα βρεις το στιλ σου. Είναι ένα συνεχές, ένα οngoing project. Το να βρεις τη γραμμή σου θέλει υπομονή και δουλειά».

Από τις σπουδές του στη Γαλλία στην École Émile Cohl της Λυόν, από την οποία αποφοίτησε με τιμητική διάκριση, ο Έλληνας καλλιτέχνης έμαθε να δουλεύει με πειθαρχία ακολουθώντας σφιχτό χρονοδιάγραμμα. «Η σχολή ήταν στρατός. Η βασική αρχή ήταν αυτό που θα λέγαμε «σκάσε και ζωγράφιζε» κι αυτό μου έδωσε φοβερή πειθαρχία. Μαζευόμασταν οι φοιτητές να πάμε στο γραφείο των καθηγητών για να εξηγήσουμε ότι δεν προλαβαίνουμε να κάνουμε τις εργασίες και μας έλεγαν όταν θα δουλεύετε ένα μεγάλο πρότζεκτ πώς θα το διαχειρίζεστε;  Σε προετοιμάζουν ουσιαστικά για την αγορά εργασίας. Η δουλειά δεν πληρώνει καλά άρα πρέπει να αναλαμβάνεις συνέχεια πρότζεκτ κι αυτό μου έχει δημιουργήσει μία ρουτίνα από την οποία δεν ξεφεύγω. Όταν ξεκινήσω να δουλεύω ένα graphic novel ξέρω ότι πρέπει να φτιάξω ένα ετήσιο timeline, τότε θα έχω τελειώσει τα μελάνια, τότε το storyboard».

Θεωρεί ότι η απόφασή του να ασχοληθεί με το σχέδιο και την εικονογράφηση εμπεριείχε μεγάλο ρίσκο. «Ήξερα ότι είναι δύσκολο επάγγελμα, αφού δεν υπάρχει κάποιος να σου βγάλει ένα πρωτόκολλο, ενώ παλεύεις πάντα με την επισφάλεια. Τα πρώτα χρόνια έστελνα αμέτρητα βιογραφικά. Έχω πλέον στην πλάτη μου οκτώ χρόνια επαγγελματικής εμπειρίας και ευτυχώς τα πρότζεκτ έρχονται τώρα από μόνο τους. Από συνεργασίες με περιοδικά και εκδοτικούς οίκους μέχρι δισκογραφικές εταιρίες και τοιχογραφίες.  Όταν ασχολείσαι με το σχέδιο δεν σταματάς να εξελίσσεσαι. Δεν μπορείς ποτέ να πεις το χέρι μου μέχρι εκεί πάει, μέχρι να πεθάνεις εξελίσσεσαι».

Από τους σταθμούς στην καριέρα του ήταν η δουλειά του στο γκράφικ νόβελ «Ο Ζητιάνος» του Ανδρέα Καρκαβίτσα (εκδ. Polaris).  «Ήμουν στον Καναδά και μου έστειλαν να διαβάσω τον Ζητιάνο σε ένα pdf. Θυμόμουν κάπως την ιστορία αλλά όταν διάβασα τη νουβέλα,  έμεινα. Είναι ένα ξεκάθαρα  κοινωνικό, πολιτικό  και ψυχογραφικό κείμενο γραμμένο πριν από 120 χρόνια. Όταν το διάβασα σκέφτηκα ότι αυτός είναι ο ορισμός του κλασικού. Το έκανα με όλη μου την καρδιά, διάβασα το κείμενο πολλές φορές. Δεν μου φάνηκε στρυφνό.  Αυτό που λάτρεψα είναι ότι ο Καρκαβίτσας ξέφυγε από το κανόνα του ήρωα, την πεποίθηση ότι το καλό νικάει. Ουσιαστικά ο Ζητιάνος είναι ένα έργο που μιλάει για τον νατουραλισμό, τον ρεαλισμό, όχι για το παραμύθι».

Φέτος ο Kanellos Cob υπογράφει την αφίσα του 24ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, μία δουλειά που τον έφερε κοντά και στην αγάπη του για τον κινηματογράφο.  «Στην εικονογράφηση επιλέγω να μιλήσω με όρους σουρεαλιστικούς και ποιητικούς, κάτι που αντιπροσωπεύει το στιλ μου, την ιδέα μου και το όραμά μου. Με αυτά τα στοιχεία, σουρεαλιστικά και ποιητικά, όταν μου είπαν ότι το θέμα της διοργάνωσης θα είναι το post reality πρότεινα δύο πρότζεκτ και καταλήξαμε εκεί: στην ανθρώπινη μορφή στην οποία δεν θέλησα  να δώσω χαρακτηριστικά προσώπου. Άφησα ένα κενό, όπως  στις φιγούρες εκείνες στα τσίρκο που βάζεις το κεφάλι σου στο άνοιγμα και γίνεσαι ο Σούπερμαν. Εσύ κι εγώ είμαστε  το πρόσωπο της αφίσας, καθώς χρειάζεται να πάμε ψηλά για να δούμε το post reality πίσω από την ομίχλη, τα εμπόδια. Είχαμε την πανδημία, τον πόλεμο και καταλήγεις να κοιτάς χωρίς να ξέρεις τι κοιτάς. Τέλος στην αφίσα υπάρχει ένα πτηνό με την έννοια του εξωτικού, του αγνώστου».

Βρίσκει ότι θα τον ενδιέφερε να δουλέψει πάνω στην αρχαία ελληνική τραγωδία όχι όμως στην κλασική της εκδοχή αλλά σε κάποιου είδους διασκευή:  «Σκέφτομαι έναν φουτουριστικό κόσμο, τον Αισχύλο για παράδειγμα με ένα στόρι πάνω στα σύμβολα. Είναι ο πιο άμεσος τρόπος τα σύμβολα για να περάσεις το μήνυμα που θέλεις. Από την άποψη αυτή η έννοια της καρικατούρας δεν είναι μόνο τα σκίτσα που βλέπεις του τύπου οι πολιτικοί με τα μεγάλα αυτιά. Καρικατούρα είναι η υπερβολή. Θα σου περάσω ένα μήνυμα με την υπερβολή του χωρίς να χρειαστεί να το σκεφτείς ξανά».

Μία από τις προσωπικές δουλειές του είναι το Random Urbanisme, ιλουστρασιόν πόλεων στις οποίες έχει ζήσει ή έχει επισκεφτεί. Η σειρά άνοιξε με τη γενέτειρά του Αθήνα.   «Δούλευα δύο χρόνια πάνω σε αυτό το πρότζεκτ. Πρόθεσή μου δεν ήταν να απεικονίσω την Αθήνα ως αξιοθέατο αλλά ως μία πόλη γεμάτη αντιθέσεις, πολιτικές, κοινωνικές και ψυχολογικές. Αυτός ήταν και ο λόγος που διάλεξα το μακρόστενο φορμά. Είναι σαν να σε πιάνω από το χέρι και πηγαίνουμε μία βόλτα στην πόλη, όπου εγώ θα προσέξω αυτό και εσύ το άλλο».

Κι αν απεικόνιζε τη Θεσσαλονίκη; «Έχω έρθει λίγες φορές στην πόλη αλλά όταν κλείνω τα μάτια να τη σκεφτώ, μου έρχεται στο νου το ηλιοβασίλεμα, με το φως να αλλάζει τα πάντα ακόμη και την υφή τους. Σκέφτομαι έτσι φωτισμένο το  σκηνικό στο λιμάνι που σε κάνει να λες ότι βρέθηκες στον Άρχοντα των δαχτυλιδιών, σαν να μπήκες σε ένα sci fi. Βλέπω τη Θεσσαλονίκη σαν να έχω βάλει ένα φίλτρο στα μάτια μου, σκέφτομαι Ξύλινα σπαθιά και Τρύπες αλλά και ιδιαίτερες αρχιτεκτονικές που δεν τις βλέπεις αλλού στην Ελλάδα. Όταν ανεβώ ξανά σίγουρα  θα την περπατήσω ολόκληρη».

πληροφορίες

http://kanelloscob.com/

επικοινωνία

kanelloscob@outlook.com

Έργα

contact