fbpx

Η παραγωγή στον τελευταίο του δίσκο είναι τόσο φινιρισμένη και ραφινάτη που αποπνέει μια ξεχασμένη χειροποίητη ποιότητα.

Γιώργος Κωστογιώργης

Αναζητώντας τη χαμένη αισθητική

Κείμενο: Γιώργος Παπαδημητρίου
Γιώργος Κωστογιώργης

Ταλαντούχος μουσικός που κατορθώνει με τον πλέον αβίαστο τρόπο να ενσωματώσει λιγότερο γνωστά διαμάντια της ελληνικής και ξένης ποίησης σε αιθέριες και υπερβατικές μελωδίες. Ακούραστος ερευνητής και επίμονος υμνητής της εδώ και καιρό χαμένης αστικής ομορφιάς, όπως αυτή αποτυπώνεται στις πιο αθέατες και λησμονημένες γωνιές των πόλεων. Ευρηματικός και απόλυτα επιτυχημένος υπεύθυνος των ειδικών εκδηλώσεων και προβολών στο θερινό σινεμά «Απόλλων» και στον χειμερινό κινηματογράφο «Βακούρα» της Θεσσαλονίκης. Μερακλής (είναι πραγματικά η πιο κατάλληλη λέξη για να περιγράψει την τόσο λεπτεπίλεπτη και επιμελή δουλειά του) παραγωγός των δίσκων του, οι οποίοι αγγίζουν το επίπεδο των μικρών έργων τέχνης. Αυτοί είναι μονάχα ορισμένοι από τους τιμητικούς αλλά πέρα για πέρα αληθινούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να αποδοθούν στον Γιώργο Κωστογιώργη (κατά κόσμον Κώστα Μπακιρτζή) για το πολυσύνθετο καλλιτεχνικό-δημιουργικό έργο που επιτελεί.

Μάλιστα, το δεύτερο άλμπουμ που κυκλοφόρησε με τίτλο Τα άνανθα χρόνια μου (στίχος από ποίημα του Ρήγα Γκόλφη) έρχεται να συμπληρώσει ιδανικά το δισκογραφικό του ντεμπούτο Το καλοκαίρι πέρασε σα ρίγος, αποκαλύπτοντας έναν μουσικό με αποκρυσταλλωμένη αντίληψη για τη μουσική και στιβαρό καλλιτεχνικό όραμα. Μια βασική διαφορά σε σχέση με την πρώτη του δουλειά είναι ότι στο δεύτερο άλμπουμ ερμηνεύει ο ίδιος (έχοντας γράψει, φυσικά, και τη μουσική) ποιήματα των Μήτσου Παπανικολάου, Ρήγα Γκόλφη, Κωνσταντίνου Θεοτόκη, Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, Έμιλι Ντίκινσον και Ρώμου Φιλύρα, ενώ στον δίσκο συμμετέχουν και οι Φοίβος Δεληβοριάς, Κατερίνα Σισσίνι και Αργύρης Μπακιρτζής.

Προερχόμενος από ένα πλούσιο σε ερεθίσματα περιβάλλον, μας μιλά για τις πολυσχιδείς και πλουραλιστικές μουσικές του επιρροές και αναφορές. «Θυμάμαι να ταξιδεύουμε με το αυτοκίνητο και να διαφωνούμε για το αν θα ακούσουμε πρώτα Μαρίκα Παπαγκίκα ή Rolling Stones. Βέβαια, δεν χωρίζουν πολλά τον Βαμβακάρη από τον Μπλάιντ Γουίλι Τζόνσον ή τη Μαρίκα Παπαγκίκα από τη Σουίτ Έμα Μπάρετ, αλλά γι’ αυτό μπορούμε να μιλήσουμε κάποια άλλη στιγμή. Απολάμβανα εκείνα τα χρόνια όπου οι νέες μουσικές κυριαρχούσαν στην καθημερινότητά μου. Μεγαλώνοντας αισθάνθηκα την ανάγκη για περαιτέρω αναζήτηση, η οποία άρχισε να λειτουργεί τελικά σαν λύτρωση, σαν ένα ταξίδι με προορισμό μια κάποιου είδους ηρεμία. Όποτε είχα ελεύθερο χρόνο, χανόμουν στη δισκογραφία του Κώστα Σκαρβέλη ή του Μπιξ Μπάιντερμπεκ. Συνήθως με γοητεύει ένα είδος ή ένας καλλιτέχνης για κάποιο διάστημα, κι ύστερα προχωρώ σε κάτι καινούργιο. Για παράδειγμα, είχα κολλήσει πριν λίγο καιρό με τις μπαλάντες του Τζον Κολτρέιν, ενώ αμέσως μετά στράφηκα φανατικά στον Θανάση Ευγενικό. Μονάχα ο Μπιλ Έβανς μπορώ να πω ότι συνιστά σταθερά στον ευμετάβλητο μουσικό κόσμο μου».

Η παραγωγή στον τελευταίο του δίσκο είναι τόσο φινιρισμένη και ραφινάτη που αποπνέει μια ξεχασμένη χειροποίητη ποιότητα. Του ζητούμε να μας μιλήσει για αυτή τη διαδικασία, αλλά και για τη βαθιά αγάπη που τρέφει για την αρχιτεκτονική και το αστικό τοπίο, η οποία φανερώνεται μέσα από το συνοδευτικό υλικό των βινυλίων. «Έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου πως η μουσική μου θα κυκλοφορεί πάντα σε φυσικό προϊόν. Οι ψηφιακές κυκλοφορίες κάνουν κακό στη δισκογραφία, η οποία για πολλούς θεωρείται πλέον ξεπερασμένη και δίχως μέλλον. Συγχρόνως, ο περιορισμένος αριθμός αντιτύπων μιας έκδοσης είναι η μεγάλη μου αδυναμία, οπότε αποφάσισα να κινηθώ σε αυτό το πλαίσιο. Έτσι, το διπλό single με τίτλο Άγριες νύχτες, που κυκλοφόρησε ως προάγγελος του δεύτερου άλμπουμ, τυπώθηκε σε 50 αριθμημένα, χειροποίητα και διάφανα δισκάκια 45 στροφών. Παράλληλα, σε κάθε δισκάκι υπήρχε ένα χαρτί γραμμένο σε γραφομηχανή, με μια οδό ή με οδούς της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης όπου βρίσκονται κτίρια-αρχιτεκτονικά ποιήματα των δύο πόλεων. Το βινύλιο του άλμπουμ κυκλοφόρησε επίσης σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, πιο συγκεκριμένα σε 100 μονάχα κόπιες. Η αρχιτεκτονική είναι μια μεγάλη μου αγάπη. Είναι η ψυχοθεραπεία μου και συγχρόνως μια χρονομηχανή για να ταξιδεύω σε εποχές που θα ήθελα να έχω ζήσει αλλά δεν πρόλαβα. Με την πρώτη ευκαιρία ξεχύνομαι στις γειτονιές της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας για να γνωρίσω και να φωτογραφίσω κτίσματα που με εμπνέουν και με βοηθούν να ξεχνώ τη χαμένη αισθητική του σήμερα».

Έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου πως η μουσική μου θα κυκλοφορεί πάντα σε φυσικό προϊόν. Οι ψηφιακές κυκλοφορίες κάνουν κακό στη δισκογραφία, η οποία για πολλούς θεωρείται πλέον ξεπερασμένη και δίχως μέλλον. Συγχρόνως, ο περιορισμένος αριθμός αντιτύπων μιας έκδοσης είναι η μεγάλη μου αδυναμία, οπότε αποφάσισα να κινηθώ σε αυτό το πλαίσιο.

Γιώργος Κωστογιώργης

Επιστρέφοντας στον πιο ενεργό ερμηνευτικό του ρόλο στο δεύτερο άλμπουμ, τον ρωτάμε για το σκεπτικό πίσω από αυτή την επιλογή. «Όταν γράφω ένα κομμάτι για γυναικεία φωνή σκέφτομαι αυτόματα την Κατερίνα Σισίννι, ήμουν ωστόσο προβληματισμένος για το ποια ανδρική φωνή θα ερμηνεύσει τα υπόλοιπα τραγούδια. Η Κατερίνα καταλαβαίνει κατευθείαν τι είναι αυτό που ζητάω και το πηγαίνει δέκα βήματα παραπέρα, αισθάνεται αυτό που αισθάνομαι. Δεν έχω συναντήσει, όμως, κάτι ανάλογο για τα τραγούδια που προορίζονται για ανδρική φωνή. Θυμήθηκα τότε έναν συμμαθητή μου στο λύκειο, ο οποίος μου έλεγε πως έχω χάλια φωνή και πως θα έπρεπε να ασχοληθώ με το μπάσκετ αντί για τη μουσική. Κάπως με παρακίνησε αυτή η ανάμνηση γιατί αισθάνθηκα πως θα είχε ενδιαφέρον να κάνω κάτι για το οποίο δεν είμαι ακριβώς κομμένος και ραμμένος Όπως και να έχει, τα τραγούδια που ερμήνευσα είναι μελοποιήσεις ποιημάτων που σημαίνουν πολλά για μένα, οπότε, ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα, μπορώ να πω με βεβαιότητα πως ήμουν ολόψυχα δοσμένος συναισθηματικά. Τα δύο άλμπουμ δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους μουσικά, αφού μονάχα ένα κομμάτι του δεύτερου κλείνει το μάτι στον πρώτο δίσκο, αλλά αυτό δεν με απασχολεί καθόλου. Αυτό που παραμένει αναλλοίωτο είναι ο θαυμασμός μου για τα 28 συνολικά ποιήματα των δυο δίσκων. Ίσως τελικά αυτές οι δύο κυκλοφορίες να μην είναι παρά ένας τρόπος να πω ευχαριστώ στους ανθρώπους που μου άνοιξαν αυτό τον δρόμο. Η πρώτη στον πατέρα μου και η δεύτερη στον αδερφό μου», αναφέρει σχετικά.

Στη συνέχεια, η κουβέντα μας στρέφεται στη σύνδεσή του με τον Φοίβο Δεληβοριά, αλλά και στους υπόλοιπους μουσικούς που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για την υλοποίηση των δύο άλμπουμ. «Με τον Φοίβο γνωριστήκαμε και συνδεθήκαμε αρκετά χρόνια πριν, όταν ακόμα ήμουν μαθητής στις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Τον είχαμε καλέσει στο πατρικό μου στην Καβάλα και ύστερα κάναμε διακοπές στη Θάσο. Θυμάμαι να καθόμαστε στο πιάνο και να μου μαθαίνει τον “Καθρέφτη” του. Αισθάνομαι ιδιαίτερα συγκινημένος για τη συμμετοχή του στον δίσκο. Το άλμπουμ δεν θα μπορούσε να πάρει σάρκα και οστά χωρίς την τεράστια συμβολή του Πάνου Βουλγαράκη σε όλα τα στάδια της παραγωγής, ο οποίος καθόρισε τον ήχο του άλμπουμ με τις ιδέες και το παίξιμό του. Πολύ σημαντική ήταν και η συνεισφορά του Γρηγόρη Οικονόμου στα τύμπανα. Εμείς οι τρεις ήμασταν ο βασικός πυρήνας, και από κοντά η Κατερίνα Σισίννι. Αυτοί οι τρεις άνθρωποι είναι φίλοι εγκάρδιοι, αγαπημένοι συνοδοιπόροι σε αυτό το ταξίδι».

Πέρα από την ήδη αξιοσημείωτη διαδρομή του στη μουσική, είναι και υπεύθυνος προγράμματος στο θερινό σινεμά «Απόλλων» και στον χειμερινό κινηματογράφο «Βακούρα», έχοντας στο ενεργητικό του απόλυτα επιτυχημένες προβολές και εκδηλώσεις σε κατάμεστες αίθουσες.  Μπορούμε άραγε να μιλήσουμε για μια επιστροφή του κόσμου στη μαγεία της μεγάλης οθόνης; «Η ανταπόκριση του κοινού είναι συγκινητική, με το ένα sold out να διαδέχεται το άλλο. Για παράδειγμα, ξεκινήσαμε πριν κάποιο καιρό ένα μεγάλο αφιέρωμα στα διαμάντια του ελληνικού κινηματογράφου με προβολές σε κόπιες 35mm, παρουσία συντελεστών ή ανθρώπων του σινεμά. Μάλιστα, λίγο πριν αποχαιρετήσουμε το 2023, ζήσαμε μια ιστορική βραδιά με το αριστούργημα του Γιώργου Τζαβέλλα Η κάλπικη λίρα, που προβλήθηκε από τη μουσειακή της κόπια σε σινεμά έπειτα από δεκαετίες, σε μια ανακατασκευασμένη μηχανή προβολής Ernemann του 1952. Τη δεκαετία του ’60, η ποιότητα μιας ταινίας δεν ήταν αναγκαία συνθήκη για τη μεγάλη προσέλευση. Ο κινηματογράφος ήταν η βασική διασκέδαση των ανθρώπων, γι’ αυτό και οι αίθουσες γέμιζαν από τις πρωινές κιόλας προβολές. Σήμερα που το σινεμά βρίσκεται σε ανταγωνισμό με τόσο πολλά είδη ψυχαγωγίας, είναι αναγκαίο να φιλοξενούνται στις κινηματογραφικές αίθουσες ποιοτικές ταινίες στο πλαίσιο προσεκτικά σχεδιασμένων εκδηλώσεων και όχι μεμονω

Επιστρέφοντας στον πιο ενεργό ερμηνευτικό του ρόλο στο δεύτερο άλμπουμ, τον ρωτάμε για το σκεπτικό πίσω από αυτή την επιλογή. «Όταν γράφω ένα κομμάτι για γυναικεία φωνή σκέφτομαι αυτόματα την Κατερίνα Σισίννι, ήμουν ωστόσο προβληματισμένος για το ποια ανδρική φωνή θα ερμηνεύσει τα υπόλοιπα τραγούδια. Η Κατερίνα καταλαβαίνει κατευθείαν τι είναι αυτό που ζητάω και το πηγαίνει δέκα βήματα παραπέρα, αισθάνεται αυτό που αισθάνομαι. Δεν έχω συναντήσει, όμως, κάτι ανάλογο για τα τραγούδια που προορίζονται για ανδρική φωνή. Θυμήθηκα τότε έναν συμμαθητή μου στο λύκειο, ο οποίος μου έλεγε πως έχω χάλια φωνή και πως θα έπρεπε να ασχοληθώ με το μπάσκετ αντί για τη μουσική. Κάπως με παρακίνησε αυτή η ανάμνηση γιατί αισθάνθηκα πως θα είχε ενδιαφέρον να κάνω κάτι για το οποίο δεν είμαι ακριβώς κομμένος και ραμμένος Όπως και να έχει, τα τραγούδια που ερμήνευσα είναι μελοποιήσεις ποιημάτων που σημαίνουν πολλά για μένα, οπότε, ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα, μπορώ να πω με βεβαιότητα πως ήμουν ολόψυχα δοσμένος συναισθηματικά. Τα δύο άλμπουμ δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους μουσικά, αφού μονάχα ένα κομμάτι του δεύτερου κλείνει το μάτι στον πρώτο δίσκο, αλλά αυτό δεν με απασχολεί καθόλου. Αυτό που παραμένει αναλλοίωτο είναι ο θαυμασμός μου για τα 28 συνολικά ποιήματα των δυο δίσκων. Ίσως τελικά αυτές οι δύο κυκλοφορίες να μην είναι παρά ένας τρόπος να πω ευχαριστώ στους ανθρώπους που μου άνοιξαν αυτό τον δρόμο. Η πρώτη στον πατέρα μου και η δεύτερη στον αδερφό μου», αναφέρει σχετικά.

Στη συνέχεια, η κουβέντα μας στρέφεται στη σύνδεσή του με τον Φοίβο Δεληβοριά, αλλά και στους υπόλοιπους μουσικούς που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για την υλοποίηση των δύο άλμπουμ. «Με τον Φοίβο γνωριστήκαμε και συνδεθήκαμε αρκετά χρόνια πριν, όταν ακόμα ήμουν μαθητής στις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Τον είχαμε καλέσει στο πατρικό μου στην Καβάλα και ύστερα κάναμε διακοπές στη Θάσο. Θυμάμαι να καθόμαστε στο πιάνο και να μου μαθαίνει τον “Καθρέφτη” του. Αισθάνομαι ιδιαίτερα συγκινημένος για τη συμμετοχή του στον δίσκο. Το άλμπουμ δεν θα μπορούσε να πάρει σάρκα και οστά χωρίς την τεράστια συμβολή του Πάνου Βουλγαράκη σε όλα τα στάδια της παραγωγής, ο οποίος καθόρισε τον ήχο του άλμπουμ με τις ιδέες και το παίξιμό του. Πολύ σημαντική ήταν και η συνεισφορά του Γρηγόρη Οικονόμου στα τύμπανα. Εμείς οι τρεις ήμασταν ο βασικός πυρήνας, και από κοντά η Κατερίνα Σισίννι. Αυτοί οι τρεις άνθρωποι είναι φίλοι εγκάρδιοι, αγαπημένοι συνοδοιπόροι σε αυτό το ταξίδι».

Πέρα από την ήδη αξιοσημείωτη διαδρομή του στη μουσική, είναι και υπεύθυνος προγράμματος στο θερινό σινεμά «Απόλλων» και στον χειμερινό κινηματογράφο «Βακούρα», έχοντας στο ενεργητικό του απόλυτα επιτυχημένες προβολές και εκδηλώσεις σε κατάμεστες αίθουσες.  Μπορούμε άραγε να μιλήσουμε για μια επιστροφή του κόσμου στη μαγεία της μεγάλης οθόνης; «Η ανταπόκριση του κοινού είναι συγκινητική, με το ένα sold out να διαδέχεται το άλλο. Για παράδειγμα, ξεκινήσαμε πριν κάποιο καιρό ένα μεγάλο αφιέρωμα στα διαμάντια του ελληνικού κινηματογράφου με προβολές σε κόπιες 35mm, παρουσία συντελεστών ή ανθρώπων του σινεμά. Μάλιστα, λίγο πριν αποχαιρετήσουμε το 2023, ζήσαμε μια ιστορική βραδιά με το αριστούργημα του Γιώργου Τζαβέλλα Η κάλπικη λίρα, που προβλήθηκε από τη μουσειακή της κόπια σε σινεμά έπειτα από δεκαετίες, σε μια ανακατασκευασμένη μηχανή προβολής Ernemann του 1952. Τη δεκαετία του ’60, η ποιότητα μιας ταινίας δεν ήταν αναγκαία συνθήκη για τη μεγάλη προσέλευση. Ο κινηματογράφος ήταν η βασική διασκέδαση των ανθρώπων, γι’ αυτό και οι αίθουσες γέμιζαν από τις πρωινές κιόλας προβολές. Σήμερα που το σινεμά βρίσκεται σε ανταγωνισμό με τόσο πολλά είδη ψυχαγωγίας, είναι αναγκαίο να φιλοξενούνται στις κινηματογραφικές αίθουσες ποιοτικές ταινίες στο πλαίσιο προσεκτικά σχεδιασμένων εκδηλώσεων και όχι μεμονωμένα. Σε έναν κόσμο που πνίγεται ολοένα περισσότερο στη μοναξιά και στην αποξένωση, ο άνθρωπος αναζητά τη συνύπαρξη και την αλληλεπίδραση, γι’ αυτό και πιστεύω ακράδαντα πως η κινηματογραφική αίθουσα δεν θα πεθάνει ποτέ», καταλήγει χαρακτηριστικά.

μένα. Σε έναν κόσμο που πνίγεται ολοένα περισσότερο στη μοναξιά και στην αποξένωση, ο άνθρωπος αναζητά τη συνύπαρξη και την αλληλεπίδραση, γι’ αυτό και πιστεύω ακράδαντα πως η κινηματογραφική αίθουσα δεν θα πεθάνει ποτέ», καταλήγει χαρακτηριστικά.

Φωτογραφίες

Ακολουθήστε τον Γιώργο Κωστογιώργη
Youtube| Instagram