fbpx

Ο Θερμαστής έχει εκείνη την τρυφερή αύρα που κρύβουν μέσα τους οι πράξεις άφεσης, εξομολόγησης και συμφιλίωσης με τα ανεπούλωτα τραύματα και τις αθέατες πτυχές του παρελθόντος.

Στέλιος Μπουζιώτης​

Δεν είμαστε ξεκομμένοι και μονάδες

Κείμενο: Γιώργος Παπαδημητρίου

Ο Στέλιος Μπουζιώτης, ο οποίος σπούδασε αρχικά Μουσική Τεχνολογία και Ακουστική στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, έχει να επιδείξει ένα πολύπλευρο και πλουραλιστικό καλλιτεχνικό
βιογραφικό, έχοντας στο σκηνοθετικό ενεργητικό του τέσσερις μικρού μήκους ταινίες, βίντεο κλιπ, videodances, θεατρικές παραστάσεις, τηλεοπτικές εκπομπές, καθώς ένα πασίγνωστο σποτ των Γιατρών Χωρίς Σύνορα κ.α. Επιπλέον, έχει συνεργαστεί με τη Μαρία Παπαδημητρίου και τον Μενέλαο Καραμαγγιώλη στο έργο της πρώτης, με τίτλο ΑΓΡΙΜΙΚΑ, που εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Biennale της Βενετίας το 2015. Παράλληλα, αξιομνημόνευτη είναι και η συμμετοχή του στο πρότζεκτ του Κινέζου καλλιτέχνη-ακτιβιστή Ai Weiwei, στην Ειδομένη, τον Μάρτιο του 2016, με τίτλο Human Flow. Τέλος, από το 2010 συνεργάζεται με τον Μενέλαο Καραμαγγιώλη στη σειρά ντοκιμαντέρ Συναντήσεις με αξιοσημείωτους ανθρώπους για λογαριασμό της ΕΡΤ.

Στην παρούσα φάση, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Στέλιου Μπουζιώτη, με τίτλο Θερμαστής, ετοιμάζεται για την πρεμιέρα της στο 25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης: μια προσωπική περιδίνηση στα πιο αθέατα μονοπάτια της μνήμης μετατρέπεται σταδιακά σε μια οικουμενική ιστορία που αγγίζει μια βαθύτερη αλήθεια, πέρα από τον ρεαλισμό της καταγραφής και της τεκμηρίωσης. Είναι, άραγε, το ντοκιμαντέρ η ιδανική μορφή τέχνης για να ισορροπήσει κανείς στο μεταίχμιο ανάμεσα στην πραγματικότητα και την αναπαράσταση και να αποδώσει αυτό που ονομάζουμε ανθρώπινη συνθήκη; «Κάθε μορφή τέχνης είναι ένα μέσο. Ένα εργαλείο ώστε να επικοινωνήσουν οι άνθρωποι μεταξύ τους, ενώ το τελικό δημιούργημα έχει να κάνει με τον ίδιο τον καλλιτέχνη και τους λόγους που τον ωθούν να δημιουργήσει. Σε αυτό το ευρύ φάσμα χωράνε όλες οι αιτίες και όλα τα αποτελέσματα. Και όλα είναι όλα θεμιτά, είτε αν θέλει να εκφράσει κάτι απλό και ανθρώπινο είτε αν θέλει να εκφράσει βαθύτερες ανησυχίες σχετικά με την ίδια την ύπαρξη. Δεν έχει σχέση με το τι αλλά με το πώς», αναφέρει αρχικά.

«Το ντοκιμαντέρ ως είδος με εκφράζει περισσότερο από τη μυθοπλασία γιατί απουσιάζει το στημένο. Είναι πιο κοντά στην αλήθεια, αλλά ταυτόχρονα ξέρω ότι δεν μπορεί να τη φτάσει ποτέ. Από τη στιγμή που ανοίγω την κάμερα και επιλέγω το κάδρο ξέρω ότι σταματάει κάθε σχέση που θα είχα με τον ρεαλισμό και την αλήθεια. Όλα γίνονται ξαφνικά υποκειμενικά. Προσωπικά. Το ντοκιμαντέρ νιώθω ότι προσπαθεί να καταγράψει στιγμές που δεν μπορούν να επαναληφθούν. Στιγμές που αν χάσεις δεν επιστρέφουν. Είναι σα να προσπαθείς να συντονιστείς με τον Χρόνο και να του κλέψεις μια φευγαλέα στιγμή. Η μυθοπλασία, από την άλλη, σου δίνει τη δυνατότητα να ελέγξεις τον Χρόνο. Να παρέμβεις και να δημιουργήσεις τον δικό σου κόσμο. Να δεις μπροστά σου αυτό που είχες κάποτε στο κεφάλι σου. Και αυτό από μόνο του είναι κάτι το μαγικό και μοναδικό, που κρύβει όμως ταυτόχρονα πάρα πολλές δυσκολίες».

 

Πέρα από την προσπάθεια, τα χρήματα, το ταλέντο και τις ικανότητες, σημαντικότατο ρόλο παίζει το timing. Ο συγχρονισμός.

Η κινηματογραφική του δουλειά, ήδη από τις πρώτες μικρού μήκους ταινίες, αντανακλά μια πολυπρισματική αντίληψη, οπτική και αισθητική, που δείχνει να συνενώνει ένα ευρύ φάσμα από επιρροές. Η θητεία του σε διάφορους καλλιτεχνικούς χώρους, αλλά και σε διάφορα πόστα της κινηματογραφικής διαδικασίας, λειτούργησε ευεργετικά για τον ίδιο στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα μεγάλου μήκους; «Το σημαντικότερο όλων είναι η κοινή γλώσσα. Να μπορείς να επικοινωνήσεις την ιδέα σου στον ηχολήπτη, στον διευθυντή φωτογραφίας, στον μοντέρ, στον σκηνογράφο, στον παραγωγό κλπ. Η επαγγελματική μου πορεία σε διαφορετικούς χώρους (μυθοπλασία, διαφημίσεις, βίντεο κλιπ), σε διαφορετικά πόστα (μοντέρ, οπερατέρ, διευθυντής φωτογραφίας, ηχολήπτης, βοηθός σκηνοθέτη, μουσικός), που συνεχίζεται ακόμα και
σήμερα, νιώθω ότι με διαμορφώνει διαρκώς, δίνοντάς μου τη δυνατότητα να κατακτήσω περισσότερο αυτές τις γλώσσες. Επομένως, όλες αυτές οι διαφορετικές καλλιτεχνικές τριβές γίνονται τελικά έμπνευση, γνώση, εμπειρία».

Τα βραβεία και οι διακρίσεις σε διεθνή φεστιβάλ αποτελούν ένα χειροπιαστό τεκμήριο για μια ούτως ή άλλως πασιφανή διαπίστωση: το ελληνικό ντοκιμαντέρ έχει ανοίξει για τα καλά τα φτερά του. Ποια είναι η δική του γνώμη για αυτή την πρωτοφανή άνθηση και πώς βιώνει την επαγγελματική περιπέτεια του σινεμά στην Ελλάδα; «Τα τελευταία αρκετά χρόνια, με τη χρήση του διαδικτύου, ανοίχτηκε ξαφνικά μια τεράστια πόρτα σε έναν μεγαλύτερο κόσμο όπου βρήκα-βρήκαμε κομμάτια του εαυτού μας που δεν εκφράζονται στον μικρόκοσμό μας. Σταματήσαμε να νιώθουμε μόνοι και ανακαλύψαμε τη δύναμη να εκφραστούμε λίγο πιο ελεύθερα. Αυτό αποτυπώνεται και στις πολύ καλές ταινίες που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια από πολλούς Έλληνες καλλιτέχνες, χωρίς ωστόσο να δημιουργηθεί μια βιομηχανία. Εκεί νομίζω ότι υστερούμε αρκετά και χρειάζεται λίγος χρόνος παραπάνω ώστε δημιουργηθεί μια σύνδεση καλλιτεχνών-θεατών-παραγωγών που θα έχει την ευχέρεια να στηρίζει τους νέους ανεξάρτητους (και όχι μόνο) καλλιτέχνες που προσπαθούν να δημιουργήσουν. Υπάρχουν πάρα πολλοί αξιόλογοι καλλιτέχνες που δεν καταφέρνουν να συγκεντρωθούν και να αφοσιωθούν στο έργο τους και αυτό τους οδηγεί στη ματαιότητα, στην κούραση, στην απογοήτευση και στο τέλος στην παραίτηση. Άραγε πόσοι Χατζιδάκιδες ή Αγγελόπουλοι να μην κατάφεραν ποτέ να δημιουργήσουν γιατί έπρεπε να βιοποριστούν; Πόσος ζωντανός πολιτισμός αργοπεθαίνει εξαιτίας αυτής της συνθήκης»;

Ο Θερμαστής έχει εκείνη την τρυφερή αύρα που κρύβουν μέσα τους οι πράξεις άφεσης, εξομολόγησης και συμφιλίωσης με τα ανεπούλωτα τραύματα και τις αθέατες πτυχές του παρελθόντος. Πώς γεννήθηκε μέσα του η σπίθα και η ανάγκη για το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ; «Μέσα σε αυτό το καζάνι της δυσκολίας και του χάους, ο Θερμαστής ήταν και αυτός πολύ κοντά στο ναυάγιο. Τελικά, όμως, κατάφερε να γυρίσει πίσω στη στεριά. Και σε αυτό βοήθησε η τύχη. Πέρα από την προσπάθεια, τα χρήματα, το ταλέντο και τις ικανότητες, σημαντικότατο ρόλο παίζει το timing. Ο συγχρονισμός. Έπρεπε ο πατέρας μου να τραβήξει όλα αυτά τα φίλμ, έπρεπε να μη μου πει για αυτά και για την αδερφή μου, έπρεπε να ασχοληθώ τυχαία με τον κινηματογράφο, έπρεπε να εξελιχθώ, έπρεπε να μάθω, έπρεπε να βρω αυτά τα φιλμ και τις βιντεοκασέτες τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, να καταναλώσω ατελείωτες ώρες στο μοντάζ, να κατανοήσω το υλικό που έχω, να γεννηθούν ιδέες και να εξελιχθούν και αυτές με τη σειρά τους, να καταφέρω να αποφασίσω για τη μορφή που θα πάρει η ταινία, να βρω στηρίγματα από συνεργάτες, φίλους και οικογένεια ώστε να καταφέρω να την κάνω πραγματικότητα. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Όλοι συνυπάρχουμε και συνδιαμορφωνόμαστε. Δεν είμαστε ξεκομμένοι και μονάδες. Και ας φαίνεται έτσι».

Επικοινωνία

stbouziotis@gmail.com

Φωτογραφίες