fbpx

Πολυπράγμων και πολυτάλαντη, η αρχιτέκτονας-μουσειολόγος Ερατώ Κουτσουδάκη – Γερολύμπου μελετά ενδελεχώς κάθε νέο project, μέσω της κατάδυσης στον πυρήνα του θέματος, σχεδιάζοντας διαδραστικές εκθέσεις που συγκινούν και αφυπνίζουν το κοινό.

Ερατώ Κουτσουδάκη – Γερολύμπου

Στον πυρήνα της δημιουργίας

Κείμενο: Εύη Καλλίνη
Ερατώ Κουτσουδάκη – Γερολύμπου

Γέννημα θρέμμα Αθηναία, με καταγωγικές ρίζες από δύο πολύ μακρινούς μεταξύ τους τόπους, τα Σφακιά της Κρήτης και το Πωγώνι της Ηπείρου, η Ερατώ Κουτσουδάκη σπούδασε αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και μουσειολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. « Έχω την αίσθηση ότι όλα, στην έως τώρα πορεία μου, συνέβαλαν στο να φτάσω να κάνω αυτό που πάντοτε ήθελα να κάνω, πριν καν μπορέσω να το περιγράψω: να φτιάχνω εφήμερα περιβάλλοντα που λένε ιστορίες με έναν κάποιο δομημένο τρόπο» εξομολογείται όταν την ρωτώ, τι ήταν αυτό που ήθελε να κάνει από παιδί. Πώς βρέθηκε από την αρχιτεκτονική στη μουσειολογία; «Όπως όλοι, έπρεπε να κάνω ένα μεταπτυχιακό» εξηγεί, «φωτίζοντας» τον άνθρωπο που λειτούργησε ως μέντορας στη μετέπειτα επιλογή της. «Θα χρωστώ πάντα ευγνωμοσύνη στον δάσκαλό μου της αρχιτεκτονικής, Γιώργο Χαϊδόπουλο, που με συμβούλευσε να μη βιαστώ. Να δώσω λίγα χρόνια στον εαυτό μου εργαζόμενη, ώσπου να δω την πρώτη μου μελέτη υλοποιημένη. Να σταθώ απέναντι και να σκεφτώ, τί μου έκανε και τί όχι από το ταξίδι αυτό. Η αρχιτεκτονική κτιρίων, λοιπόν, δεν μου έκανε και ίσως δεν της έκανα και εγώ. Με τη μουσειολογία πάλι ήταν… μοιραίο» αναφέρει χαρακτηριστικά.

Η πρώτη της μουσειολογική μελέτη ήταν το Ιστορικό Μουσείο Αθανασίου Διάκου, στο ομώνυμο χωριό της ορεινής Φωκίδας, πριν καν αποφοιτήσει από τη σχολή στο ΑΠΘ. Ακολούθησαν μερικές μελέτες για αρχαιολογικά μουσεία και στη συνέχεια βρέθηκε στο δρόμο της η βιομηχανική κληρονομιά, μία συνάντηση που υπήρξε κομβική.

Πρώτα επιμελήθηκε το Βιομηχανικό Μουσείο Ερμούπολης, που είχε
ανάγκη επανέκθεσης της σπουδαίας ιστορίας του νησιού. Αυτό ήρθε
μαζί με το Βιωματικό Μουσείο Παραγωγής Σκαγιών, στο μικρό παρακείμενο Σκαγιοποιείο Αναιρούση, το μόνο σωζόμενο του είδους στην Ευρώπη. Ο Αναιρούσης έφερε το Βιομηχανικό Μουσείο Φωταερίου στο Γκάζι. Όπως θυμάται: «Πρώτη φορά έργο στην Αθήνα, μεγάλης κλίμακας και ομάδας, πρώτη φορά στα δύσκολα. Αλλά με πάρα πολύ μεράκι και σκληρή ομαδική δουλειά, το βλέπω ακόμα τώρα, 10 χρόνια μετά και λέω «καλά στέκει!»

Γύρω στο 2013, δύο σημαντικά έργα έρχονται στο γραφείο της. Το πρώτο ήταν το Μουσείο Μαρία Κάλλας για τον Δήμο Αθηναίων, που αισίως, μετά από αρκετές περιπέτειες, ανοίγει τις πόρτες του για το
κοινό το φθινόπωρο του 2023. Το δεύτερο ήταν η μόνιμη έκθεση του Κέντρου Επισκεπτών, που είχε στηθεί κατά τη δημιουργία του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Μεγάλο στοίχημα εκεί η διάδραση, η ευελιξία. Και μεγάλος κέρδος η υψηλή επισκεψιμότητα της έκθεσης. «Αυτό το έργο έχει μεγάλη συνθετική συνάφεια με τη μόνιμη έκθεση που πρόσφατα εγκαινιάστηκε στη Δημοτική Αγορά της Κυψέλης, με μια δεκαετία απόσταση» μας εξηγεί.

Το 2016, εντελώς αναπάντεχα, έρχεται στη ζωή της η Ελευσίνα. Κερδίζει την επιμέλεια μιας έκθεσης για τη βιομηχανική κληρονομιά μιας πόλης που δεν έχει επισκεφθεί ποτέ. Εξ ανάγκης, δοκιμάζεται και στον μουσειολογικό, πλην του μουσειογραφικού, σχεδιασμό και
ανακαλύπτει ότι τη γοητεύει πολύ. Η ίδια αναφέρει: «Η έκθεση «Άνθρωποι+Εργοστάσια» άφησε ανέλπιστα έντονο σημάδι στην τοπική κοινωνία και τη βαθιά αγάπη για έναν τόπο – μυστήριο, δεν είχα όμως ιδέα, τί μας περίμενε λίγα χρόνια μετά… Πάντως η έκθεση αυτή γίνεται η αφορμή για την έκθεση – ορόσημο για τα 160 χρόνια της Ελληνικής Βιομηχανίας, το 160madeInGreece, στην Τεχνόπολη, ένα χρόνο μετά. Όλες οι μεγάλες βιομηχανικές μονάδες της χώρας, τα μεγάλα ιστορικά αρχεία και ιδιωτικές συλλογές, έδωσαν υλικό για μια έκθεση 1.500τμ, που συζητήθηκε ωστόσο πολύ για το δωμάτιο – χρονολόγιο, που με κάνει ακόμα πολύ περήφανη για τον σχεδιασμό του». Αυτή την περίοδο, μας λέει, εργάζεται με μια άξια ομάδα πάνω στη μελέτη του Μουσείου Μεταλλείας – Μεταλλουργίας στο Λαύριο, έργο ορόσημο για τους λάτρεις της βιομηχανικής κληρονομιάς.

Ακολούθησε μια άλλη ενότητα εκθέσεων, αυτή των μονογραφιών ιερών τεράτων της μουσικής και του θεάτρου: Σκαλκώτας πρώτα,
Θεοδωράκης κατόπιν, η πρόσφατη «Μήδεια στην Επίδαυρο», τώρα η Κάλλας, που επιτέλους βρίσκει το σπίτι της στο πρώτο στον κόσμο
μουσείο αφιερωμένο σ’ αυτήν. Δουλεύοντας επάνω στις μονογραφίες πήρε το πολύτιμο μάθημα να ανιχνεύει τον πυρήνα κάθε δημιουργού, του στοιχείου εκείνου που τον έκανε να ξεχωρίσει! «Σχεδόν πάντα, το στοιχείο αυτό είναι η λυσσαλέα, σκληρή δουλειά, δίπλα στο ταλέντο», παραδέχεται.

Η μουσειολογία ασκεί, με την ευρεία έννοια, πολιτική, παίρνει θέση στα πράγματα, διαμορφώνει την κοινή γνώμη. Αυτό είναι πολύ γοητευτικό αλλά έχει και μεγάλη ευθύνη»..

Ερατώ Κουτσουδάκη – Γερολύμπου

Ένα άλλο σημαντικό project ήταν η μεγάλη έκθεση για τα 90 χρόνια του Φράγματος του Μαραθώνα, με το καταπληκτικό Ιστορικό Αρχείο της ΕΥΔΑΠ, η πορεία της οποίας διακόπηκε απότομα από τον κορωνοϊό, αν και είχε πολύ μεγάλη απήχηση στο κοινό. Για τη συγκεκριμένη έκθεση, η Ερατώ Κουτσουδάκη θυμάμαι χαρακτηριστικά: «Δε θα ξεχάσω ποτέ την αγωνία και τη χαρά που έφερε η επιλογή να βάλουμε τρεχούμενο νερό, έναν καταρράκτη μέσα στην έκθεση!».

Την περίοδο 2019-2020 παρακολούθησε ένα εργαστήρι σκηνογραφίας στο Εθνικό Θέατρο, με δασκάλα την Εύα Μανιδάκη, το οποίο ήταν για αυτή «αποκαλυπτικά ανανεωτικό». Ως πολύτιμη περιγράφει και τη γνωριμία της με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό, που ξεκινά στη διάρκεια της πανδημίας, στο πλαίσιο της «2023 Ελευσίς Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης», όταν ο δεύτερος ανέλαβε τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του θεσμού.

Για τις εργασίες της Ελευσίνας θυμάται: «Η εικαστική αφηγηματική
εγκατάσταση «Ελευσίνα + Επανάσταση» θα έχει πάντα πολύ ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Είναι όμως το «Ωμό Μουσείο» που μας έδωσε την ευκαιρία ενός καταπληκτικού, πλούσιου ταξιδιού στο πώς εκθέτουμε την ιστορία μιας πόλης και τη χαρά να φιλοξενούμαστε στο δημοφιλές Μουσείο Μπενάκη, για δεύτερη φορά μετά την έκθεση ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ100. Η τελευταία έφερε τη γνωριμία με την ιστορία της μοναδικής οικογένειας Παπαδοπούλου στην πιο κρίσιμη ιστορική στιγμή της. Ήταν και πάλι η σκληρή δουλειά που τους βοήθησε να ξεχωρίσουν. Κοινό χαρακτηριστικό, που τραβάει πάντοτε την προσοχή μου. Και ένα αρχείο που μέσα του συμπυκνώνεται, όπως και στου Μίκη Θεοδωράκη, όλη η Ελλάδα του 20 ου αιώνα!».

Στο σημείο αυτό της ζητώ να μας περιγράψει τον τρόπο με τον οποίον εργάζεται. Πώς ξεκινά μία νέα επιμέλεια, ποια βήματα ακολουθεί, ποιες δυσκολίες αντιμετωπίζει, πώς τις ξεπερνά. «Ποτέ δεν έχεις το χρόνο που χρειάζεσαι. Συνήθως είναι (πολύ) λιγότερος, κάποτε όμως είναι και πολύ περισσότερος, που είναι εξίσου προβληματικό. Προσαρμόζεσαι. Ξεκινώ ερευνώντας, καταδύομαι στο θέμα αναζητώντας τον πυρήνα του, το παραδειγματικό του ενδιαφέρον. Κατόπιν η σύνθεση είναι μια προσωπική διαδικασία, που πατά πάντα σε ένα οργανωμένο σύστημα εργασίας και σκέψης, το οποίο έχει δομηθεί από τις σπουδές μου και εξελίσσεται εμπλουτιζόμενο από τις συνεργασίες μου με άξιους συναδέλφους σε παραπάνω από είκοσι χρόνια δουλειάς.

Αν ξεχωρίζω μια πρόκληση, δεν το βλέπω εξάλλου πια ως δυσκολία, είναι οι γρήγορες αποφάσεις που καλείσαι να πάρεις επί τόπου στο στήσιμο μιας έκθεσης, το οποίο έχει πάντα ανατροπές. Οι δυσκολίες συνήθως πηγάζουν από την παρουσία στην ομάδα κάποιου, που δεν συντονίζεται με το πνεύμα του έργου και οι χαρές αντλούνται από το ακριβώς αντίθετο: όταν οι εμπλεκόμενοι, συνεργάτες, κατασκευαστές και εργοδότες, καλωσορίζουν και πολλαπλασιάζουν τη σκέψη σου σε κάτι μεγαλύτερο του αρχικού».

Και τι κάνει μία μουσειολογική μελέτη –και κατά επέκταση, μία έκθεση-πετυχημένη, κατά τη γνώμη της; «Το να μπεις μέσα αδιάφορος και να βγεις, αν όχι συγκλονισμένος –που μου έχει συμβεί στην παλιά έκθεση για το Oλοκαύτωμα στο Imperial War Museum στο Λονδίνο-, τουλάχιστον προβληματισμένος, αφυπνισμένος, περίεργος να μάθεις περισσότερα. Εξάλλου η μουσειολογία ασκεί, με την ευρεία έννοια, πολιτική, παίρνει θέση στα πράγματα, διαμορφώνει την κοινή γνώμη. Αυτό είναι πολύ γοητευτικό αλλά έχει και μεγάλη ευθύνη».

Από τις μέχρι σήμερα επιμέλειες και συνεργασίες της, ξεχωρίζει το «Ελευσίνα και Επανάσταση», που περιείχε το ηχοτοπίο της, «Καραϊσκάκιτ!», καθώς και τη συνεργασία με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό. Όπως η ίδια επισημαίνει: «Απελευθερωμένη από τις συμβάσεις των κανόνων του εκθέτειν και με καθοδήγηση από ένα μυαλό λαμπρό (του Μ.Μαρμαρινού), δοκίμασα εργαλεία από τον κόσμο των εικαστικών και του θεάτρου, που εκτίμησα και αγάπησα και έκτοτε αναζητώ να τα εντάσσω στις δουλειές μου».

Εκτός από αρχιτέκτονας και μουσειολόγος, η Ερατώ Κουτσουδάκη – Γερολύμπου, είναι και συγγραφέας του παιδικού βιβλίου «Η Χλόη στην Ελευσίνα». «Η ενασχόληση με τη συγγραφή προέκυψε τυχαία και είναι κάτι ακόμα που – ακριβώς επειδή είναι αποδεσμευμένο από τους επαγγελματικούς περιορισμούς – το αφήνω να με οδηγεί, χωρίς προσδοκίες και πρόγραμμα» μου εξηγεί και αποκαλύπτει, ότι σε λίγους μήνες η Χλόη θα επισκεφθεί… και τον Εθνικό Κήπο. «Και αν είμαστε τυχερές και οι δύο και την αγαπήσουν τα παιδιά, θα πάμε και αλλού!» λέει χαμογελώντας.

Dream project υπάρχει; Τι ονειρεύεται να πετύχει στο μέλλον; «Δεν υπάρχει. Ό,τι έρθει, καλώς να έρθει. Ονειρεύομαι να αισθάνομαι πάντα ότι έχω πολύ μέλλον μπροστά μου, πολλά να μάθω, πολλά να κατακτήσω! Και να μας βρίσκει το μέλλον υγιείς και αγαπημένους, με την οικογένειά μου, τον άντρα μου και τα δύο μας παιδιά, που λατρεύω και ευχαριστώ για την υπομονή τους μ’ εμένα και τα μουσεία».

Φωτογραφίες

Επικοινωνία

kritonos10@gmail.com