fbpx

Μαθαίνουμε και προσθέτουμε για να μπορέσουμε κάποτε να φτάσουμε στην αφαίρεση και την απλότητα, που κρύβουν μέσα τους όλη την αλήθεια

Κατερίνα Στόικου

Δεν ξεμπερδεύει κανείς εύκολα και ανώδυνα από την ομορφιά

Κείμενο: Γιώργος Παπαδημητρίου
Κατερίνα Στόικου

Η Κατερίνα Στόικου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται. Από το 1997 έως το 2002 παρακολούθησε μαθήματα αγιογραφίας στο Πνευματικό Κέντρο του Ιερού Ναού της Αχειροποιήτου. Έχει πραγματοποιήσει 7 ατομικές εκθέσεις και έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις του Συλλόγου Καλλιτεχνών Εικαστικών Τεχνών Βορείου Ελλάδος, στον οποίο είναι μέλος από το 2011, ενώ από 2019 συνεργάζεται με το πρόγραμμα Προαγωγής Αυτοβοήθειας και την Ομάδα Γειτονιάς του Βαρδάρη. Ποιο ήταν, όμως, το πρώτο της ερωτικό σκίρτημα για τη ζωγραφική;

«Ξεκίνησα να ασχολούμαι συστηματικά με τη ζωγραφική το 1995, έπειτα από μια “τυχαία” συνάντηση με τον ζωγράφο κ. Γιάννη Ζήκα. Μαθήτευσα κοντά του μέσα από τις συζητήσεις μας για τη ζωγραφική, αλλά και μέσα από την άμεση επαφή με τα έργα του, πρωτίστως το πώς χρησιμοποιούσε το χρώμα. Σήμερα μπορώ να λέω πως υπήρξα αυτοδίδακτη. Η ένδεια, η άγνοια και το συνεχές αίσθημα ανεπάρκειας με ώθησαν να πέσω με τα μούτρα στη δουλειά. Ο διαρκής πόλεμος της αυτο-αμφισβήτησης με εξωθούσε συχνά στα όρια των δυνάμεών μου, για 17 ολόκληρα χρόνια! Σήμερα νιώθω περήφανη για τα χρόνια αυτά. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η ζωγραφική και η προσευχή πήραν τη μορφή ενός αγώνα πνευματικού και έγιναν τα εργαλεία για μια πορεία αυτογνωσίας. Η ζωγραφική έγινε ο μόνος δρόμος, ο δικός μου δρόμος» απαντά σχετικά, προτού μιλήσει τόσο για τις πολυσυλλεκτικές επιρροές της (που αποτυπώνονται σε ολόκληρο το φάσμα του έργου της) όσο και για τον τρόπο προσέγγισης του κάθε έργου ξεχωριστά.

«Κινούμαι σε δύο άξονες: τεχνικά μέσα και συναίσθημα, φροντίζοντας να αλληλοϋποστηρίζονται μεταξύ τους. Όσο για τα προβλήματα που εμφανίζονται, εμπιστεύομαι τις λύσεις που προκύπτουν με τρόπο οργανικό, μέσα δηλαδή από τις ανάγκες του ίδιου του έργου. Κάθε έργο είναι ένα είδος άσκησης, ασχέτως αν αφορά νεκρές φύσεις, πορτρέτα, εσωτερικά τοπία, σχέδια με μελάνια ή κάρβουνο. Η αφαίρεση (οικονομία των μέσων) είναι το αληθινό ζητούμενο. Κάθε υλικό έχει τη δική του γραφή και κάθε σειρά έργων έχει τις δικές της ανάγκες και προτεραιότητες. Προσπαθώ πάντα να μένω πιστή στο εσωτερικό μου όραμα, αλλά δεν θέλησα να μείνω προσκολλημένη σε έναν μόνο τρόπο δημιουργίας. Μου επέτρεψα να περιπλανηθώ, ακολουθώντας ό,τι ερωτεύτηκα: τον Τσαρούχη, τον Ματίς, τους Φωβιστές, την αγιογραφία, το σχέδιο του Πικάσο, τον αγαπημένο Χουλιαρά και τους Θεσσαλονικείς ζωγράφους Πεντζίκη, Ζήκα, Παπανάκο, αλλά και την αθωότητα του λατρεμένου Πάουλ Κλέε. Τους ευχαριστώ όλους μέσα από την καρδιά μου».

Η ζωγραφική μπορεί να επιτελέσει έναν ρόλο (εκ)παιδευτικό, παιδαγωγικό, καταπραϋντικό; Σε μια εποχή γεμάτη αβεβαιότητες, φοβίες, κυνικότητα και αποπροσανατολισμό, ο καλλιτέχνης και η ίδια η τέχνη επωμίζονται κάποιον ρόλο ξεχωριστό και βαρυσήμαντο; Η ίδια απαντά: «Προτού μιλήσει κάποιος για τον εκπαιδευτικό ρόλο της ζωγραφικής, αλλά και της τέχνης γενικότερα, θα έπρεπε να αναρωτηθεί: γιατί κάνουμε τέχνη; Ποια η σημασία και η αξία της στη ζωή του ανθρώπου; Η προσωπική εμπειρία μού φανέρωσε πως κάνουμε τέχνη για να μπορέσουμε να αντεπεξέλθουμε στη σκληρότητα και την ασχήμια της πραγματικότητας, από την οποία βαλλόμαστε καθημερινά και πανταχόθεν και την οποία έχουμε δυστυχώς οικειοποιηθεί. Θα έλεγα πως η τέχνη είναι το ευγενικό ναρκωτικό μας. Ο στόχος, τουλάχιστον για μένα, παραμένει πάντα η ωραιότητα και ποίηση της εικόνας», αναφέρει αρχικά.

«Ωστόσο, σήμερα βλέπω την τέχνη να στέκεται αμήχανη, φοβισμένη θα έλεγα, μπροστά στην ίδια την ομορφιά, συχνά να τη θεωρεί ξεπερασμένη, συντηρητική, ακόμη και άχρηστη. Σε πολλές περιπτώσεις, οι αφηρημένες ιδέες που κατακλύζουν την τέχνη συχνά γεννούν ερωτήματα κυριολεκτικά ανούσια, με αποτέλεσμα να μην προσφέρουν ανακούφιση ή παρηγοριά στον τόσο ταλαιπωρημένο άνθρωπο της εποχής μας. Μέσα σε ένα ψευδεπίγραφο πλαίσιο απεριόριστης ελευθερίας (μάλλον αυθαιρεσίας και ασυδοσίας), το προσωπικό γούστο σαρώνει τα πάντα. Δεν ξεμπερδεύει, όμως, κανείς τόσο εύκολα από την ομορφιά. Η ευθύνη βαραίνει όχι μόνο τους ίδιους τους δημιουργούς, αλλά και όσους δραστηριοποιούνται στον χώρο. Η ευθύνη και το ρίσκο μοιάζουν να απουσιάζουν παντελώς. Παρόλα αυτά, είμαι σίγουρη πως είναι πολλοί οι δημιουργοί που αντιστέκονται. Ίσως είναι καιρός να περάσουμε από το “σκέπτομαι άρα υπάρχω” στο “αισθάνομαι άρα ζω”», προσθέτει χαρακτηριστικά.

Σε όλα τα έργα της Κατερίνας Στόικου διακρίνει κανείς ένα αόρατο νήμα που ξεδιπλώνεται μπροστά μας, τόσο στο αμιγώς οπτικό όσο και στο συναισθηματικό επίπεδο, με όλες τις επιμέρους λεπτομέρειες να συμπτύσσονται θαρρείς ασυναίσθητα σε ένα ευρύ και συμπεριληπτικό όραμα, το οποίο φανερώνεται σταδιακά και αβίαστα. Μιλώντας με όρους κινηματογραφικούς, τα έργα της Στόικου χαρακτηρίζονται από ένα αδιόρατο ντεκουπάζ, το οποίο καταλήγει σε ένα τελικό πλάνο ατόφιας ορμής και δύναμης. το 2002 παρακολούθησε μαθήματα αον «Δεν με ενδιαφέρει η αφήγηση, αλλά η συγκίνηση. Όταν στέκομαι μπροστά σε έναν πίνακα, όταν ακούω ένα μουσικό κομμάτι ή παρακολουθώ μια ταινία, μια θεατρική παράταση, ένα χορευτικό δρώμενο, αυτό που αποζητώ είναι να χαθώ, να ξεμυαλιστώ. Θέλω το έργο να με αποπλανήσει, να με ταξιδέψει, να με μεταφέρει κάπου αλλού. Να συμβεί ένας εσωτερικός πολλαπλασιασμός που εμπλουτίζει τα αισθήματα και τα νοήματα. Από την άλλη, με ενδιαφέρει η αδρότητα. Απεύχομαι τη φλυαρία σε όλες τις μορφές της. Μαθαίνουμε και προσθέτουμε για να μπορέσουμε κάποτε να φτάσουμε στην αφαίρεση και την απλότητα, που κρύβουν μέσα τους όλη την αλήθεια».

Την περίοδο του καταναγκαστικού εγκλεισμού, η Κατερίνα Στόικου όχι μόνο βρήκε διέξοδο στην τέχνη της, αλλά μπόρεσε να σμιλεύσει το δυσοίωνο παρόν με την ελπίδα ενός μέλλοντος διαφυγής, μέσα από τη σειρά έργων «Καταγραφές-Lockdown», που συνενώνουν αντίρροπες δυνάμεις σε ένα αποτέλεσμα βαθιά καθαρτικό. «Όταν ξεκίνησε το lockdown κατάλαβα πως το μόνο πράγμα στο οποίο έπρεπε να επενδύσω ήταν η δουλειά. Για την ακρίβεια όχι ακριβώς η δουλειά, αλλά το παιχνίδι. Έπρεπε με κάποιον τρόπο να αποδράσω από αυτό το πρωτόγνωρο περιοριστικό πλαίσιο. Κι επειδή μου ήταν αδύνατον να έχω τον βαθμό συγκέντρωσης που είχα σε προηγούμενες περιόδους, αποφάσισα να εκτονωθώ εξερευνώντας τον αυτοσχεδιασμό της στιγμής. Ακυρώνοντας τις λογικές επεξεργασίες, επέτρεψα στο σώμα-χέρι να λειτουργήσει αυτόνομα, στο μέτρο που κάθε φορά αυτό ήταν εφικτό. Πρώτα απ’ όλα, ήταν αναγκαίο να απελευθερωθώ από την ανασφάλεια και τον φόβο του λάθους. Τα έργα που έδωσε αυτή η περίοδος θα τα χαρακτήριζα “μαύρα” (κυρίως όμως λόγω του υλικού: μαύρη μελάνη-κάρβουνο), όμως κατά γενική ομολογία όσων παρακολούθησαν αυτή τη δουλειά τα έργα δεν ήταν σκοτεινά –κατά κάποιο τρόπο, το μαύρο έλαμπε. Το lockdown έγινε η αιτία της επιστροφής μου, ύστερα από περίπου 30 χρόνια δουλειάς, στην πρώτη μου αγάπη, το σχέδιο, οπότε κάτι όμορφο προέκυψε από μια δύσκολη κατάσταση. Όσο για το μέλλον, καλωσορίζω  απαλλά και για την τέχνη γενικόαι εμπλουτΌσο  όσα θα έρθουν. Είμαι πλέον σε θέση να πω πως τα ωραία πράγματα απλώς συμβαίνουν. Αυτό όμως που σίγουρα με ενδιαφέρει είναι να είμαι λειτουργική και σε εγρήγορση, να δουλεύω μέχρι και την τελευταία μέρα».

Επικοινωνία

stoikouk5@gmail.com

Φωτογραφίες

contact