
Συστατικά του έργου του καλλιτέχνη είναι ο χρόνος και η μνήμη.
Οι αφηρημένες ζωγραφικές συνθέσεις του Γιώργου Σταμκόπουλου (γεν. 1983) μοιάζουν με μωσαϊκά από χρωματικές φόρμες, που δημιουργούνται μέσα από ζωγραφικά στρώματα και συνθέτουν ένα δίκτυο από δυναμικές. Καλύπτουν όλη την επιφάνεια του καμβά ή διασχίζουν κομμάτια «άδειων, λευκών περιοχών του καμβά». Σχηματίζουν εκρηκτικά ζωγραφικά πεδία με πολλαπλούς πυρήνες στο εσωτερικό τους. Αποδίδουν τον σφυγμό της σύγχρονης πραγματικότητας αλλά μπορούν κάλλιστα να ιδωθούν και ως αφηρημένα τοπία, με στοιχεία από τη φύση και το φως. Δημιουργούν σχέσεις ανάμεσα στη δισδιάστατη επιφάνεια και τον τρισδιάστατο χώρο, τόσο εντός του χώρου της ζωγραφικής όσο και ανάμεσα στη ζωγραφική και τον χώρο, συνδέοντας την υλικότητα και το άυλο.
Λόγω της τεχνικής που χρησιμοποιεί, τα έργα του καλλιτέχνη αποπνέουν μια διαδικασία πραγμάτωσης, την αποτύπωση μιας αμφίδρομης, χρονικής διαδρομής, από τα ενδότερα ζωγραφικά στρώματα στα εξωτερικά, και αντίστροφα. Η τεχνική αποκτά εδώ εννοιολογική σημασία. Ο καλλιτέχνης αποδομεί το έργο σε επάλληλα στρώματα μέσα από μια διαδοχική εναλλαγή ανάμεσα σε ζωγραφική και στρώσεις υλικού καλουπώματος με μονωτική ιδιότητα, μη διαπερατού από το χρώμα. Παραλλαγή της ίδιας τεχνικής αποτελεί και ένα πρώτο στρώμα τμηματικών επαλείψεων με μονωτικό υλικό, το οποίο διαδέχεται ζωγραφική στρώματος.
Κάπως έτσι, χτίζεται ένα ζωγραφικό «σώμα». Το τελικό έργο όμως προκύπτει μόνο αφότου ο καλλιτέχνης αποκολλήσει αυτή την παχιά επιδερμίδα, για να φέρει στο φως την τυχαία σύνθεση που έχει δημιουργηθεί από την αλληλεπίδραση των στρωμάτων μεταξύ τους. Σε αυτό το τελικό στάδιο, ο καλλιτέχνης δεν επεμβαίνει περαιτέρω. Ο Σταμκόπουλος χαρακτηρίζει τη ζωγραφική του «τυφλή». «Τα έργα μου πλάθονται αυτόνομα, και εγώ λειτουργώ ως καταλύτης, ως μέσο και φίλτρο, και παίζω πολύ με το τυχαίο, το μη ελεγχόμενο». Η υλικότητα της ζωγραφικής και ο χειρισμός του υλικού στη διάρκεια της καλλιτεχνικής διαδικασίας περνά από πολλά στάδια και διαφορετικές όψεις: πλάθεται μεν, αλλά το πλάσιμό της αποκαλύπτεται δια της αφαίρεσης.
Η ίδια η διαδικασία είναι σωματική, ειδικά στα έργα μεγάλων διαστάσεων, καθώς ο καλλιτέχνης κινεί το έργο του προς όλες τις κατευθύνσεις, σαν μια χορογραφία που ενορχηστρώνει γύρω του ζωγραφίζοντας με μεγάλα πινέλα. Η αφή και η πάλη με το υλικό γίνονται δομικά στοιχεία και αποτυπώνονται στη ζωντάνια και ενέργεια του έργου. «Η ζωγραφική είναι δράση, μόνο δράση. Είναι μια τέχνη επιτελεστική, χορογραφική. Το έργο γίνεται χώρος, αντιδρά μαζί σου. Ακόμη και με τα έργα μικρότερων διαστάσεων, νιώθω ότι συνυπάρχω μαζί τους. Το τελικό αποτέλεσμα το αντιμετωπίζω πάντα ως μια τετελεσμένη ζωγραφική πράξη».
Η τελική εικόνα μοιάζει με πραγματικότητα που μεταβάλλεται, μια φευγαλέα στιγμή σε μια διαδικασία γεμάτη κίνηση και ρυθμό όπου συναντώνται διαφορετικά χρονικά επίπεδα (τα διαφορετικά στάδια στα οποία έχει δημιουργηθεί το έργο) έτσι ώστε το αποτέλεσμα να περιέχει μια διαδρομή στον χρόνο. Όπως σε μια ανασκαφή, από το ξεμασκάρισμα του έργου προκύπτει η ιστορία του, που αποτελείται από ενότητες θραυσμάτων σε αλληλεπίδραση.
Η ζωγραφική του Σταμκόπουλου υποδηλώνει τη μνήμη και τη λειτουργία της. Τη σημασιοδοτεί ως ένα αμάλγαμα διαφορετικών ενθυμήσεων που διαποτίζουν η μία την άλλη για να δημιουργήσουν μια οπτική της πραγματικότητας. «Μέσω της διαδικασίας που ακολουθώ ξεκινάει ένας διάλογος με θέμα τη μνήμη ως κύριο συστατικό του έργου μου. Τη μνήμη όχι ως ανάμνηση, άλλα πιο πολύ ως αξία, βασικό άξονα και ενεργό δύναμη επιτέλεσης του έργου. Με ενδιαφέρει να ανακαλύψω τη χαμένη πληροφορία που υπάρχει από πίσω. Θέλω να την επιβεβαιώσω».
Πέρα όμως από την ερευνητική και εννοιολογική προσέγγιση της μνήμης σε σχέση με τη ζωγραφική, ο Σταμκόπουλος λειτουργεί και βιωματικά. Ανατρέχει στις δικές του εμπειρίες από αγαπημένα μέρη και τρόπους ζωής που χάνονται. Στην ατομική του έκθεση Electrified Echoes, στην γκαλερί Callirrhoë για παράδειγμα, τα έντονα χρώματα και οι πυκνές συνθέσεις απαθανατίζουν την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του εμβληματικού βερολινέζικου χορευτικού κλαμπ Watergate, που έκλεισε πρόσφατα έπειτα από είκοσι δύο χρόνια λειτουργίας. Ο Σταμκόπουλος, που ζει κατά βάση στο Βερολίνο από το 2005, υπήρξε ο επιμελητής του ιδιαίτερου φωτισμού του κλαμπ, που έμοιαζε με ψηφιακή ζωγραφική. Το βασικό στοιχείο σύνδεσής του με τον χώρο, όμως, δεν ήταν άλλο από το δέσιμο με διάφορα σύγχρονα μουσικά είδη όπως «το black metal, το psychedelic και noise rock», τα οποία και ακούει ενόσω ζωγραφίζει. Τελευταία, πειραματίζεται με κάποια ηχητικά έργα που περιέχουν «θορύβους» που παράγονται από την ίδια τη ζωγραφική διαδικασία. «Με ενδιαφέρει πώς ο χώρος μπορεί να γεμίσει με άυλο τρόπο» αναφέρει σχετικά. Ως προς τα ζωγραφικά του έργα, η μουσική είναι η παρέα στο ατελιέ που ενεργοποιεί την κίνηση της χειρονομίας, και όχι μια σχέση που ο καλλιτέχνης προτίθεται να κάνει αισθητή.
Μέσω της διαδικασίας που ακολουθώ ξεκινάει ένας διάλογος με θέμα τη μνήμη ως κύριο συστατικό του έργου μου. Τη μνήμη όχι ως ανάμνηση, άλλα πιο πολύ ως αξία, βασικό άξονα και ενεργό δύναμη επιτέλεσης του έργου. Με ενδιαφέρει να ανακαλύψω τη χαμένη πληροφορία που υπάρχει από πίσω. Θέλω να την επιβεβαιώσω.
Εκτός από τη μουσική, σημείο αναφοράς στα τελευταία έργα του Γιώργου Σταμκόπουλου είναι το πλήθος των σχημάτων και των χρωμάτων. Μάλιστα, η αλληλόδρασή τους σε μια πυκνή σύνθεση εικονοποιεί την ανάμνηση του Watergate ως μιας συμπεριληπτικής μουσικής κοινότητας, με μέλη όλων των ηλικιών. Επιπλέον, αντανακλούν τη χαρακτηριστική, σύμφωνα με τον καλλιτέχνη, αίσθηση συνύπαρξης και αποδοχής εναλλακτικών φωνών που υπήρχε στο Βερολίνο, αλλά που έχει υποχωρήσει ραγδαία από την εποχή της πανδημίας, δημιουργώντας έτσι τάσεις φυγής και μια διαρκή επισφάλεια. Κάποιες συνθέσεις αποτυπώνουν αυτή την αμφισημία φυγής, έκκεντρων δυνάμεων και δυναμικής ενός πλήθους. Εκφράζουν έτσι τους προβληματισμούς του καλλιτέχνη σε σχέση με την πορεία του πολιτισμού (κάνει λόγο για τις πρόσφατες δραστικές περικοπές στις δαπάνες για τον πολιτισμό στην πόλη του Βερολίνου), αλλά συγχρόνως διατυπώνουν τη δύναμη μιας αντίστασης.
Ο Σταμκόπουλος ανατρέχει επίσης στην ιστορία της τέχνης. Τον συναρπάζει ο Αμερικάνικος Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός (όπως στη δουλειά της Helen Frankenthaler), ο Γερμανικός Εξπρεσιονισμός των αρχών του 20ού αιώνα (για παράδειγμα στον Emil Nolde) και ο Νέο-Εξπρεσιονισμός (αναφερει τον Albert Oehlen), το κίνημα του Nouveau Réalisme (οι περιπτώσεις των Mimo Rotella, Raymond Hains, Jacques Mahé de la Villeglé) και η ζωγραφική πεδίου (όπως στον Clyfford Still), ενώ από σύγχρονους καλλιτέχνες μνημονεύει την Αμερικανίδα ζωγράφο Mary Weatherford και τη Βρετανίδα Cecily Brown.
Οι αναφορές αυτές είναι ενδεικτικές της μελέτης του γύρω από το χρώμα και τον χώρο, όχι όμως με φορμαλιστικούς όρους. Στον αντίποδα, τον ενδιαφέρει η ίδια η δημιουργία της ζωγραφικής, και πειραματίζεται με τις μεταπλάσεις της δισδιάστατης εικόνας. Ορισμένα ζωγραφικά έργα του παίρνουν τη μορφή επιτόπιων τοιχογραφιών όπου συνυπάρχουν ζωγραφική και αρχιτεκτονική. Το ενδιαφέρον στοιχείο, ωστόσο, είναι ότι η ζωγραφική του μεταμορφώνεται σε γλυπτική. Ο καλλιτέχνης κράτα το «πλούσιο σε πληροφορία υλικό» που αφαιρείται από το ζωγραφικό έργο και το μεταπλάθει αυτούσιο σε γλυπτικές φόρμες, σε συμπαγείς μάζες από χρώμα και πάστες.
Κατά κάποιον τρόπο, ο καλλιτέχνης ζωγραφίζει ως γλύπτης και αντίστροφα. Πλάθει τα ζωγραφικά του έργα και τα αποκαλύπτει αφαιρώντας το ιδιόρρυθμο ζωγραφικό «καλούπι» που αποτελείται από επάλληλα ζωγραφικά στρώματα. Στη συνέχεια, το περίσσευμα της ζωγραφικής γίνεται συχνά γλυπτική φόρμα. Η ζωγραφική αποκτά τη δική της ζωή, ενώ ταυτόχρονα ο Σταμκόπουλος θέτει εμμέσως και ένα οντολογικό ζήτημα που περιστρέφεται γύρω από αυτή. «Το γλυπτικό έργο που αποτελείται από πολλά ζωγραφικά έργα είναι ένα παραπροϊόν; Το ζωγραφικό και το γλυπτικό έργο είναι το αποτύπωμα μίας και μόνο ενέργειας;». O Σταμκόπουλος διερευνά ζητήματα που πάντα απασχολούσαν την τέχνη, αλλα το πράττει μέσα από μια σύγχρονη φόρμα που συλλαμβάνει ιδιοσυγκρασίες της πραγματικότητας των καιρών μας, τον σφυγμό της αστικής ζωής και την ευρεία έννοια του τοπίου, ενώ ταυτόχρονα ανανοηματοδοτεί τη ζωγραφική.
Μετά τη φοίτησή του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, ο Σταμκόπουλος συνέχισε τις σπουδές του στο Βερολίνο με υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση. Παρουσιάζει το έργο του συστηματικά σε ατομικές εκθέσεις που φιλοξενούνται σε πολυάριθμες ευρωπαϊκές πόλεις και έχει συμμετάσχει σε πλήθος ομαδικών εκθέσεων τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν οι: Ηοmemade Exotica (Box Freiraum, Βερολίνο, 2019), Encore: Νέα Ελληνική Ζωγραφική (Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων, 2023), New Lands (Arkas Sanat Alaçatı, Τσεσμέ, 2024), Bringing Owls from Athens, Georg Kargl × Callirrhoë (Βιέννη, 2024), Tomorrow’s Dream (Neuer Essener Kunstverein, Έσσεν, 2018), Io sono qui (MACRO, Ρώμη, 2017), The Bar (Kunsthalle Athena, Αθήνα, 2010).
|
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. This category only includes cookies that ensures basic functionalities and security features of the website. These cookies do not store any personal information.
Any cookies that may not be particularly necessary for the website to function and is used specifically to collect user personal data via analytics, ads, other embedded contents are termed as non-necessary cookies. It is mandatory to procure user consent prior to running these cookies on your website.
