Ο Δημήτρης Ζάχος, δύο χρόνια μετά τα βραβεία και τις τιμητικές διακρίσεις που απέσπασε η Βούτα, επιστρέφει στο μικρομηκάδικο σύμπαν, με την ταινία Χυμός πορτοκάλι, η οποία προβλήθηκε στο 45ο Φεστιβάλ της Δράμας. Μάλιστα, ένα επιπλέον κίνητρο για να δει κανείς την ταινία, πέρα από την ευαίσθητη και στιβαρή σκηνοθετική ματιά, είναι ότι βασίστηκε σε σενάριο του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου. Ο Δημήτρης Ζάχος μάς εξηγεί πως προέκυψε αυτή η υπέροχη συνάντηση-συνεργασία. «Εκτιμώ πάρα πολύ τις δουλειές του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου, ο οποίος με συνέπεια και αισθητική φέρνει στο προσκήνιο μια συγκίνηση για πολύτιμες αξίες και ποιότητες του τόπου, που εξακολουθούν να υπάρχουν δίπλα μας, αλλά τις έχουμε ξεχάσει. Πέρα από τις ταινίες του, είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω και ως καθηγητή στο Τμήμα Κινηματογράφου του ΑΠΘ, όπου μαζί με τον Περικλή Χούρσογλου παρέδωσαν τα μαθήματα σκηνοθεσίας που με επηρέασαν περισσότερο και με βοήθησαν να βρω τον δικό μου δρόμο στο σινεμά. Συναντηθήκαμε με τον Δημήτρη κάποια χρόνια αργότερα, όταν βρέθηκα και εγώ από την άλλη πλευρά, διδάσκοντας σε νέους και νέες συναδέλφους. Τότε ήταν που μου εμπιστεύτηκε αυτό το σενάριο μικρού μήκους ταινίας, που είχε τον προσωρινό τίτλο «Η δοκιμασία». Πιστέψτε με, αυτό ακριβώς ήταν, δοκιμασία όνομα και πράμα. Ένα πολυεπίπεδο σενάριο με χαρακτήρες σύνθετους και σύντομη διάρκεια, αλλά και μια πλούσια συνεργασία από την αρχή μέχρι το τέλος. Είμαι πραγματικά ευγνώμων γι’ αυτό στον Δημήτρη Κουτσιαμπασάκο».
Δύο χρόνια μετά τη Βούτα, πόσο και πώς τον βοήθησαν η θερμή υποδοχή και οι βραβεύσεις στο να ξεκινήσει το επόμενο πρότζεκτ; Έχει γίνει άραγε λίγο ευκολότερο για τον ίδιο (αλλά και για κάθε νέο Έλληνα δημιουργό) να αυτοπροσδιορίζεται επαγγελματικά ως σκηνοθέτης; «Η Βούτα έκανε πρεμιέρα σε μια χρονική στιγμή γεμάτη αβεβαιότητα, στην πανδημία του 2020. Συμμετείχαμε σε πολλά εθνικά και διεθνή φεστιβάλ, αλλά δυστυχώς από απόσταση, χωρίς τη φυσική παρουσία, ούτε των θεατών ούτε τη δική μας. Αυτό φέρνει σίγουρα μια πίκρα, αλλά τουλάχιστον ταξίδεψε η Βούτα σε ένα αρκετά μεγάλο κοινό μέσα από τις online πλατφόρμες. Τα βραβεία σίγουρα ενισχύουν την αυτοπεποίθησή μας, αλλά δεν προσφέρουν καμία απολύτως σιγουριά ότι θα καταφέρουμε να υλοποιήσουμε το επόμενο πρότζεκτ. Είναι πάντα μια ιδιότυπη τρέλα να προσπαθείς να κάνεις ταινίες για τον κινηματογράφο. Γνωρίζουν όλοι ότι δεν θα βγάλεις χρήματα και παρότι το τοπίο έχει αλλάξει δραματικά με την παρουσία του ΕΚΟΜΕ και την πληθώρα των ξένων παραγωγών, όλος ο χώρος κουτσά στραβά απορροφήθηκε εκτός από τον σκηνοθέτη! Είναι για γέλια η κατάσταση, αλλά στην πράξη είχαμε μεγάλο πρόβλημα να στελεχώσουμε την ομάδα της παραγωγής, πέρα από την παράνοια των μέτρων κατά της πανδημίας, εξαιτίας των τηλεοπτικών και των ξένων παραγωγών που έχουν προσελκύσει σημαντικό ποσοστό των επαγγελματιών του χώρου. Θέλω να πιστεύω ότι οι σκηνοθέτες και οι σκηνοθέτιδες θα βγούμε πιο δυνατοί, δημιουργικοί και ειλικρινείς από την τρέχουσα αμηχανία. Δεν γίνεται να κάνουμε κι αλλιώς».
Ανατρέχοντας στις προηγούμενες ταινίες του Δημήτρη Ζάχου, στο Βούτα και στους Πιγκουίνους, η δράση εκτυλίσσεται σε ανήλιαγες και αθέατες πτυχές του αστικού τοπίου, ενώ στην Αυστραλία η πλοκή ξεδιπλώνεται σε έναν μη-τόπο, στο μεταιχμιακό περιβάλλον της αίθουσας αναχωρήσεων σε ένα αεροδρόμιο. Αυτή τη φορά, μέσα από τις αναπάντεχες γνωριμίες και εμπειρίες που βιώνει ένας νεαρός διανομέας διαφημιστικών, η πόλη της Αθήνας (με όλες τις παρανοϊκές αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν τη μοντέρνα μητρόπολη) γίνεται ο καμβάς της ταινίας. «Πράγματι, η πόλη της Αθήνας είναι ο καμβάς για τον ήρωα της ταινίας και οι διαδρομές που τον βλέπουμε να κάνει καθημερινά, μοιράζοντας διαφημιστικά φυλλάδια ή πηγαίνοντας στις φοιτητικές εστίες και το πανεπιστήμιο, ορίζουν τον μικρόκοσμό του. Ταυτόχρονα όμως, η ταινία εκτυλίσσεται την εποχή της πανδημίας, οπότε θέλοντας και μη δώσαμε έμφαση στους προσωπικούς χώρους των δυο βασικών ηρώων της ταινίας: μιας ηλικιωμένης ηθοποιού και ενός νεαρού φοιτητή από την επαρχία, που τους ενσαρκώνουν η σπουδαία Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη και ο πρωτοεμφανιζόμενος Θανάσης Κρομλίδης, αντίστοιχα. Για την ηθοποιό όλα βρίσκονται σε μια νοσταλγική στασιμότητα, ενώ για τον πιτσιρικά όλα είναι καινούργια και “για πρώτη φορά”. Στο φόντο της συνάντησής τους βλέπουμε πώς ακόμα και αυτοί οι τόσο διαφορετικοί κόσμοι, μέσα σε αυτές τις παράλογες συνθήκες ζωής στην πόλη, μοιράζονται κάτι πολύ βαθιά ανθρώπινο, την ανάγκη για επικοινωνία και νοιάξιμο».
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. This category only includes cookies that ensures basic functionalities and security features of the website. These cookies do not store any personal information.
Any cookies that may not be particularly necessary for the website to function and is used specifically to collect user personal data via analytics, ads, other embedded contents are termed as non-necessary cookies. It is mandatory to procure user consent prior to running these cookies on your website.