fbpx

Ομάδα Ντουθ: μια θεατρική συνθήκη γλυκιάς θαλπωρής

Βάσια Ατταριάν

Η ομάδα στο θεαματικό επίκεντρο

Κείμενο: Βασίλης Σερβετάς
©Δημήτρης Μιχαλάκης

Τον Μάιο του 2024 είχα την τύχη να παρακολουθήσω για πρώτη φορά μια παράσταση της ομάδας Ντουθ σε σκηνοθεσία της Βάσιας Ατταριάν, με τίτλο Farewell – εν τόπω χλοερώ, στο θέατρο 104, στο Γκάζι – και, όταν ενημερώθηκα πως έχει διάρκεια πάνω από τρεις ώρες χωρίς διάλειμμα, δεν σας κρύβω πως με κυρίευσε μια καχυποψία. Τρεις ώρες είναι πολύς χρόνος για να κάθεσαι ακίνητος και να παρακολουθείς κάτι που δεν σου αρέσει. Ωστόσο, ήδη από την πρώτη στιγμή οποιαδήποτε σκέψη διαφυγής είχε εξανεμιστεί. Καθόμουν μάλιστα κυριολεκτικά πρώτο τραπέζι πίστα, και οι ηθοποιοί στριφογυρνούσαν και χόρευαν πάνω από το κεφάλι μου. Είχαμε όλοι μας μεταφερθεί σε ένα γλέντι γάμου, περιμένοντας για τρεις ώρες ένα ζευγάρι που δεν ήρθε ποτέ. Όλα μου τα συναισθήματα παρέλασαν μπροστά μου σε άψογη στοίχιση, συγκινήθηκα τρομερά και γέλασα με την ψυχή μου, το τρίωρο κύλησε σαν ορμητικός ποταμός. Μετά το τέλος της παράστασης, αγκάλιασα σφιχτά τη φίλη που μου είχε προτείνει να την παρακολουθήσω και σημείωσα το όνομα της ομάδας Ντουθ σε κάποια άκρη του μυαλού μου.

Φέτος την άνοιξη, που η ομάδα Ντουθ ανέβασε πάλι παράσταση, κατέβηκα στην Αθήνα μόνο γι’ αυτούς. To Guest stars – τραγούδια που αφιέρωσα σε πρόσωπα που δεν το έμαθαν ποτέ, η πιο πρόσφατη δουλειά τους, εξελίσσεται με φόντο έναν πρωτοχρονιάτικο τηλεμαραθώνιο, γεμάτο τραγούδια, τηλεφωνήματα από τηλεθεατές και παθιασμένες αφιερώσεις. Η παράσταση στάθηκε αντάξια των υψηλών προσδοκιών μου – όλη τη χρονιά αναμασούσα τις αναμνήσεις από την περσινή εμπειρία, σε μια πράξη θεατρικού μηρυκασμού. Όσο περνούσαν οι μέρες και αυτό που είχα αντικρίσει απλωνόταν μέσα μου, καταλαμβάνοντας σιγά σιγά τον ζωτικό χώρο που του αναλογούσε, συνειδητοποίησα πως νιώθω μια τρομερή οικειότητα με τη δημιουργία της ομάδας Ντουθ. Διότι μου θύμισε με ανεξήγητους τρόπους ζωές που θα ήθελα να έχω ζήσει, μένοντας παράλληλα μακριά από τα σύνορα της αυστηρής θεατρικής φόρμας: «Τα θεάματά μας παλεύουν με θάρρος ενάντια σε κάθε θεατρική σοβαροφάνεια. Δίνουν τον χώρο και τον χρόνο στον θεατή να συμμετάσχει αν αυτός το θέλει, να πιει ένα ποτό στο μπαρ, να βγει, να μπεί ή να κάτσει σιωπηλός, να αποχωρήσει εντελώς χωρίς να ντραπεί» μου εξηγεί η σκηνοθέτρια Βάσια Ατταριάν. Πράγματι, στις παραστάσεις της ομάδας Ντουθ μπορείς να βγεις για τσιγάρο όποτε θες. Ωστόσο, αυτό σπανίως συμβαίνει, γιατί ο κόσμος δεν θέλει να χάσει ούτε λεπτό από την παράσταση.

Η Βάσια Ατταριάν είναι το ένα από τα τρία μέλη της ομάδας Ντουθ, μαζί με τη Μυρτώ Μακρίδη και τον Δημήτρη Τάσαινα. Η ομάδα τους δημιουργήθηκε το 2012 και μετράει πάνω από δεκαπέντε παραγωγές. Φέτος, με την παράσταση Guest stars – τραγούδια που αφιέρωσα σε πρόσωπα που δεν το έμαθαν ποτέ ολοκληρώθηκε η θεατρική τριλογία που είχε ξεκινήσει το 2023 με την παράσταση Nostalgia Generation. Η ομάδα γεννήθηκε με αρχικό στόχο το παιδικό θέατρο, με παραστάσεις στο Skrow Theater, στο Εθνικό θέατρο και στο Μέγαρο Μουσικής, εξελίχθηκε με παραστάσεις για εφήβους και ενηλικιώθηκε τελικά την περίοδο της πανδημίας, όπου η ιδέα της τριλογίας έγινε πραγματικότητα: «Η τυπική ιστορία της ομάδας Ντουθ κρύβεται στα credits και στους δεκάδες σταθερούς συνεργάτες της. Η πραγματική της ιστορία όμως, είναι πολύ πιο σύνθετη και περιλαμβάνει τον ίδιο τον χρόνο που περνάει: ήττες και αιτήσεις, πρωτοχρονιές και καλοκαίρια, ξενύχτι και κουβάλημα, πολύ γέλιο αλλά και πολλή αγάπη. Το μέλλον κρύβει πολλές ιδέες, αλλά πρώτα πρέπει να σηκώσουμε τα μανίκια και να αρχίσουμε τον αγώνα της χρηματοδότησης» σχολιάζει η Βάσια Ατταριάν. Πίσω από κάθε της πρόταση βρίσκεται η κομβική για εκείνη έννοια της ομάδας: «Ό,τι κι αν μας επιφυλάσσει το μέλλον, το μόνο σίγουρο είναι ότι θα είμαστε μαζί» – η Βάσια Ατταριάν μιλάει για τους συνεργάτες της με τόσο θερμά λόγια, που η οθόνη του κινητού μου κοντεύει να αρπάξει φωτιά.

Οι τρεις παραστάσεις είναι αφιερωμένες σε τρία πρόσωπα που κάποτε μεσουράνησαν στην ελληνική τηλεόραση της δεκαετίας του ’90: τον Βλάσση Μπονάτσο, την Άννα Παναγιωτοπούλου και τη Μαλβίνα Κάραλη. Εύλογα ρώτησα τη Βάσια σε ποιον βαθμό επηρέασε η ελληνική τηλεόραση το σκηνοθετικό της έργο: «Είναι σίγουρα ένα κομμάτι τόσο δικό μου όσο και όλης της ομάδας. Είναι η πηγή του χιούμορ και των αναφορών μας. Κάποτε, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’90, έβλεπα τηλεόραση για να μπορέσω να παραμείνω ψύχραιμη μεσούσης μιας πολύ δύσκολης περιόδου, και μου δημιουργήθηκε η εξής φαντασίωση: ότι κάποτε θα ζούσα στιγμές ευτυχίας μέσα σε ένα τηλεοπτικό πλατό με αγαπημένα μου πρόσωπα, τα οποία θα τραγουδούσαν, θα αυτοσαρκάζονταν και θα επέτρεπαν στον εαυτό τους την αφέλεια. Αυτή η φαντασίωση έγινε πραγματικότητα». Είναι μεγάλη υπόθεση να καταφέρεις να ξορκίσεις τους προσωπικούς σου δαίμονες. Είναι επίσης τρομερά ανανεωτικό να βλέπεις μια παρέα ανθρώπων που δεν διστάζουν να αναμετρηθούν με το παρελθόν τους, αποφεύγοντας όμως τον πειρασμό του εξωραϊσμού. «Κάθε γενιά μυθοποιεί και εξιδανικεύει σε έναν βαθμό το παρελθόν της. Ωστόσο, μιλώντας ψύχραιμα, πρέπει να παραδεχτούμε πως καμία δεκαετία δεν ήταν καλύτερη από κάποια άλλη. Όλες είχαν πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα. Όλες είχαν σκοτάδια, φωτεινά σημεία και πρόσωπα που μετακίνησαν την τέχνη και τη νεότητα λίγο προς τα εμπρός». Ωστόσο, ακόμη κι αν δεν υπάρχει μια οικουμενικά αναγνωρισμένη «καλύτερη δεκαετία», ο καθένας ανακηρύσσει ως τέτοια τη δεκαετία της νιότης του.

Τα θεάματά μας παλεύουν με θάρρος ενάντια σε κάθε θεατρική σοβαροφάνεια. Δίνουν τον χώρο και τον χρόνο στον θεατή να συμμετάσχει αν αυτός το θέλει, να πιει ένα ποτό στο μπαρ, να βγει, να μπεί ή να κάτσει σιωπηλός, να αποχωρήσει εντελώς χωρίς να ντραπεί.

Βάσια Ατταριάν

Πέρα από τις θεατρικές της όμως περιπλανήσεις, η Βάσια Ατταριάν δηλώνει πως η ψυχή της ανήκει στο σινεμά: «Υπήρξα πολύ τυχερή καθώς πέρασα δέκα χρόνια με την ομάδα του blitz theater group (Αγγελική Παπούλια, Χρήστος Πασσαλής και Γιώργος Βαλαής), που μου έμαθε να βλέπω ταινίες για έμπνευση. Σε μια στιγμή που το θέατρο στην Ελλάδα έμοιαζε να έχει πέσει σε αδιέξοδο, συναντήθηκα με τον εξαιρετικό σκηνοθέτη Σύλλα Τζουμέρκα, ο οποίος με πήρε μαζί του σε ορισμένες κινηματογραφικές παραγωγές παρότι δεν ήξερα καν πως να χτυπάω την κλακέτα. Έπειτα, συναντήθηκα με τη Μαρία Δρανδάκη, η οποία μου έδωσε έναν νέο ορισμό για το επάγγελμα του παραγωγού. Δίπλα της είχα την ευκαιρία να βρεθώ στα γυρίσματα του Animal της Σοφίας Εξάρχου, μιας ακόμη ιδιαίτερα ταλαντούχας σκηνοθέτριας». Η Βάσια τονίζει πως μέσα από την εμπειρία της στον χώρο της κινηματογραφικής παραγωγής κατάφερε να έρθει σε επαφή με το πρακτικό κομμάτι της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ενώ οι παραπάνω γνωριμίες τής έδωσαν κουράγιο και έμπνευση ώστε να οραματιστεί τα σκέλη της θεατρικής τριλογίας. Όλα αυτά τα πρόσωπα με τα οποία συνδέθηκε από τον χώρο του σινεμά τής επιβεβαίωσαν μια ατάκα του Χρήστου Βακαλόπουλου, ενός συγγραφέα που αγάπησε με πάθος, από το βιβλίο Νέες αθηναϊκές ιστορίες: «Με ρώτησε γιατί μου αρέσει το σινεμά, και της απάντησα ότι μόνο εκεί καταλαβαίνεις πώς ζουν οι άνθρωποι και πως η ζωή θα έπρεπε να μοιάζει με περιπέτεια».

Αναφορικά με τον ρόλο και το χρέος του σκηνοθέτη, η Βάσια διευκρινίζει πως η ίδια δεν νιώθει σκηνοθέτρια, αλλά και ότι δεν πιστεύει πως οι σκηνοθέτες έχουν κάποια συγκεκριμένη αποστολή να επιτελέσουν: «Η ανάγκη τού να γνωρίζω τι συμβαίνει στην εποχή μου πηγάζει από μένα την ίδια, κι εφόσον το γνωρίζω, το δημιούργημα θα συνομιλεί σχεδόν αναγκαστικά με αυτήν. Η συνομιλία αυτή δεν χρειάζεται να είναι άμεση, καθώς μια μυθοπλαστική κατασκευή δεν ισοδυναμεί με δημοσιογραφική διαδικασία. Μπορώ όμως να σου εγγυηθώ πως τα πρόσωπα στη σκηνή συνδέονται σε απόλυτο βαθμό με τα τρέχοντα γεγονότα και τα πάθη μας, και ο θεατής μπορεί να διακρίνει κρυμμένες τις πεποιθήσεις, τις ιδεολογικές μας αντιλήψεις, το παρελθόν και το μέλλον μας, που παρουσιάζονται χωρίς ίχνος διδακτισμού αλλά με μεγάλη δόση αυτοσαρκασμού». Όσο για την αίσθηση εξουσίας που συχνά συνοδεύει την καρέκλα του σκηνοθέτη, η ίδια σπεύδει για μία ακόμα φορά να κρατήσει αποστάσεις: «Βρίσκω αυτή τη συνθήκη φοβερά πληκτική, μίζερη, μπανάλ, παλιακή. Αγαπώ τις ομάδες, τη συνδημιουργία και τα credits με αλφαβητική σειρά».

Η παράσταση Guest stars – τραγούδια που αφιέρωσα σε πρόσωπα που δεν το έμαθαν ποτέ συζητά για τον έρωτα με μια ελαφρότητα και, κυρίως, τραγουδάει γι’ αυτόν – σε τρεις περίπου ώρες οι ηθοποιοί ερμηνεύουν περίπου 100 διαφορετικά ρεφρέν. Ήταν λοιπόν σαν να μας προσκάλεσε κάποιος άγνωστος στον Κεραμεικό με μοναδικό σκοπό να μας υπενθυμίσει όλες τις περασμένες μας καψούρες και να μας αναγκάσει να τις αφιερώσουμε από ένα τραγούδι. Ρώτησα τη Βάσια πώς ακριβώς έχει βιώσει τους δικούς της έρωτες: «Το συναίσθημα είναι εξουθενωτικό» μου απαντά. «Συχνά γίνεται και εξευτελιστικό, ψυχοφθόρο, εγωιστικό. Αλλά κινεί τον κόσμο. Διώχνει για λίγο τον φόβο θανάτου και σε ξανακάνει 16 ετών. Οπότε, γιατί να μην το αναζητάμε;». Φεύγοντας από το Θέατρο 104 εκείνο το βράδυ του Μάη, μπορούσες να διακρίνεις τις αφιερώσεις που πετούσαν σαν μικρές προσευχές από τα κεφάλια των θεατών προτού χαθούν στη νυχτερινή Αθήνα. Κι όλες τους κουβαλούσαν τις δικές τους μικρές ιστορίες. Η Βάσια έστειλε τη δική της αφιέρωση «στα πρόσωπα της καρδιάς μου, τα πρόσωπα της τριλογίας που μου έμαθαν να ονειρεύομαι μυθικές νύχτες και ήταν εκεί όταν οι πραγματικές νύχτες κατέρρεαν». Μάλλον τα πρόσωπα που αξίζουν τις αφιερώσεις μας είναι εκείνα που τις τραγουδούν μαζί μας.

Βιογραφικό

Η Βάσια Ατταριάν γεννήθηκε στην Αθήνα το 1989. Αποφοίτησε από το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και είναι τελειόφοιτος μεταπτυχιακού προγράμματος  στην πολιτιστική διαχείριση από το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.

Το πρόσφατο καλλιτεχνικό έργο με την ομάδα Ντουθ περιλαμβάνει την τριλογία του πένθους (Nostalgia Generation [2023], Farewell [2024], Guest Stars [2025]), καθώς και τα έργα Επισκέπτριες 1 – Παράλληλα κείμενα (2022) στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ερέτριας, στο πλαίσιο του προγράμματος «Όλη η Ελλάδα ένας πολιτισμός», Επισκέπτριες 2 – Καυτές μέρες, τροπικές νύχτες (2023) στο Αρχαίο Θέατρο Άργους, στο πλαίσιο του προγράμματος «Όλη η Ελλάδα ένας πολιτισμός», Επισκέπτριες 3 –Touristic Polaroids (2023) στην Οικία Ελευθερίου Βενιζέλου στα Χανιά, στο πλαίσιο του προγράμματος «Ανοιχτά Πανιά», και Χίλιες και μία ιστορίες (2019) στο Εθνικό Θέατρο. Η ομάδα Ντουθ είχε αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση της παιδικής σκηνής στο Skrow Theater για τρία χρόνια (2014-2017), υπογράφοντας τα έργα Ο Ονειροφάγος (2014), Το κάτι-σαν-κομμάτι (2016) και Ο ανύπαρκτος ιππότης (2017). Έχουν επίσης διδάξει θέατρο σε εφήβους, συνδημιουργώντας μαζί τους παραστάσεις στο Onassis Youth Festival (2018, 2019) και στα Εργαστήρια Εθνικού Θεάτρου (2020, 2023, 2024).

Έχει σκηνοθετήσει μόνη της ή σε συνεργασία με άλλους περισσότερες από 15 παραστάσεις από το 2012 μέχρι σήμερα. Εργάστηκε για δέκα χρόνια ως βοηθός σκηνοθέτη στη θεατρική ομάδα blitz. Μαζί με τον Σεραφείμ Ράδη (Lefou Productions) έχει διατελέσει υπεύθυνη παραγωγής θεατρικών, χορευτικών και μουσικών παραστάσεων. Έχει επίσης σχεδιάσει τον φωτισμό για τις πρόσφατες παραστάσεις του Βασίλη Βηλαρά και τo έργο Η Καρυατιδα! του Γιώργου Καπουτζίδη, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Μαυρογεώργη.

Στον κινηματογράφο εργάστηκε ως συντονίστρια παραγωγής στη Homemade Films, την οποία διευθύνει η Μαρία Δρανδάκη, σε ταινίες όπως Η πόλη και η πόλη (συνσκηνοθεσία: Χρήστος Πασσαλής και Σύλλας Τζουμέρκας), Animal (σκηνοθεσία: Σοφία Εξάρχου) και Σε μια άγνωστη χώρα (σκηνοθεσία: Μάχντι Φλάιφελ), μεταξύ άλλων. Έχει συνυπογράψει το σενάριο της νέας ταινίας του Σύλλα Τζουμέρκα Αποκλονίστηκε η ψυχή μου, η οποία βρίσκεται στο τελικό στάδιο χρηματοδότησης.

Είναι Onassis AiR Fellow για τη σεζόν 2024/25 μέσω του Dramaturgy Fellowship.

 

Φωτογραφίες: Αλεξάνδρα Ρίμπα

Φωτογραφίες

Ακολουθήστε την ομάδα Ντουθ
 Facebook
Επικοινωνία
dooth@yahoo.com