
Ο κινηματογράφος έμοιαζε από την πρώτη στιγμή αναπόδραστο πεπρωμένο για τη Δάφνη Χαιρετάκη, δημιουργό ενός σινεμά εμβυθιστικού αλλά συγχρόνως πέρα για πέρα προσιτού.
Ο κινηματογράφος έμοιαζε από την πρώτη στιγμή αναπόδραστο πεπρωμένο για τη Δάφνη Χαιρετάκη, δημιουργό ενός σινεμά εμβυθιστικού αλλά συγχρόνως πέρα για πέρα προσιτού. Αρχικά, σπούδασε Κινηματογράφο στο Πανεπιστήμιο Paris VIII και στη φημισμένη σχολή Le Fresnoy, απ’ όπου αποφοίτησε το 2015, έχοντας φροντίσει να δώσει ένα πρώτο δείγμα του ξεχωριστού της βλέμματος με το μικρού μήκους ντεμπούτο Εδώ τίποτα (2011), το οποίο βραβεύτηκε ως η καλύτερη μικρού μήκους στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ ταινιών ντοκιμαντέρ Filmer à tout prix στις Βρυξέλλες.
Η συνέχεια αποδείχθηκε ακόμη πιο ενθαρρυντική και υποσχόμενη, όπως πιστοποίησε εμφατικά η δεύτερη μικρού μήκους ταινία της, με τον άκρως ποιητικό –όνομα και πράγμα– τίτλο Αρχιπέλαγα, γυμνοί γρανίτες (2015) που παραπέμπει στο θρυλικό ποίημα Με τον τρόπο του Γ.Σ. του Γιώργου Σεφέρη, η οποία ξεδιπλώνεται ως ένα ενδοσκοπικό και ιδιοσυγκρασιακό ημερολόγιο μιας νεαρής Αθηναίας. Με συμμετοχή σε περισσότερα από 80 κινηματογραφικά φεστιβάλ σε ολόκληρο τον πλανήτη και με πλήθος από σπουδαίες διακρίσεις σε δέκα εξ αυτών σε Ελλάδα και εξωτερικό στο ενεργητικό του, το Αρχιπέλαγα, γυμνοί γρανίτες φανέρωσε μια κινηματογραφική ματιά ήδη σμιλεμένη, άκρως διαπεραστική και βαθιά στοχαστική.
Το 2016, η Δάφνη κινείται σε συναρπαστικά μονοπάτια και σαγηνευτικές διακλαδώσεις, που ξεφεύγουν από τα αυστηρά στεγανά και τους περιοριστικούς ορισμούς της κινηματογραφικής δημιουργίας. Προσκεκλημένη από το Palais de Tokyo, σκηνοθετεί μια περφόρμανς στο πλαίσιο των συναντήσεων Split/Screen και συμμετέχει στο φεστιβάλ Hors Pistes του Centre Pompidou, γυρίζοντας την ταινία-περφορμανς Au revoir (2016), η οποία έμελλε να ολοκληρωθεί για λογαριασμό του πολιτιστικού κέντρου Tabakalera στο Σαν Σεμπαστιάν, ως κομμάτι του πρότζεκτ «Europa, futuro anterior». Παράλληλα, παίρνει μέρος σε ένα κινηματογραφικό πρότζεκτ που διοργανώνουν δύο φορείς υψηλού κύρους στη Γαλλία, το GREC (Groupe de Recherches et d’Essais Cinématographiques – Κέντρο Κινηματογραφικών Ερευνών και Δοκιμίων) και το CNAP (Centre National des Arts Plastiques – Εθνικό Κέντρο Πλαστικών Τεχνών), με θέμα «Η πρώτη εικόνα» (La Première Image). Καρπός αυτή της συμμετοχής ήταν η μικρού μήκους ταινία Τα φύκια στα μαλλιά σου (2016), η οποία έλαβε διανομή στο σινεμά Le Nouvel Odéon (με προβολές ακριβώς πριν το Toni Erdmann της Μάρεν Άντε) και παρουσιάστηκε σε πολυάριθμα κινηματογραφικά φεστιβάλ, μεταξύ των οποίων και εκείνο του Ρότερνταμ.
Κάπως έτσι, φτάνουμε στην πιο πρόσφατη ταινία της Δάφνης Χαιρετάκη με τίτλο Αυτό που ζητάμε από ένα άγαλμα είναι να μην κινείται, που ταξιδεύει μακριά από κατηγοριοποιήσεις και ταμπέλες, προικισμένη με μια παλαιική γοητεία που καταλήγει ανακουφιστικά μοντέρνα. Θαρρείς βγαλμένο από μια εποχή και ένα καταστατικό όπου το σινεμά είχε την τόλμη να αυτο-υπονομεύεται, λειτουργώντας σαν μια παιγνιώδης πρόσκληση αυτοσαρκαστικής αποδόμησης, το φιλμ της Χαιρετάκη υφαίνει ένα μικρό δοκίμιο ευγενούς ειρωνείας. Σχεδόν αναμενόμενα, λοιπόν, πραγματοποιεί εδώ και καιρό ένα συναρπαστικό διεθνές ταξίδι, στο οποίο δεσπόζουν η συμμετοχή στην Εβδομάδα της Κριτικής του Φεστιβάλ των Καννών αλλά και οι βραβεύσεις στο Φεστιβάλ του Σαράγεβο και στο Festival dei Popoli της Φλωρεντίας.
Η Δάφνη δεν αποφεύγει να μοιραστεί με αξιοθαύμαστη ειλικρίνεια τις σκέψεις της για την εύθραυστη όσο και πολύτιμη φύση αυτών των διακρίσεων. «Η συμμετοχή στις Κάννες και τα βραβεία αποτελούν το δίχως άλλο χειροπιαστές αποδείξεις αναγνώρισης, οι οποίες με αγγίζουν βαθιά και έχουν μεγάλη σημασία τόσο και για τη δική μου διαδρομή όσο και για τους συνεργάτες που με εμπιστεύτηκαν. Μάλιστα, αποκτούν μια ακόμη πιο ξεχωριστή διάσταση αν λάβει κανείς υπόψη ότι προέκυψαν μέσα από μια ταινία αρκετά πειραματική, η οποία διαθέτει τη δική της διακριτή γλώσσα. Παρότι γνωρίζω πολύ καλά πόσο τυχαία και εφήμερα είναι όλα αυτά, διαπίστωσα πως κι εγώ διψούσα για μια τέτοια αναγνώριση. Αυτή η επιθυμία μου αφενός ενέχει κάτι το ματαιόδοξο και γελοίο, παράλληλα όμως συνδέεται άμεσα με τις πολλές αμφιβολίες που με είχαν κατακλύσει τα τελευταία χρόνια για το εάν και πώς μπορώ να συνεχίσω να κάνω ταινίες».
Η συμμετοχή στις Κάννες και τα βραβεία αποτελούν το δίχως άλλο χειροπιαστές αποδείξεις αναγνώρισης, οι οποίες με αγγίζουν βαθιά και έχουν μεγάλη σημασία τόσο και για τη δική μου διαδρομή όσο και για τους συνεργάτες που με εμπιστεύτηκαν. Μάλιστα, αποκτούν μια ακόμη πιο ξεχωριστή διάσταση αν λάβει κανείς υπόψη ότι προέκυψαν μέσα από μια ταινία αρκετά πειραματική, η οποία διαθέτει τη δική της διακριτή γλώσσα. Παρότι γνωρίζω πολύ καλά πόσο τυχαία και εφήμερα είναι όλα αυτά, διαπίστωσα πως κι εγώ διψούσα για μια τέτοια αναγνώριση. Αυτή η επιθυμία μου αφενός ενέχει κάτι το ματαιόδοξο και γελοίο, παράλληλα όμως συνδέεται άμεσα με τις πολλές αμφιβολίες που με είχαν κατακλύσει τα τελευταία χρόνια για το εάν και πώς μπορώ να συνεχίσω να κάνω ταινίες.
H ταινία δίνει ταυτόχρονα την εντύπωση ενός αυτοσχεδιαστικού πειράματος αλλά και μιας (προ)μελετημένης κατασκευής. Η ίδια μας εξηγεί πώς πετυχαίνει αυτή τη θαυμαστή ισορροπία: «Πριν ξεκινήσω κάθε ταινία, κρατάω πολλές σημειώσεις: γράφω διαλόγους, καταγράφω αποσπάσματα από βιβλία και στίχους από τραγούδια, αποθηκεύω στο μυαλό μου καρέ από άλλες ταινίες κτλ. Πολύ συχνά όμως, όταν έρθει η ώρα του γυρίσματος, τα βάζω όλα στην άκρη, και τότε ξεκινάει μια καινούργια περιπέτεια. Είναι μια διαδικασία πολύ αγχωτική – ενώ έχω προετοιμαστεί εντατικά, νιώθω συγχρόνως πως δεν έχω κανέναν έλεγχο στα πράγματα. Νομίζω πως αυτό είναι που μου αρέσει κατά βάθος τόσο πολύ: η ένταση που δημιουργείται ανάμεσα σε αυτό που είχα κατά νου και αυτό που προκύπτει στην πορεία, ανάμεσα στο σκηνοθετημένο και αυτό που ξεφεύγει από κάθε έλεγχο. Το παιχνίδι γεννιέται κάπου εκεί νομίζω, μέσα σε αυτές τις ρωγμές. Με τον Κωνσταντίνο Σαμαρά, με τον οποίο δουλέψαμε μαζί σε όλα τα στάδια της ταινίας, θέλαμε οπωσδήποτε το τελικό αποτέλεσμα να έχει μια ελαφράδα, να μην παίρνει η ταινία τον εαυτό της πολύ στα σοβαρά, ούτε και το θέμα της. Με αυτή τη λογική και σε αυτό το πνεύμα, το αίσθημα απόγνωσης από το οποίο εκκινεί η ταινία βρίσκει τελικά απάντηση και επουλώνεται χάρη στην ίδια τη διαδικασία της φιλμοκατασκευής. Χάρη στη γενναιοδωρία των ανθρώπων που δέχτηκαν να συμμετάσχουν και όσων συναντήσαμε τυχαία. Χάρη στη μουσική που συνέθεσε ο Κορνήλιος Σελαμσής για το τραγούδι που ακούγεται στο φινάλε της ταινίας, αλλά και μέσα από τη χροιά παραλόγου που αποπνέει το μανιφέστο του Γιώργου Μακρή, ένα κείμενο που παίζει κομβικό ρόλο στην ταινία».
Φυσικά, όπως όλοι γνωρίζουμε, το πέρασμα από τη μικρού στη μεγάλου μήκους ταινία αποτελεί μια τεράστια πρόκληση για κάθε ταλέντο του ελληνικού σινεμά, όσα διαπιστευτήρια και αν έχει ήδη καταθέσει. Η ίδια μας εξηγεί χωρίς περιστροφές το γιατί: «Η μετάβαση στη μεγάλου μήκους ταινία είναι μια επώδυνη διαδικασία για καλλιτεχνικούς λόγους, μα πάνω απ’ όλα για λόγους που σχετίζονται με την παραγωγή. Ζούμε εξάλλου σε μια χώρα όπου το μόνο κεντρικό όραμα για τον πολιτισμό και τις τέχνες είναι η υποτίμησή τους. Κατά βάση επικρατεί μια α-συνέχεια, όπως και οι σπασμωδικές κινήσεις, επομένως είναι κάτι παραπάνω από αναγκαίο να κρατάς κάπως τη φλόγα μέσα σου ζωντανή, σε μια προσπάθεια που αποδεικνύεται συνήθως αρκετά μοναχική. Τουλάχιστον, έπειτα από όλα αυτά, έμαθα να εμπιστεύομαι το ένστικτό μου αλλά και τον δικό μου τρόπο να γυρίζω ταινίες, μακριά από πολλές έτοιμες ιδέες, μεθόδους ή και δομές παραγωγής».
Σε ολόκληρη τη μέχρι τώρα σκηνοθετική της πορεία αλλά ιδίως στην τελευταία της δημιουργία, η Δάφνη Χαιρετάκη διασχίζει παλινδρομικά το σύνορο μεταξύ στατικότητας και κίνησης, αναμοχλεύοντας το παρελθόν ως νεκρό –κι όμως ολοζώντανο– χρόνο που δεσμεύει το εδώ και το τώρα με άρρητους τρόπους. Οι ταινίες της μπορούν άραγε να γίνουν αντιληπτές ως μια παραβολή για το ίδιο το σινεμά; «Νομίζω πως το σινεμά που αγαπώ και αγάπησα όταν ήμουν πιο μικρή αποτυπώνει σε πολύ έντονο βαθμό μια σχέση με τη ζωή, με τον “αλλον”, αλλά και ένα στοιχείο πολύ προσωπικό. Νιώθω πως ζούμε σε μια πολύ συντηρητική εποχή, έχοντας ανάγκη από κάτι που θα μας ταρακουνήσει. Ο κινηματογράφος είναι, ή τουλάχιστον έχει τη δυνατότητα να είναι, ένα enfant terrible που μας επιτρέπει να βρισκόμαστε συγχρόνως στο παρόν της ζωής και στο παρελθόν, κι αυτό γιατί μέσα από τις ταινίες φτιάχνουμε φαντάσματα. Μόνο που στον κινηματογράφο ευτυχώς επιλέγουμε ποια φαντάσματα έρχονται να μας στοιχειώσουν! Υπάρχει ένας κινηματογράφος άψυχος, που είναι προϊόν μιας συναλλαγής χωρίς φαντασία, και ένας κινηματογράφος που σε κάνει να θέλεις να πάρεις τους δρόμους, να μιλήσεις σε αγνώστους, να ερωτευτείς, να αντισταθείς, να ζήσεις. Προσπαθώ και ελπίζω να ανήκω στον δεύτερο».
Αντίστοιχοι «Παρθενώνες», όμως, υπάρχουν και στο σινεμά: μνημεία, καταβολές και αναφορές που απλώνουν διαχρονικά τη μυθική σκιά τους στους νέους δημιουργούς, και η Δάφνη Χαιρετάκη δεν εξαιρεί τον εαυτό της από την οικουμενική αυτή αλήθεια. «Είμαι από τους ανθρώπους που ενηλικιώθηκαν πρώτα μέσα από τις ταινίες και μετά στον στίβο της αληθινής ζωής. Έχω βιώσει πολλά πράγματα μέσα από τον κινηματογράφο, ζωές ονειρεμένες και εμμονές άλλων σκηνοθετών. Η σπουδαιότερη αναφορά μου είναι ο Κρις Μαρκέρ, γιατί έμπλεκε την αληθινή ζωή με το σινεμά, δημιουργώντας έναν κινηματογράφο ελεύθερο και φαινομενικά μικρής κλίμακας, αλλά συνάμα πολιτικό, ανθρώπινο και με τρομερή δύναμη. Έπειτα, θα αναφέρω τον Γκοντάρ, γιατί ακόμα και στα 90 του έκανε ένα σινεμά πολύ πιο ευφυές και τολμηρό από εκείνο που θα μπορούσαν έστω και να φανταστούν πολλοί σημερινοί νέοι κινηματογραφιστές. Τέλος, η Ανιές Βαρντά, γιατί ήταν η χαρά της ζωής και αγαπούσε πολύ τις γάτες. Νομίζω πως όλοι έχουμε ένα φαντασιακό μουσείο, το οποίο κουβαλάμε σαν φορτίο και με το οποίο πορευόμαστε. Ίσως με τα χρόνια να ελαφραίνει και να αντικαθίσταται ή απλώς να συνομιλεί με διαφορετικό τρόπο με άλλες εμπειρίες».
Κλείνοντας (και έχοντας για τα καλά βυθιστεί στο σύμπαν της ταινίας), δεν αντιστεκόμαστε στον πειρασμό να τη ρωτήσουμε τι είδους άγαλμα θα επέλεγε να είναι. «Μάλλον ένα άγαλμα που αλλάζει διαθέσεις, που θα βρίσκεται άλλοτε σε θλίψη και άλλοτε σε μεγάλη χαρά. Πάντως όχι σε μουσείο, γιατί θα μου άρεσε να έρχονται να με χαϊδεύουν, να κάθονται πάνω μου και να ακούω τα μυστικά μοναχικών ανθρώπων ή τις συζητήσεις άγνωστων περαστικών», καταλήγει σχετικά.
|
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. This category only includes cookies that ensures basic functionalities and security features of the website. These cookies do not store any personal information.
Any cookies that may not be particularly necessary for the website to function and is used specifically to collect user personal data via analytics, ads, other embedded contents are termed as non-necessary cookies. It is mandatory to procure user consent prior to running these cookies on your website.
