
Στις ταινίες της Ζακλίν Λέντζου δεσπόζουν ορισμένα γοητευτικά στοιχεία που μοιάζουν βγαλμένα από ένα προσωπικό σεντούκι με μικρούς θησαυρούς
Η Ζακλίν Λέντζου γεννήθηκε στην Αθήνα, μεγάλωσε ανάμεσα στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, αποφοίτησε από την Κινηματογραφική Σχολή του Λονδίνου και κινείται εδώ και πολλά χρόνια σε διεθνή μονοπάτια καταξίωσης, όπως μαρτυρούν τα πολυάριθμα βραβεία, η σταθερή παρουσία στα σημαντικότερα φεστιβάλ, καθώς και οι κάθε είδους τιμητικές προσκλήσεις. Το περσινό καλοκαίρι, το Ινστιτούτο Σύγχρονης Τέχνης του Λονδίνου φιλοξένησε ρετροσπεκτίβα στο έργο της, ενώ την ίδια χρονιά είχε την ευκαιρία να ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη ως Onassis Fellow. Αφιερώματα στη φιλμογραφία της έχουν πραγματοποιηθεί στην Αυστρία, στην Πορτογαλία, στο Βέλγιο
και στον Καναδά, οι δημιουργίες της έχουν προβληθεί στις σπουδαιότερες κινηματογραφικές πλατφόρμες του κόσμου (Mubi, Le Cinéma Club, E-Flux), ενώ η ίδια έχει συμμετάσχει τόσο στο Sundance Screenwriters’ Lab όσο και στο Torino Film Lab, έχοντας επίσης διατελέσει μέλος σε κριτικές επιτροπές σε πολλά διακεκριμένα κινηματογραφικά φεστιβάλ.
Όσο για τις ταινίες της, η λίστα με τις διακρίσεις είναι –σχεδόν κατά κυριολεξία–ατελείωτη. Αλήθεια, αυτή η πολύπλευρη και αμείωτη αναγνώριση έχει λειτουργήσει υποστηρικτικά για την ίδια, διευκολύνοντας τα επόμενα βήματά της; «Η λογική λέει ναι, αλλά η ζωή μόνο λογική δεν είναι. Σίγουρα το ενδιαφέρον από το εξωτερικό εντάθηκε και κατά συνέπεια η τιμή και η χαρά λειτουργούν υποστηρικτικά, αλλά δεν παύουν να είναι συναισθήματα, δηλαδή νερό, ενώ η δουλειά είναι κατά βάση πρακτική. Η αναγνώριση, στην Ελλάδα έστω, μοιάζει να μπερδεύει άτομα, εταιρείες, φορείς — “τι ανάγκη έχεις εσύ” είναι η συχνή επωδός που λαμβάνω λεκτικά ή ενεργειακά».
Η πρώτη μου γνωριμία με το σινεμά της Ζακλίν Λέντζου ήρθε μέσα από τη μικρού μήκους ταινία Αλεπού (2016), μια τραχιά και αφτιασίδωτη ιστορία ενηλικίωσης, η οποία σιγοκαίει κάτω από τον αυγουστιάτικο ήλιο του αστικού καλοκαιριού, φανερώνοντας μια δημιουργό που είχε κατακτήσει από πολύ νωρίς το προσωπικό της ύφος. Παρακολουθώντας στενά και λεπτομερώς τη διαδρομή της μέχρι και σήμερα, παρατηρεί κανείς ένα sui generis και αυτοφυές σύμπαν, το οποίο ισορροπεί ανάμεσα στο υποδόρια ανοίκειο και στο ανακουφιστικά οικείο, διανθισμένο με μια σειρά από αναλλοίωτες υφολογικές-αισθητικές αρετές.
Από τη θαυμαστή διεύθυνση ηθοποιών (που ακροβατούν σε τεντωμένες χορδές, πάντα εύθραυστοι αλλά ποτέ συνθηκολογημένοι) μέχρι την πυκνή υφή της φωτογραφίας (που αποκαλύπτει σχεδόν απτικά τους κυματισμούς και τη συναισθηματική διαστρωμάτωση των χαρακτήρων και των συγκρούσεων). Κι από την οργανική χρήση της μουσικής μέχρι την αβίαστη αφηγηματική ροή που θυμίζει ημερολόγιο καταστρώματος –λες και ξεδιπλώνεται μια ιστορία βαθιά προσωπική αλλά συγχρόνως ολόδική μας, σαν μελλοντική ανάμνηση από εμπειρίες που λησμονήσαμε πως είχαμε ζήσει κάποτε–, το σινεμά της της Ζακλίν Λέντζου διαθέτει μια στιβαρή καταστατική ταυτότητα. Υπάρχει, ωστόσο, περίπτωση να τη δούμε στο μέλλον να ταξιδεύει και σε νέα μονοπάτια; «Κάνω παρέα με μια κάμερα από τα οκτώ μου χρόνια, επομένως νομίζω ότι τα προαναφερθέντα στοιχεία περισσότερο με επέλεξαν, παρά τα επέλεξα εγώ. Η αφηγηματική ροή για μένα είναι μία: η δική μου. Δεν ξέρω άλλα σχήματα και άλλους τρόπους. Αντίστοιχα, δεν υπήρχε ούτε υπάρχει σαφές σχέδιο και πλάνο, οπότε αν αλλάξω τρόπο, σημαίνει ότι θα έχει επέλθει μια πυρηνική δική μου αλλαγή. Αμήν!»
Εξομολογητική λειτουργία –ξεκάθαρη, φρικτά επίπονη και μετά φωτεινά καθαρτική– έχει η ίδια η ζωή για μένα, όχι το σινεμά. Το σινεμά δεν το αναλύω, το συζητώ αραιά και πού και όχι με μεγάλη ζέση, οριακά δεν το κοιτώ. Αλλά τη ζωή την παρατηρώ ασταμάτητα. Την παρατηρώ από τότε που με θυμάμαι, οκνηρά, ζωηρά, πονεμένα ή μη. Και δεν είχα πού να πω τι παρατηρώ, δεν είχα αυτί να με ακούσει που λένε. Το σινεμά έγινε το παιχνίδι μου. Ένα παιχνίδι να δίνω την ασήμαντη παρουσία μου.
Η Αλεπού υπήρξε ο πρώτος κόμπος σε ένα σφιχτοδεμένο νήμα που μας χάρισε τις μικρού μήκους ταινίες Hiwa (2017), Έκτορας Μαλό: Η τελευταία μέρα της χρονιάς (2018) και Το τέλος του πόνου (Μια πρόταση) [2020], με τις βραβεύσεις να πέφτουν βροχή: (δις) Χρυσή Αθηνά Μικρού Μήκους στις Νύχτες Πρεμιέρας, Βραβείο Καλύτερης Ταινίας Μικρού Μήκους από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, Βραβείο Καλύτερης Ταινίας Μικρού Μήκους στο Φεστιβάλ του Σικάγο, αλλά και πρώτο βραβείο στην Εβδομάδα της Κριτικής στο Φεστιβάλ των Καννών, μεταξύ πολλών άλλων. Είχε πλέον έρθει το πλήρωμα του χρόνου για το επόμενο βήμα, το κατεξοχήν περιπετειώδες και επώδυνο για κάθε νέο και ανερχόμενο δημιουργό του ελληνικού σινεμά.
Η Σελήνη, 66 ερωτήσεις (2021), το μεγάλου μήκους ντεμπούτο της Ζακλίν Λέντζου, ένα διαπεραστικό και χαμηλόφωνο οδοιπορικό στη δίνη του πένθους, στα ανεπούλωτα τραύματα, στον δύσκολο αγώνα για ανοχή και κατανόηση, στην ατελή αγάπη και στις θρυμματισμένες οικογενειακές σχέσεις, προβλήθηκε στην Μπερλινάλε, απέσπασε βραβεία στα φεστιβάλ του Σαράγιεβο, της Σεβίλης και του Ρέικιαβικ, μα πάνω απ’ όλα επικύρωσε μια προ πολλού εδραιωμένη βεβαιότητα. Το πέρασμα της Ζακλίν στον θαυμαστό καινούργιο κόσμο της ταινίας μεγάλου μήκους θα ήταν κάθε άλλο παρά αμήχανο ή άτολμο, παρά τις εγγενείς δυσκολίες και αντιξοότητες. Όπως μας παραδέχεται εξάλλου και η ίδια: «Αποτέλεσε ένα από τα πιο ηχηρά μαθήματα της ζωής μου και ίσως βρίσκομαι ακόμη μέσα του. Μαζεύτηκα, τρόμαξα, είδα πράγματα που δεν έβλεπα πρωτύτερα, διδάχτηκα πολλά και ανυπομονώ να σας δείξω τι έμαθα!»
Τα τελευταία χρόνια έχουν διοργανωθεί αμέτρητες εκδηλώσεις και πρωτοβουλίες για την προώθηση των ξένων κινηματογραφικών παραγωγών στην Ελλάδα (χρηματοδοτικά κίνητρα, ανταποδοτικά οφέλη, προβολή της Ελλάδας ως ιδανικού προορισμού για location managers κτλ). Ποια είναι τα αισθήματα που γεννά σε μία από τις πλέον υποσχόμενες φωνές του ελληνικού σινεμά αυτή η κραυγαλέα αντίφαση; Πώς είναι δυνατόν να κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας για να προσελκύσουμε διεθνείς παραγωγές ενώ την ίδια στιγμή παρέχουμε την ελάχιστη δυνατή στήριξη στο ελληνικό σινεμά; Η Ζακλίν Λέντζου, όπως πάντα, απαντά με ειλικρίνεια, χωρίς διάθεση για εξωραϊσμούς και στρογγυλέματα. «Δεν βλέπω καμία αντίφαση, παρά μόνο συνέπεια. Το γενικό πρόσταγμα του “θα μετατρέψουμε τα σινεμά του κέντρου της πόλης σε ξενοδοχεία” τα λέει όλα, ασχέτως αν πρόκειται για παράφραση. Η ουσία είναι μια και λάμπει για όσους έχουν μάτια να τη δουν και καρδιά να την αντέξουν».
Στις ταινίες της Ζακλίν Λέντζου δεσπόζουν ορισμένα γοητευτικά στοιχεία που μοιάζουν βγαλμένα από ένα προσωπικό σεντούκι με μικρούς θησαυρούς — τρομακτικούς στην όψη, με ρευστή μορφή και σχήμα, αλλά πέρα για πέρα πολύτιμους. Το ημιτελές πένθος, η ανολοκλήρωτη ενηλικίωση, οι φευγαλέες στιγμές ενός βιωμένου χρόνου που δεν μπορεί ακριβώς να συμπυκνωθεί σε γεγονότα ή σε συμπεράσματα, αλλά αποδίδεται θραυσματικά και διακεκομμένα, όπως ακριβώς η ανθρώπινη μνήμη και λήθη. Το σινεμά λειτουργεί για την ίδια ως μια εξομολογητική-καθαρτική διαδικασία; «Ναι, θραυσματικά σαν όνειρο, θραυσματικά σαν εφιάλτης, ανάλογα το φεγγάρι. Ωστόσο, εξομολογητική λειτουργία –ξεκάθαρη, φρικτά επίπονη και μετά φωτεινά καθαρτική– έχει η ίδια η ζωή για μένα, όχι το σινεμά. Το σινεμά δεν το αναλύω, το συζητώ αραιά και πού και όχι με μεγάλη ζέση, οριακά δεν το κοιτώ. Αλλά τη ζωή την παρατηρώ ασταμάτητα. Την παρατηρώ από τότε που με θυμάμαι, οκνηρά, ζωηρά, πονεμένα ή μη. Και δεν είχα πού να πω τι παρατηρώ, δεν είχα αυτί να με ακούσει που λένε. Το σινεμά έγινε το παιχνίδι μου. Ένα παιχνίδι να δίνω την ασήμαντη παρουσία μου».
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. This category only includes cookies that ensures basic functionalities and security features of the website. These cookies do not store any personal information.
Any cookies that may not be particularly necessary for the website to function and is used specifically to collect user personal data via analytics, ads, other embedded contents are termed as non-necessary cookies. It is mandatory to procure user consent prior to running these cookies on your website.