
Ο Βασίλης Πέρρος είναι κάποιος που «περιφέροντας άσκοπα ή σκόπιμα τον εαυτό του δεξιά και αριστερά, συλλέγει εμπειρίες και, με το νυστέρι της τέχνης, αποδομεί την πραγματικότητα για να βρει τη μαγεία της».
Ο Βασίλης Πέρρος είναι εικαστικός. Για την ακρίβεια, είναι πρώτα ένας εικαστικός παρατηρητής και σε δεύτερο επίπεδο ένας εικαστικός διανοητής. Ένας άνθρωπος, δηλαδή, που παρατηρεί, προβληματίζεται και παράγει ιδέες μέσω της τέχνης του. Γεννήθηκε το 1981 στην Αθήνα, όπου συνεχίζει να μένει και να εργάζεται. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά για λόγους βιοπορισμού ξεκίνησε να διδάσκει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σε μια μορφή «εικαστικού συμβιβασμού» όπως λέει. Προσθέτει βέβαια πως η διαρκής επαφή με τα παιδιά εξισορροπεί την εσωστρέφειά του.
Αυτοπροσδιορίζεται περισσότερο ως εικαστικός παρά ως ζωγράφος, καθώς έχει περπατήσει στον καλλιτεχνικό δρόμο των μικροκατασκευών και των γλυπτών. Ως εικαστικός εντάσσεται στο κίνημα του «μαγικού ρεαλισμού», όπως έχουν γράψει αρκετοί ιστορικοί τέχνης αναφερόμενοι στη δουλειά του. Πάνω απ’ όλα, ίσως, είναι κάποιος που «περιφέροντας άσκοπα ή σκόπιμα τον εαυτό του δεξιά και αριστερά, συλλέγει εμπειρίες και, με το νυστέρι της τέχνης, αποδομεί την πραγματικότητα για να βρει τη μαγεία της» αναφέρει ο ίδιος, περιγράφοντας το έργο του με ακρίβεια και αυθαιρεσία ταυτόχρονα.
Με τη ζωγραφική γνωρίστηκε σε μικρή ηλικία όταν ένιωσε να έλκεται από τη λευκή επιφάνεια της κόλλας, πάντα πρόθυμης να φιλοξενήσει τον κόσμο του. «Η έμπνευση υπάρχει αλλά δεν τη βρίσκεις, σε βρίσκει αυτή» λέει, παραπέμποντας στη διάσημη παρεμφερή ρήση του Πικάσο, στην προσπάθειά του να περιγράψει τις συνωμοτικές συναντήσεις που είχε με την έμπνευση. Ο καλλιτέχνης μπορεί να εμπνευστεί από τα πάντα, αρκεί να έχει τις κεραίες του σε επαγρύπνηση ώστε να αφουγκραστεί με όλες τις αισθήσεις του τα ερεθίσματα που δέχεται και να τα μετουσιώσει σε τέχνη.
Ως ζωγράφος ο Πέρρος έχει ασχοληθεί με θέματα αρχέγονα και πανανθρώπινα, όπως η μοναξιά, το υπαρξιακό άγχος, ο χρόνος και η φθορά που δημιουργεί, η θρησκεία, ο θάνατος κ.ά. Σοβαρά κοινωνικά ζητήματα όπως η αποξένωση, ο ρατσισμός, η προσφυγιά, ο φασισμός, η βία της εξουσίας, η άνοδος της ακροδεξιάς, η πολιτική διαφθορά, το bullying, η τεχνολογία και η τεχνητή νοημοσύνη τον έχουν επίσης τροφοδοτήσει καλλιτεχνικά. Φυσικά, έχει αποτυπώσει και όμορφές πτυχές της ανθρώπινης φύσης, όπως η ελληνική φιλοξενία και η αλληλεγγύη, η αγωνιστικότητα, η ταπεινότητα, η πίστη στον Θεό και στον συνάνθρωπο. Η Αθήνα έχει και αυτή χώρο στους καμβάδες του, καθώς του αρέσει να αποτυπώνει τις άσχημες πτυχές της αλλά και τη νυχτερινή της γοητεία. Όλα τα παραπάνω ζυμώνονται με τον εσωτερικό του κόσμο (τα παιδικά βιώματα και τις ανασφάλειές του, τις υπαρξιακές του αναζητήσεις, τους φόβους και την κοσμοθεωρία του). Δεν είναι βέβαια τυχαία η ενασχόληση με όλα αυτά, καθώς ο ίδιος θεωρεί πως ο ζωγράφος δεν πρέπει να παραμένει αμέτοχος διότι οφείλει να είναι κοινωνικός σχολιαστής.
Η meta εποχή και η επιπτώσεις της στην ανθρώπινη επικοινωνία είναι από τις καλλιτεχνικές θεματικές με τις οποίες έχει καταπιαστεί. Το ίντερνετ είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιεί κατά κόρον και το οποίο τον βοηθά να αντλεί εικόνες και πληροφορίες ή να δημιουργεί
ψηφιακά προσχέδια. Οι χρήσιμες δυνατότητες που προσφέρει, βέβαια, πηγαίνουν χέρι χέρι με ορισμένους κινδύνους που ψαλιδίζουν τη δημιουργικότητα, την προσωπική έρευνα, το «βάσανο». Ακόμα και η σωματική καταπόνηση ενός εικαστικού (το πιάσιμο του ώμου από τη συνεχή έκταση του χεριού, τα κοψίματα στα χέρια από το κοπίδι κλπ) είναι μέρος της γοητείας της παραγωγικής διαδικασίας.
H ενασχόληση με θέματα που με ερεθίζουν συναισθηματικά και εγκεφαλικά λειτουργεί θεραπευτικά, ως τρόπος προσωπικού εξαγνισμού απέναντι στο πρόβλημα. Η ολοκλήρωση του έργου φέρνει και τη λείανση αυτής της συναισθηματικής φόρτισης. Πόσο δίκιο είχε ο Πικάσο όταν έλεγε ότι η τέχνη ξεπλένει από την ψυχή τη σκόνη της καθημερινότητας! Τελικά, ο καμβάς είναι ο προσωπικός ψυχοθεραπευτής που ξεφορτώνω πάνω του τα πάντα.
Μια από τις εκθέσεις του που προκάλεσε αίσθηση ήταν η «εν οίκω», η οποία εντυπωσίασε με τη δημιουργική της παραστατικότητα. Τα έργα που τη συνέθεσαν είχαν έντονα βιωματικό χαρακτήρα, καθώς αναπαρέστησαν τα συναισθήματα που βίωσε εκείνος στη διάρκεια του
εγκλεισμού λόγω της πανδημίας, εκπέμποντας τα δικά του κοινωνικά μηνύματα για μια περίοδο που στιγμάτισε τον πλανήτη.
Για τον Βασίλη Πέρρο οι δυσάρεστες συνθήκες που συνοδεύονται από μεγάλες συναισθηματικές προκλήσεις, όπως πχ η καραντίνα, κάνουν την έμπνευση να εξατμίζεται, όμως οι καλλιτεχνικοί αισθητήρες παραμένουν ανοιχτοί και αφουγκράζονται υποδόρια τα συναισθήματα που ο καλλιτέχνης βιώνει. Μεταγενέστερα, η επαναφορά αυτής ταραχώδους περιόδου στο μυαλό, αφότου εκείνη αποτελεί πλέον παρελθόν, ξυπνάει αυτές τις καταγραφές, που αποτελούν τελικά το έναυσμα για τη δημιουργία τέχνης.
Ο ίδιος, ωστόσο, βιώνει και μια επιπρόσθετη λυτρωτική παραδοξότητα: «H ενασχόληση με θέματα που με ερεθίζουν συναισθηματικά και εγκεφαλικά λειτουργεί θεραπευτικά, ως τρόπος προσωπικού εξαγνισμού απέναντι στο πρόβλημα. Η ολοκλήρωση του έργου φέρνει και τη λείανση αυτής της συναισθηματικής φόρτισης. Πόσο δίκιο είχε ο Πικάσο όταν έλεγε ότι η τέχνη ξεπλένει από την ψυχή τη σκόνη της καθημερινότητας! Τελικά, ο καμβάς είναι ο προσωπικός ψυχοθεραπευτής που ξεφορτώνω πάνω του τα πάντα» συμπληρώνει σχετικά. Η ανθρώπινη ψυχή αναδεικνύεται και μέσα από την εν εξελίξει δουλειά του, που θα παρουσιαστεί στην επόμενη ατομική του έκθεση, με θέμα το ατελιέ ως ψυχοθεραπευτήριο και εξομολογητήριο.
Σύμφωνα με τον Βασίλη Πέρρο, ο τόπος όπου γεννιέται και διαμένει ένας καλλιτέχνης έχει επίδραση στην καλλιτεχνική του ταυτότητα. Βέβαια, η εντονότατη σημερινή επιρροή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μειώνει τον αλλοτινό γεωγραφικό αντίκτυπο, μιας και τα πάντα έχουν χωνευτεί στο μπλέντερ της διεθνοποίησης της meta εποχής. Όπως συμπληρώνει, τα χαρακτηριστικά ενός έργου τέχνης σήμερα καθορίζονται περισσότερο από τον προσωπικό χαρακτήρα του ίδιου του καλλιτέχνη παρά από τη χώρα καταγωγής του.
Με γοήτευσε η ιδέα να τον ρωτήσω τι σκέψεις θα έκανε για τη δουλειά του αν έβγαινε από το σώμα του και την παρακολουθούσε ως εξωτερικός παρατηρητής. Η απάντησή του αποδείχθηκε πιο ενδιαφέρουσα από την ίδια την ερώτηση. «Φτάνει πια με αυτή την παραστατική εμμονή, αυτή θα ήταν η πρώτη μου σκέψη. Ή μπορεί να προβληματιζόμουν κοινωνικά και να μου άρεσε αυτό που έβλεπα. Κάποιες φορές, πάντως, σίγουρα θα έλεγα μέσα μου “μα τι έχει κάνει εδώ, πάει καλα;”, όπως όταν απεικονίζω 200 γυμνές φιγούρες στο ίδιο έργο, ζωγραφισμένες λεπτομερώς μία προς μία». Όπως μας εξομολογείται, απολαμβάνεινα στέκεται δίπλα στο κοινό των έργων του, υποδυόμενος τον ανυποψίαστο θεατή ώστε να ακούσει τα ανόθευτα σχόλια, πολλά εκ των όποιων δεν θα ειπωθούν ποτέ μπροστά του λόγω ευγένειας. Εξάλλου, η αρνητική κριτική τον διεγείρει, καθώς αποτελεί κίνητρο για να προχωρήσει και να βελτιωθεί.
Κλείνοντας, αναφέρει πως ο χώρος της τέχνης έχει δύο όψεις. Από τη μια, τον ανταγωνισμό μεταξύ των καλλιτεχνών, τις υποκριτικές φιλίες και τις υπεροπτικές συμπεριφορές. Από την άλλη, τους αγνούς και κοινωνικούς καλλιτέχνες, με τις εικαστικές τους ομάδες, τις συνεργασίες τους, τις φιλικές συγκεντρώσεις από εργαστήρι σε εργαστήρι. Όπως όλοι επαγγελματικοί κλάδοι, δηλαδή, και όλοι οι άνθρωποι ξεχωριστά. Όπως και ο Βασίλης Πέρρος, που αφήνει μέσα από τα έργα του το προσωπικό του στίγμα. Ένα στίγμα ευφυές, δημιουργικό και ψυχαναλυτικό, απόλυτα συνακόλουθο δηλαδή με την προσωπικότητά του.
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. This category only includes cookies that ensures basic functionalities and security features of the website. These cookies do not store any personal information.
Any cookies that may not be particularly necessary for the website to function and is used specifically to collect user personal data via analytics, ads, other embedded contents are termed as non-necessary cookies. It is mandatory to procure user consent prior to running these cookies on your website.
