fbpx

 Το Μέντιουμ είναι ένα πορτρέτο που βασίζεται λιγότερο στην πλοκή και στον διάλογο και πιο πολύ στην παρατήρηση των μικρών-μεγάλων στιγμών και στις τυχαίες συναντήσεις με ανθρώπους που κάποιες φορές καταλήγουν να αγγίξουν τις ζωές μας με τρόπο μοναδικό.

Χριστίνα Ιωακειμίδη

Το σινεμά είναι για μένα μια απόπειρα κάθαρσης

Κείμενο: Γιώργος Παπαδημητρίου
Χριστίνα Ιωακειμίδη

Η πρώτη της επαφή με τον χώρο του κινηματογράφου ήρθε όταν εργάστηκε στη μικρού μήκους ταινία Πρωινή πτώση του Ντένη Ηλιάδη. Το αρχικό σκίρτημα για το σινεμά έγινε σύντομα έρωτας κανονικός, ενώ ακολούθησαν οι σπουδές στο London Film School, η συνεργασία με τον Πάνο Χ. Κούτρα από τη θέση του βοηθού σκηνοθέτη και η θητεία στον χώρο της διαφήμισης. Το 2003 είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου για το σκηνοθετικό της ντεμπούτο με τη μικρού μήκους ταινία Home και επτά χρόνια αργότερα το Χάρισμα μάς συνέστησε μια συμπαγή σκηνοθετική φωνή, προικισμένη με αφηγηματική δεινότητα, καλοκουρδισμένη διεύθυνση ηθοποιών και την ικανότητα να ενεργοποιεί τη συναισθηματική εμπλοκή του θεατή. Κι όμως, χρειάστηκε να περάσουν δεκατρία ολόκληρα χρόνια για να δούμε τη Χριστίνα Ιωακειμίδη να περνά ξανά πίσω από την κάμερα. Το Μέντιουμ, που συμμετείχε στο Διεθνές Διαγωνιστικό τμήμα του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, είναι μια χαμηλόφωνη ιστορία ενηλικίωσης, ιδιόρρυθμη και αντισυμβατική, αλλά συγχρόνως οικεία και αναγνωρίσιμη για τον καθένα από εμάς. Πώς βίωσε όμως η Χριστίνα Ιωακειμίδη την επιστροφή της στον κόσμο της κινηματογραφικής δημιουργίας;

«Ο γιος μου γεννήθηκε δύο μέρες μετά την πρεμιέρα του Χαρίσματος. Θυμάμαι χαρακτηριστικά (και γελάω) τον Ορέστη Ανδρεαδάκη, τότε διευθυντή στις Νύχτες Πρεμιέρας, καθώς πηγαίναμε για test screening να λέει: “Άντε να τελειώνουμε, μη γεννήσει η Χριστίνα μέσα στην αίθουσα”. Μέχρι εκείνη τη στιγμή εργαζόμουν ως βοηθός σκηνοθέτη, κυρίως στη διαφήμιση, με εξαντλητικά ωράρια. Ξεκίνησα να κάνω ντοκιμαντέρ για την τηλεόραση, αλλά γρήγορα κατάλαβα ότι δεν θα καταφέρω να βιοποριστώ με αυτόν τον τρόπο, ειδικά έχοντας μόλις ξεκινήσει οικογένεια. Επομένως, αποφάσισα ότι πρέπει να ασχοληθώ με κάτι άλλο, που να μου παρέχει οικονομική σταθερότητα και τη δυνατότητα να είμαι κοντά στα παιδιά μου, ειδικά στα πρώτα τους χρόνια, και ταυτόχρονα να μου αφήνει αρκετό ελεύθερο χρόνο για να δουλεύω την δική μου ταινία. Κάπως έτσι, πέρασαν δεκατρία χρόνια από το Χάρισμα».

Για τους περισσότερους κινηματογραφικούς δημιουργούς στην Ελλάδα η μετάβαση από τη μικρού μήκους στη μεγάλου μήκους ταινία συνιστά μια απότομη ενηλικίωση, αλλά και μια δύσκολη αποστολή. Για την ίδια, ωστόσο, τα πράγματα κύλησαν πιο ομαλά: «Προσωπικά μιλώντας, το πέρασμα στη μεγάλου μήκους ταινία ήρθε ως μια λογική συνέχεια. Αισθανόμουν ότι χρειάζομαι τη μεγαλύτερη διάρκεια για το είδος των ταινιών που θέλω να γυρίζω, για να αναπτύξω επαρκώς τα θέματα με τα οποία καταπιάνομαι. Για να είμαι ειλικρινής, δεν μου φάνηκε ιδιαίτερα απαιτητική αυτή η αλλαγή. Είχα δουλέψει και ως βοηθός σκηνοθέτη σε μεγάλου μήκους ταινίες οπότε ήξερα τι να περιμένω! Αυτό που χρειάζεται είναι μεγαλύτερη οργάνωση και πιο σχολαστική προετοιμασία. Το μόνο θέμα είναι ότι από την πρώτη μέχρι τη δεύτερη μεγάλου μήκους μεσολάβησαν δεκατρία ολόκληρα χρόνια: είχα σχεδόν ξεχάσει πώς γίνεται η δουλειά!».

Το σινεμά είναι για μένα μια απόπειρα κάθαρσης. Είναι σχεδόν ανάγκη. Αν δεν ήταν, δεν ξέρω αν θα το έκανα με τόσες δυσκολίες και τόσες θυσίες που απαιτεί.

Χριστίνα Ιωακειμίδη

Στη συνέχεια, η συζήτησή μας στρέφεται στην ελλιπή στήριξη που παρέχεται στις ελληνικές παραγωγές. «Δεν είμαστε καθόλου υποστηρικτικοί απέναντι στις ελληνικές παραγωγές. Η ανάπτυξη ενός σχεδίου παίρνει έτσι και αλλιώς πάρα πολύ χρόνο, είναι λοιπόν αστείο να περιμένει ένας κινηματογραφιστής μέχρι και δυόμισι χρόνια για μια απόφαση χρηματοδότησης. Μέχρι να δοθεί το πράσινο φως ο δημιουργός έχει σχεδόν ξεχάσει ποια ήταν η αρχική του πρόθεση. Όσοι μπαίνουν στη διαδικασία να γυρίσουν ταινία αυτή την περίοδο δυσκολεύονται πολύ να βρουν συντελεστές. ‘Όλοι δουλεύουν στις ξένες παραγωγές ως βοηθοί, κερδίζοντας περισσότερα χρήματα από όσα εισπράττουν στις ελληνικές παραγωγές ως επικεφαλής τμημάτων. Οι περισσότεροι επαγγελματίες του χώρου θα προτιμούσαν να εργάζονται σε ελληνικές ταινίες, οι αμοιβές όμως είναι σχεδόν απαγορευτικές» εξηγεί σχετικά. 

Στο Μέντιουμ παρακολουθούμε μια ιστορία ενηλικίωσης και συναισθηματικής-σεξουαλικής αφύπνισης. Το σινεμά για την ίδια λειτουργεί με αυτόν τρόπο, ως διαμεσολαβητής ανάμεσα στον τωρινό μας εαυτό και το παρελθόν που αναζητά την κάθαρση ή την επούλωση ενός τραύματος; «Για μένα σίγουρα ναι. Φυσικά, δεν υπάρχει μόνο αυτό το σινεμά, ούτε σημαίνει ότι τα άλλα είδη είναι λιγότερο σημαντικά. Προσωπικά, απολαμβάνω όλα τα είδη, ίσως να βαριέμαι λίγο τις ταινίες φαντασίας (κάτι που ο γιος μου δεν μου συγχωρεί με τίποτα). Το σινεμά είναι για μένα μια απόπειρα κάθαρσης. Είναι σχεδόν ανάγκη. Αν δεν ήταν, δεν ξέρω αν θα το έκανα με τόσες δυσκολίες και τόσες θυσίες που απαιτεί», μας απαντά.  Αμέσως μετά,
αναφέρεται στον κομβικό ρόλο που διαδραματίζει η καυτή αυγουστιάτικη Αθήνα στην ταινία, η οποία θυμίζει έναν μη-τόπο, μυστηριώδης και αλλόκοσμο, θαρρείς αποκομμένο από τη ρεαλιστική καθημερινότητα.

«Η Αθήνα ήθελα να είναι ο τρίτος πρωταγωνιστής στην ταινία, αλλά να παραπέμπει σε έναν μη-τόπο. Ήθελα ο θεατής να είναι σε θέση να ταυτιστεί με το σκηνικό, χωρίς να έχει απαραίτητα προσωπικές αναφορές. Με τον ίδιο τρόπο ήθελα να λειτουργεί και ως μη-χρόνος. Αυτό προέκυψε και από το γεγονός ότι το βιβλίο στο οποίο είναι βασισμένο το σενάριο είναι τοποθετημένο στη δεκαετία του ’80. Η διάχυτη κινηματογραφική ατμόσφαιρα στο κείμενο του Γιώργου Συμπάρδη ήταν και ένας από τους λόγους που το επέλεξα.  Η Ελευθερία, η κεντρική ηρωίδα, βρίσκεται σε μια μεταιχμιακή κατάσταση: ανάμεσα στο παιδί και τη γυναίκα, ανάμεσα στο πένθος για τον χαμό της μητέρας της και τη χαρά για την αρχή μιας καινούργιας ζωής. Νιώθοντας σχεδόν ξεχασμένη, περιπλανιέται στους δρόμους της άγνωστης μεγαλούπολης, ενώ ταυτόχρονα ανακαλύπτει το ξύπνημα της σεξουαλικής επιθυμίας. Κάπου εκεί καταφέρνει να βρει και να ορίσει τον εαυτό της, αφήνοντας αμετάκλητα πίσω της το παιδί που ήταν πριν. Το Μέντιουμ είναι ένα πορτρέτο που βασίζεται λιγότερο στην πλοκή και στον διάλογο και πιο πολύ στην παρατήρηση των μικρών-μεγάλων στιγμών και στις τυχαίες συναντήσεις με ανθρώπους που κάποιες φορές καταλήγουν να αγγίξουν τις ζωές μας με τρόπο μοναδικό» καταλήγει η Χριστίνα Ιωακειμίδη.

Φωτογραφίες