fbpx

Ένας δημιουργός πρέπει να εκφράζει την προσωπική εσωτερική του αλήθεια σε ένα θέμα. Αν τα καταφέρει μέσα από αυτό τον δρόμο να φτιάξει μια τίμια ταινία που δεν χρησιμοποιεί πονηριά για να κερδίσει εισιτήρια ή διακρίσεις, τότε το μόνο που χρειάζεται ο θεατής για να την απολαύσει είναι ένα ζευγάρι αθώα μάτια.

Στέργιος Πάσχος

Για την αυθεντικότητα της φωνής μας

Κείμενο: Γιώργος Παπαδημητρίου
Στέργιος Πάσχος

Ο Στέργιος Πάσχος γεννήθηκε στο Βελεστίνο, εγκατέλειψε τις αρχικές σπουδές του προτιμώντας να παρακολουθήσει μαθήματα δημιουργικής γραφής και υποκριτικής στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε κινηματογράφο στο Metropolitan College, έμαθε τα μυστικά του σεναρίου δίπλα στον σπουδαίο Νίκο Παναγιωτόπουλο, εργάστηκε ως δεύτερος βοηθός σκηνοθέτη στην ταινία Μαχαιροβγάλτης του Γιάννη Οικονομίδη, μα πάνω απ’ όλα φρόντισε να μας συστήσει το ταλέντο του από πολύ νωρίς, μέσα από επτά ταινίες μικρού μήκους, δουλεύοντας παράλληλα και ως σεναριογράφος σε ταινίες συναδέλφων. Πριν το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του είχε συμμετάσχει στο πρόγραμμα script&pitch του TorinoFilmLab, στο MFI Script Workshop, στο CineLink του Σαράγεβο, καθώς και στο FrameWork του TorinoFilmLab. Πότε γεννήθηκε όμως το πρώτο σκίρτημα για τον κινηματογράφο; Η γενναία απόφαση να ασχοληθεί κανείς επαγγελματικά με τον κινηματογράφο στην Ελλάδα έχει άραγε γίνει λιγότερο παράτολμη όσο περνά ο καιρός; Ο Στέργιος Πάσχος μάς απαντά σε αμφότερα τα ερωτήματα.

«Η πολύ έντονη αίσθηση ότι ανήκω στον κινηματογράφο και θέλω να κάνω ταινίες υπήρχε μέσα μου από την ηλικία των δεκατεσσάρων περίπου, μπόρεσα όμως να το εκφράσω μόνο αφότου ενηλικιώθηκα. Από τότε και μέχρι να γίνει και το Άφτερλωβ, όπου δοκιμάστηκα πια σε μια αφήγηση μεγάλου μήκους, πολλές φορές σκέφτηκα σοβαρά να τα παρατήσω, αλλά πάντα αυτή η απόφαση συνοδευόταν από μια αποσύνδεση από τον εαυτό μου και με βύθιζε στην κατάθλιψη. Σήμερα νιώθω ότι αμφιβάλλω λιγότερο, αλλά ταυτόχρονα θεωρώ αυτή την αμφιβολία μια υγιή στάση και δεν πιστεύω πως μια καινούρια ταινία είναι μια κίνηση που θα πρέπει να θεωρείται αυτονόητη. Τα τελευταία χρόνια τα πράγματα είναι αρκετά καλύτερα σε σχέση με τις χρηματοδοτήσεις και κυρίως όσον αφορά τον χρόνο αναμονής, δυστυχώς όμως τα επαγγέλματα του σκηνοθέτη και του σεναριογράφου στην Ελλάδα παραμένουν βαθιά ταξικά. Παρεμπιπτόντως, αυτό είναι ένα δυσάρεστο ζήτημα που δεν αγγίζει ακόμη κανείς όταν συζητάμε για τη συμπεριληπτικότητα στην τέχνη».

Οι μικρού μήκους ταινίες Largo και Ο Έλβις είναι νεκρός μάς είχαν ήδη φανερώσει ένα συμπαγές προσωπικό ύφος και βλέμμα από κάθε σκοπιά –κατασκευαστική, αισθητική, δραματουργική– και το Άφτερλωβ, ήρθε απλώς να επιβεβαιώσει τα προγνωστικά, αποσπώντας μια σειρά από διακρίσεις στα φεστιβάλ του Λοκάρνο, της Μονς και της Θεσσαλονίκης: ένα ντεμπούτο ολόφρεσκο και καινοτόμο, προικισμένο με εσωτερικό τέμπο και ζυγοσταθμισμένη διεύθυνση ηθοποιών, γεμάτο αναφορές στη μαγική παραπλάνηση του σινεμά. Η δεύτερη ταινία του Στέργιου Πάσχου, με τίτλο Ο τελευταίος ταξιτζής, ένα οδοιπορικό στην ανδρική απομάγευση, στην αστική μοναξιά, στις κατακερματισμένες ανθρώπινες σχέσεις, αλλά και στη μάχη ενάντια στη φθορά του χρόνου, πραγματοποίησε την πρεμιέρα της στο 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, κερδίζοντας το βραβείο της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, αλλά και της Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας για τον πρωταγωνιστή Κώστα Κορωναίο. Για τους περισσότερους κινηματογραφικούς δημιουργούς στην Ελλάδα, η μετάβαση από τη μικρού στη μεγάλου μήκους φόρμα συνιστά μια άτυπη (και συχνά επώδυνη) ενηλικίωση. Πώς βίωσε ο ίδιος αυτό το κυριολεκτικό και συμβολικό πέρασμα;

Οι κυβερνήσεις μας επιμένουν να βλέπουν τη χώρα σαν ένα προτεκτοράτο που προσφέρει υπηρεσίες τουρισμού και τίποτα περισσότερο. Τα ελάχιστα που πετούν στην υγεία, στην εκπαίδευση και στον πολιτισμό είναι το άλλοθί τους για να κοιμούνται ήσυχοι και να κρατούν τον κόσμο βολεμένο στον καναπέ του.

Στέργιος Πάσχος

«Είναι τελείως διαφορετική η έκθεση όταν παρουσιάζει κανείς μια μεγάλου μήκους ταινία σε σύγκριση με τη μικρού μήκους. Δεν γνωρίζω κανέναν σκηνοθέτη που να μην τον επηρέασε αυτή η μετάβαση είτε θετικά είτε αρνητικά. Στην δική μου περίπτωση ήταν μάλλον μια ανακούφιση επειδή ένιωσα πως κατέθεσα μια ολοκληρωμένη ταινία γύρω από ένα ζήτημα που με απασχολούσε πολύ εκείνη την περίοδο και πως μπορούσα επιτέλους να χαλαρώσω λίγο και να φροντίσω τον εαυτό μου. Η μετάβαση στη δεύτερη ταινία αποδείχτηκε πολύ πιο δύσκολη και χρονοβόρα για πρακτικούς λόγους αλλά και επειδή ήθελα να πάρω κάποιο χρόνο για να αναρωτηθώ ξανά από την αρχή τι σημαίνει για μένα ο κινηματογράφος – ένα ερώτημα που πιστεύω πως κάθε ταινία οφείλει να εμπεριέχει».

Αμέσως μετά, η κουβέντα μας μετατοπίζεται σε μια δομική και θεμελιώδη αντίφαση που κυριαρχεί στη χώρα μας. Αφενός αμέτρητες διευκολύνσεις για την προσέλκυση ξένων παραγωγών, αφετέρου ελλιπής στήριξη στα εγχώρια ταλέντα. Ο ίδιος δεν μασά τα λόγια του
επί του θέματος: «Δεν μου προκαλεί πια καμία έκπληξη αυτό το φαινόμενο. Οι κυβερνήσεις μας επιμένουν να βλέπουν τη χώρα σαν ένα προτεκτοράτο που προσφέρει υπηρεσίες τουρισμού και τίποτα περισσότερο. Τα ελάχιστα που πετούν στην υγεία, στην εκπαίδευση και στον πολιτισμό είναι το άλλοθί τους για να κοιμούνται ήσυχοι και να κρατούν τον κόσμο βολεμένο στον καναπέ του». Στη συνέχεια, με αφορμή μια σύντομη αναφορά στο Greek Weird Wave, ο Στέργιος Πάσχος μάς μιλά τόσο για τις τάσεις στο ελληνικό σινεμά όσο και για τη δική του καλλιτεχνική ρότα.

«Από το 1970 μέχρι σήμερα διακρίνεται μια τάση που πια έχει γίνει κυρίαρχη, να χωριστεί ο κινηματογράφος σε αμιγώς εμπορικό και αμιγώς καλλιτεχνικό. Όποιος πέσει στην παγίδα να φτιάξει μια ταινία που ανήκει ευθαρσώς στη μία ή στην άλλη τάση (και προσαρμόσει το στυλ του αναλόγως) κατά τη γνώμη μου θα καταλήξει με μια ταινία κουτσή που θα γέρνει προς τη σαχλαμάρα και το προφανές ή προς τον στείρο διδακτισμό και τα βαθιά χασμουρητά. Σύμφωνα με τις δικές μου αρχές, ένας δημιουργός πρέπει να νοιάζεται μόνο για την αυθεντικότητα της φωνής του και να εκφράζει την προσωπική εσωτερική του αλήθεια σε ένα θέμα. Αν τα καταφέρει μέσα από αυτό τον δρόμο να φτιάξει μια τίμια ταινία που δεν χρησιμοποιεί πονηριά για να κερδίσει εισιτήρια ή διακρίσεις, τότε το μόνο που χρειάζεται ο θεατής για να την απολαύσει είναι ένα ζευγάρι αθώα μάτια, ανεξαρτήτως καταγωγής και μορφωτικού επιπέδου. Πιστεύω πως αυτό κατακτήθηκε σε μεγάλο βαθμό στο ευρωπαϊκό σινεμά στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 και κορυφώθηκε με το New Hollywood των 70s – την πιο πλούσια δεκαετία του αμερικάνικου κινηματογράφου κατά τη γνώμη μου, στην οποία επιστρέφω συχνά και την οποία περιμένω να επιστρέψει», καταλήγει σχετικά.

Φωτογραφίες

Επικοινωνία

Sergpaschos@hotmail.com