
Όσο πιο απότομα τραβάει μια κοινωνία προς τα μπροστά (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό), τόσο κάποιοι ρομαντικοί θα κοιτάζουν προς τα πίσω.
H ανάγκη για δημιουργία σε οδηγεί πολλές φορές να χρησιμοποιήσεις μέσα και είδη έκφρασης που «οφείλεις» να αναπροσαρμόσεις ή να επανανοηματοδοτήσεις. Ο Φίκος είναι ένας καλλιτέχνης που έδωσε νέο νόημα σ’ αυτό που θα μπορούσαμε σχηματικά να ονομάσουμε βυζαντινή ζωγραφική, καθώς έδεσε παράδοση και μοντερνισμό, καταλήγοντας σ’ ένα ολότελα προσωπικό ύφος, που εκφράζεται με ιδιαίτερη ενάργεια, ακόμη και στον δημόσιο χώρο.
Μεγάλες τοιχογραφίες του συναντά κανείς στην Ευρώπη, στο Μεξικό, στο Μαρόκο και στην Ταϊλάνδη, ενώ έχει δημιουργήσει τη μεγαλύτερη τοιχογραφία στην ιστορία της βυζαντινής τέχνης, ύψους 46 μέτρων, στο Κίεβο. Παράλληλα, φορητά έργα του έχουν εκτεθεί μεταξύ άλλων στο Μουσείο Μπενάκη, στο Ίδρυμα Γουλανδρή, στο Μουσείο Πέρα της Κωνσταντινούπολης και στο Ίδρυμα Fiminco στο Παρίσι. Ο ίδιος ερευνά αδιάκοπα τη βυζαντινή τέχνη, υπογραμμίζοντας μέσα από τις σελίδες του στο Instagram (@byzantinepainting και @contemporarybyzantinepainting) την καλλιτεχνική αξία της ζωγραφικής του Βυζαντίου, και παρουσιάζει τη δική του προσέγγιση, την επονομαζόμενη «Σύγχρονη Βυζαντινή Ζωγραφική».
«Η σχέση μου με τη βυζαντινή τέχνη προέκυψε κάπως από μόνη της», λέει ο ίδιος. «Ζωγράφιζα απο μικρός διάφορα πράγματα, μεταξύ των οποίων και βυζαντινές εικόνες. Πρέπει να ζωγράφισα (με ξυλομπογιές) τις πρώτες μου εικόνες κάπου στην πέμπτη δημοτικού. Το ενδιαφέρον μου γι’ αυτή την τέχνη δεν έσβησε, κι έτσι στα δεκατρία μου ξεκίνησα να τη σπουδάζω και επίσημα στη σχολή “Εικονουργία” του Γιώργου Κόρδη. Στο μεταξύ, ασχολούμουν και με διάφορα άλλα είδη τέχνης, όπως το κόμικ, το γκράφιτι και η χαρακτική, ενώ άρχισα να μελετώ και άλλες ζωγραφικές παραδόσεις, όπως την αρχαία ελληνική, την αιγυπτιακή και τη σουμεριακή, αλλά και τα καλλιτεχνικά κινήματα της Δύσης. Το ζωγραφικό μου στιλ προήλθε από τη μίξη όλων των παραπάνω επιρροών».
Όσον για τον όρο «Σύγχρονη Βυζαντινή Ζωγραφική», αυτός γεννήθηκε πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια, καθώς ο Φίκος αναζητούσε μια όσο πιο στοχευμένη απάντηση στην απορία αρκετών για το ζωγραφικό του στυλ. «Χρειαζόταν συχνά να δείξω φωτογραφίες από τα έργα μου, καθώς το συγκεκριμένο είδος ζωγραφικής είναι τόσο σπάνιο και άγνωστο ώστε οι περισσότεροι δεν μπορούσαν να σχηματίσουν εικόνα, θεωρώντας πως πρόκειται απλώς για αγιογραφίες. Ο όρος, ωστόσο, επιβίωσε και καθιερώθηκε. Ως Σύγχρονη Βυζαντινή Ζωγραφική αντιλαμβάνομαι κάθε τέχνη που βασίζεται στις αρχές της βυζαντινής τέχνης (άρα η βάση πρέπει να είναι η βυζαντινή τέχνη) και είτε εμπνέεται από τη σύγχρονη τέχνη και κουλτούρα (street art, Netflix), είτε θίγει επίκαιρα θέματα (όπως η ρευστότητα των φύλων), είτε αξιοποιεί σύγχρονες πρακτικές (όπως η ψηφιακή ζωγραφική) – ή και όλα τα παραπάνω. Τέτοιας φύσης είναι και τα παραδείγματα που παρουσιάζω στη σελίδα @contemporarybyzantinepainting στο Instagram».
Επιστροφή στο Βυζάντιο
Τον τελευταίο καιρό παρατηρεί κανείς μια ιδιαίτερα αυξημένη δραστηριότητα που αφορμάται από το Βυζάντιο (κόμικς, μυθιστορήματα, αλλά και ακαδημαϊκές έρευνες). «Η τάση αυτή φυσικά και βγάζει νόημα, και οι λόγοι είναι αμέτρητοι», απαντάει ο Φίκος, κάνοντας μια σχετική απαρίθμηση: «Πρώτα απ’ όλα, μετρώντας περίπου 1.500 χρόνια ζωής, πρόκειται για έναν από τους μακροβιότερους πολιτισμούς στην ιστορία. (Το Βυζάντιο δεν γεννήθηκε, ούτε πέθανε, σε μία μέρα, οπότε τα 1.100 χρόνια που λέμε όταν αναφερόμαστε στην αυτοκρατορία δεν ισχύουν απόλυτα για τον πολιτισμό της, κάποιες πτυχές του οποίου γεννήθηκαν κατά την ρωμαϊκή περίοδο, ενώ άλλες επέζησαν έως και τον 20ό αιώνα). Δεύτερον, και παρά το γεγονός ότι η Ευρώπη προσπαθεί συστηματικά να το αποκρύψει τα τελευταία 500 χρόνια, το Βυζάντιο αποτελεί τη θεμελιακή βάση του πολιτισμού της (χριστιανική θρησκεία-ελληνική παιδεία-ρωμαϊκό δίκαιο). Επομένως, η ενασχόληση μαζί του θα πρέπει να θεωρείται αυτονόητη. Τρίτον, η ελλιπής και εσφαλμένη αξιολόγηση του βυζαντινού πολιτισμού έγινε σχεδόν αποκλειστικά με κριτήρια της Δύσης –άρα ξένα προς τον ίδιο– και με έντονη προκατάληψη, γι’ αυτό και παραμένει σε μεγάλο βαθμό μια πρόκληση για τους ιστορικούς. Τέταρτον, το μεταίχμιο ανάμεσα στην παλιά, ανεπαρκή αξιολόγηση και τη σημερινή έκρηξη ενδιαφέροντος δημιουργεί μια χρυσή ισορροπία: το Βυζάντιο είναι πλέον αρκετά προσβάσιμο, αλλά συγχρόνως εξακολουθεί να είναι μυστηριώδες και “εξωτικό”. Τέλος, σε μια Ευρώπη που παραπαίει (για να μην πούμε καταρρέει) ιδεολογικά και πολιτισμικά, το Βυζάντιο –που στο συλλογικό φαντασιακό παίζει πάντοτε τον ρόλο του αντίπαλου δέους της Δύσης– μπορεί να εμφανίζεται (για ορισμένους με συμπάθεια, για άλλους με φόβο) ως μια εναλλακτική αφήγηση του ευρωπαϊκού παρελθόντος, ακόμη και του μέλλοντος. Υπάρχουν και άλλοι λόγοι, ίσως λιγότερο εποικοδομητικοί, όπως η αντίδραση ως αναζήτηση ισορροπίας. Όσο πιο απότομα τραβάει μια κοινωνία προς τα μπροστά (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό), τόσο κάποιοι ρομαντικοί θα κοιτάζουν προς τα πίσω».
Τι έχει όμως να προσφέρει η βυζαντινή τέχνη στην τέχνη της δικής μας εποχής; «Πολλά, αλλά ας εστιάσουμε στα πιο ουσιαστικά. Πρώτα απ’ όλα, αν κάτι χαρακτηρίζει αρνητικά τη μεταμοντέρνα τέχνη και κοινωνία, αυτό είναι, θαρρώ, η κατάργηση των κριτηρίων, η έλλειψη της αίσθησης της κοινωνίας και, κυρίως, η απουσία ενός κοινού μέσου επικοινωνίας, που θα μας επιτρέψει πρώτα να έρθουμε σε συ-ζήτηση και έπειτα να επι-κοινωνήσουμε. Το πρόβλημα είναι ορατό και στην τέχνη: έχει σχεδόν αναχθεί σε αξίωμα το ότι κάθε καλλιτέχνης πρέπει να “επινοεί τη δική του εικαστική γλώσσα” – τα μισά επιμελητικά κείμενα εκθέσεων, που λέει ο λόγος, αυτήν ακριβώς την έκφραση περιλαμβάνουν! Μετά βίας χρειάζεται να υποδείξει κανείς το εγγενές σφάλμα σε αυτό το σκεπτικό. Φανταστείτε μια κοινωνία όπου το κάθε άτομο μιλάει διαφορετική γλώσσα. Μιλάμε για τον ορισμό του χάους. Κι αυτό είναι, τελικά, η σύγχρονη τέχνη. Εδώ λοιπόν έρχεται η βυζαντινή ζωγραφική, η οποία, σε αντίθεση με τις διασπαστικές τάσεις της δυτικής τέχνης, εστιάζει στη συνέχεια και στην ενότητα. Αν μάλιστα τη δούμε ως φυσική συνέχεια της αρχαίας ελληνικής, ελληνιστικής και ρωμαϊκής τέχνης, τότε μιλάμε για μια δυναμική εικαστική γλώσσα που στην πορεία της έχει εκφράσει δεκάδες λαούς, κουλτούρες και θρησκείες, από τον παγανισμό μέχρι τον χριστιανισμό και από τους Ετρούσκους μέχρι τους Αρμένιους και τους Σλάβους».
Ο Φίκος σπεύδει αμέσως μετά να συμπληρώσει, επεκτείνοντας τον συλλογισμό του: «Καρπός ενός πολιτισμού υβριδικού, χωρίς αυστηρά εθνοτικά χαρακτηριστικά, άρα και παραδόξως αρκετά συγγενικού με τη σημερινή παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, η βυζαντινή τέχνη αποτελεί τελικά μια εικαστική Κοινή – μια πραγματικά διεθνή γλώσσα που επιτρέπει την επικοινωνία μεταξύ διαφόρων ομάδων, ενώ ταυτόχρονα δίνει χώρο για διαλέκτους και για προσωπικό ύφος. Τα παραπάνω δεν είναι απλώς ένα σχήμα λόγου, ούτε ευσεβής πόθος κάποιου που έτυχε να αγαπήσει πολύ αυτή την τέχνη και μεροληπτεί υπέρ της. Η ρωσική εικονογραφία, για παράδειγμα, είναι μια ιδιαίτερη “διάλεκτος” της βυζαντινής τέχνης, ενώ σε ατομικό επίπεδο το έργο του Στέλιου Φαϊτάκη συνιστά καλό παράδειγμα ενός βαθιά βυζαντινού και ταυτόχρονα απολύτως προσωπικού ζωγραφικού ύφους, στοιχείο που χαρακτηρίζει όλους τους ζωγράφους αυτής της παράδοσης».
Στη συνέχεια, στέκεται στο μεγαλύτερο –κατά τη γνώμη του– πρόβλημα της σύγχρονης τέχνης: τη διακοπή της επικοινωνίας μεταξύ έργου και θεατή. «Αυτή η ρήξη ξεκινά με την Αναγέννηση και το προοπτικό βάθος, που αυτονομεί τον χωροχρόνο του έργου από τον δικό μας χωροχρόνο. Το “έγκλημα” κορυφώνεται στον Μοντερνισμό και ολοκληρώνεται στον Μεταμοντερνισμό, όπου η τέχνη γίνεται ολοκληρωτικά αυτοαναφορική, δηλαδή παράγεται και υπάρχει αποκλειστικά για τον εαυτό της, όχι για τον θεατή. Νομίζω πως η παρακάτω περιγραφή αποτελεί μια κοινή για πολλούς εμπειρία: επισκέπτεσαι μια έκθεση σύγχρονης τέχνης, κοιτάς τα έργα χωρίς να επικοινωνείς μαζί τους, δεν καταλαβαίνεις τίποτα, και χρειάζεται να διαβάσεις ένα ολόκληρο κείμενο που σου εξηγεί τι ήθελε να πει ο ποιητής. Στον αντίποδα αυτής της πρακτικής, η βυζαντινή ζωγραφική τοποθετεί στο κέντρο της δημιουργικής διαδικασίας τον θεατή. Με αρχές όπως η αναφορά στον θεατή, η ευαναγνωστικότητα, η αφαίρεση και ο ρυθμός, φτιάχνει τέχνη που γίνεται για τον θεατή. Συμπερασματικά, η βυζαντινή τέχνη προσφέρει αυτό που λείπει απ’ τη λεγόμενη σύγχρονη τέχνη, τον ίδιο τον σκοπό της τέχνης, που παραμένει αναλλοίωτος από την αυγή του πολιτισμού: την έκφραση ενός κοινού νοήματος, την επι-κοινωνία, τη δημιουργία και τη διατήρηση της κοινωνίας. Υπό αυτή την έννοια, έχει να προσφέρει όχι μόνο στην τέχνη τού σήμερα, αλλά και στην κοινωνία συνολικά».
Ρωτάμε έπειτα τον Φίκο ποια είναι η διάδραση με το κοινό μέσα από τα ιντερνετικά κανάλια επικοινωνίας που διατηρεί, όπου παρουσιάζει και το έργο άλλων καλλιτεχνών. «Ο απλός κόσμος εκφράζεται με έκπληξη και ενθουσιασμό. Όσο για το καλλιτεχνικό κατεστημένο της Ελλάδας (ιστορικοί τέχνης, γκαλερίστες, επιμελητές), υποπτεύομαι πως παραμένει επιφυλακτικό, γεγονός εν μέρει κατανοητό αφού, ελλείψει παιδείας στο συγκεκριμένο αντικείμενο, αδυνατεί να το αξιολογήσει (συχνά το ταυτίζει με τη θρησκεία, εκμηδενίζοντας εντελώς την καλλιτεχνική του αξία), κι έτσι στην καλύτερη παραμένει αμήχανο. Αυτό είναι κάτι που βιώνω από πρώτο χέρι, καθώς η τέχνη μου –παρότι ξεκάθαρα σύγχρονη και ελληνογενής– αναγνωρίζεται αρκετά στο εξωτερικό, αλλά ελάχιστα στην Ελλάδα».
Η σχέση μου με τη βυζαντινή τέχνη προέκυψε κάπως από μόνη της», λέει ο ίδιος. «Ζωγράφιζα απο μικρός διάφορα πράγματα, μεταξύ των οποίων και βυζαντινές εικόνες. Πρέπει να ζωγράφισα (με ξυλομπογιές) τις πρώτες μου εικόνες κάπου στην πέμπτη δημοτικού. Το ενδιαφέρον μου γι’ αυτή την τέχνη δεν έσβησε, κι έτσι στα δεκατρία μου ξεκίνησα να τη σπουδάζω και επίσημα στη σχολή “Εικονουργία” του Γιώργου Κόρδη.
Δημόσια τέχνη
Πώς διαμορφώνει τα μεγάλα έργα του στον δημόσιο χώρο; Ποιον τρόπο δουλειάς επιλέγει; Πώς συνομιλούν αυτά τα έργα με τον περιρρέοντα τόπο; «Μία από τις βασικές μου αρχές είναι το έργο να βρίσκεται σε γόνιμο διάλογο με το περιβάλλον του. Συνήθως εμπνέομαι από την ιστορία της περιοχής, της γειτονιάς ή του ίδιου του κτηρίου, από την αρχιτεκτονική του και από τα χρώματα του αστικού τοπίου. Όλα αυτά μαζί διαμορφώνουν το έργο, το οποίο σχεδόν προκύπτει “από μόνο του”, μέσα από το χέρι μου, για να κοσμήσει και να υπηρετήσει την πόλη. Με αυτή την έννοια, πρόκειται για μια αυθεντική εφαρμογή της λέξης “δημιουργία”: ένα έργο για τον Δήμο, την κοινότητα».
Ακολούθως, ο Φίκος μάς εξηγεί τις διαφορές ανάμεσα στη δική του προσέγγιση και τη street art. «Αυτή η προσέγγιση –που, απ’ όσο γνωρίζω, είναι δυστυχώς εντελώς μοναδική στην παγκόσμια τοιχογραφική σκηνή– βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τη λογική της street art. Η τελευταία, ως μετεξέλιξη του graffiti, χρησιμοποιείται κυρίως ως εργαλείο αυτοπροβολής. Ο street artist έχει ως αποκλειστική μέριμνα να βρει ένα σταθερό θέμα ή/και ένα περιορισμένο χρωματολόγιο, ώστε, μέσω της επανάληψης, να καθιερώσει ένα εύκολα αναγνωρίσιμο στιλ, το οποίο εν είδει σφραγίδας θα αποτυπώνει αδιάκριτα παντού – είτε αυτό αποτυπωθεί στην Ισλανδία, είτε στην Αφρική, είτε στην Ιαπωνία, το αποτέλεσμα θα είναι σχεδόν απαράλλαχτο. Έτσι, γεμίσαμε τις πόλεις μας με έργα που δεν υπηρετούν ούτε την κοινωνία, ούτε το αστικό τοπίο, ούτε κανέναν άλλον, πέρα από τον ίδιο τον επιτελεστή τους και, ίσως, μια εμπλεκόμενη ελίτ. Γι’ αυτό και γενικά προτιμώ να αποκαλώ τον εαυτό μου ζωγράφο και τοιχογράφο, και όχι street artist. Πιστεύω στη λειτουργικότητα της παραδοσιακής τοιχογραφικής τέχνης. Το κολάζ ιδιωτικών αυτοεκφράσεων που επικρατεί στο αστικό τοπίο σήμερα μου φαίνεται ξένο και εξαιρετικά δυσλειτουργικό».
Στα έργα του Φίκου ο ερωτισμός ξεπροβάλλει με ιδιαίτερο και απρόβλεπτο τρόπο. Τον προβληματίζει άραγε η πιθανή αντίθεση με το θρησκευτικό στοιχείο που υποβάλλει η βυζαντινή τέχνη; «Όχι, γιατί για μένα, αλλα και για τους ίδιους τους Βυζαντινούς, δεν υπάρχει ταύτιση του βυζαντινού ζωγραφικού ύφους με τη θρησκεία. Απόδειξη είναι η πλουσιότατη κοσμική έκφανσή της, η οποία γνώρισε τρομερή άνθηση, ασχέτως αν εμείς μπορεί να την αγνοούμε. Από ιατρικές σκηνές μέχρι ζώδια, και από αγίους μέχρι σεξουαλικές απεικονίσεις, οι Βυζαντινοί ζωγράφιζαν κυριολεκτικά τα πάντα, με την ίδια εικαστική γλώσσα. Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς εξάλλου; Με μία γλώσσα δεν μιλάει ένας λαός για τα πάντα στη ζωή του; Επομένως, δεν κάνω τίποτα το παράξενο, καινοτόμο ή βέβηλο. Αν κάποιος έχει πρόβλημα με το έργο μου, αυτό προκύπτει από τη διαστρεβλωμένη και ελλιπή γνώση περι της βυζαντινής τέχνης. Εγώ κάνω αυτό που πάντα έκαναν οι πρόγονοί μου: ζω-γραφίζω, δηλαδή γράφω τη ζωή».
|
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. This category only includes cookies that ensures basic functionalities and security features of the website. These cookies do not store any personal information.
Any cookies that may not be particularly necessary for the website to function and is used specifically to collect user personal data via analytics, ads, other embedded contents are termed as non-necessary cookies. It is mandatory to procure user consent prior to running these cookies on your website.
