
Μια μαγική σκηνική παρουσία, με το σώμα να πάλλεται ακολουθώντας το δοξάρι, με το βιολί αγκαλιά, βυθίζοντάς μας στην απεραντοσύνη της μουσικής.
Αγγίζει την ψυχή μας με το ηχόχρωμα, τις παύσεις και την εκφραστικότητά της. Ξεκινώντας από ένα φτερούγισμα που σταδιακά οδηγεί σε θυελλώδη συναισθήματα γεμάτα «μακρόσυρτους λυγμούς» -όπως θα έγραφε και ο ποιητής Paul Verlaine-, η βιολονίστρια Δανάη Παπαματθαίου Μάτσκε είναι μία από τις πιο ταλαντούχες μουσικούς της νέας γενιάς, με ένα αξιόλογο βιογραφικό και πρώτα βραβεία σε διεθνείς και εθνικούς διαγωνισμούς στο ενεργητικό της, μεταξύ των οποίων: Andrea Postacchini (Ιταλία), Henri Marteau (Γερμανία), Jugend musiziert (Γερμανία), Ένωση Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών για το αλμπουμ BRIDGES. Η καλλιτεχνική της δράση αγκαλιάζει και την εκπαίδευση καθώς διδάσκει στην Ανώτατη Σχολή Μουσικής και Θεάτρου του Αμβούργου ως βοηθός καθηγητή, καθώς και στο Τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. «Δεν μπορώ να φανταστώ το μέλλον μου χωρίς τη μουσική, αλλά και χωρίς την καθοδήγηση νέων ανθρώπων στο μεγάλο αυτό μυστήριο», αναφέρει σχετικά.
Η σκηνική της παρουσία είναι μαγική, με το σώμα να πάλλεται ακολουθώντας το δοξάρι, με το βιολί αγκαλιά, βυθίζοντάς μας στην απεραντοσύνη της μουσικής. Η μοναδική της σχέση με το βιολί αποτυπώνεται στην εντέλεια από τα λόγια του κριτικού κλασικής μουσικής Anthony Tommasini σε ένα άρθρο του στους New York Times, ο οποίος είχε γράψει ότι «η σχέση μεταξύ βιολονίστα και βιολιού μοιάζει με γάμο». «Ακόμη και όσοι δεν έχουμε παντρευτεί, ξέρουμε τις δυσκολίες που συνεπάγεται ένας γάμος. Ο βιολονίστας μαθαίνει από πολύ νωρίς ότι η απειροελάχιστη κίνηση του κορμιού μπορεί να έχει επίδραση στον ήχο ή στην τονική ορθότητα, ενώ υπάρχουν μέρες που αν κάτι πάει στραβά στη μελέτη επηρεάζονται όλες οι υπόλοιπες δραστηριότητες. Το βιολί γίνεται προέκταση του
εαυτού σου και για αυτόν τον λόγο ο κάθε μουσικός βρίσκει διαφορετικές εντελώς εξατομικευμένες λύσεις για να γίνει πιο αποτελεσματική η σχέση του με το όργανο. Ύστερα από τόσα χρόνια έχω καταλήξει ότι το βιολί είναι σαν ένας ευαίσθητος ζωντανός οργανισμός. Ακόμα και η αλλαγή του καιρού έχει επίπτωση στον ήχο του!»
Η Δανάη γεννήθηκε στο Μαρούσι, κόρη του διακεκριμένου πιανίστα και καθηγητή πανεπιστημίου, Ούβε Μάτσκε, και της καθηγήτριας κλασικής κιθάρας, Στέλλας Παπαματθαίου. «Τα πρώτα μαθήματα βιολιού, μαζί με το πρώτο μου βιολί, τα έλαβα ως δώρο γενεθλίων σε ηλικία πέντε ετών από τους γονείς μου. Μέχρι τα δεκατρία μου έκανα ιδιαίτερα μαθήματα βιολιού με τους Μιχάλη Κομμάτη, Nina Volynskaya, Πολύβιο Κοιρανίδη και Βασίλη Παπά». Η νεαρή Δανάη κάνει την πρώτη της εμφάνιση στα έντεκα, με πιανίστα τον πατέρα της, σε συναυλίες στην Ύδρα και στη Σύρο. «Από τότε παίζουμε σταθερά ως ντουέτο, διανύοντας την τρίτη δεκαετία συνεργασίας μας, η οποία χαρακτηρίζεται από οικειότητα και τις αφιλτράριστες εντάσεις που δημιουργεί πάντα η συγγενική σχέση. Το αίσθημα αυτό της αμεσότητας είναι το πλέον καθοριστικό στη μουσική μας συνεργασία. Χωρίς πολλές κουβέντες, σχεδόν ενστικτωδώς, πραγματώνεται η ερμηνευτική διαδικασία, μετουσιώνοντας κοινά βιώματα και συναισθήματα σε καλλιτεχνική πράξη».
Η συγκατάθεση των γονιών της να φοιτήσει στο Κρατικό Ειδικό Μουσικό Γυμνάσιο Schloss Belvedere, στη Βαϊμάρη της Γερμανίας, δεν ήταν ούτε εύκολη ούτε αβίαστη. «Στην απόφαση ρόλο έπαιξε η εμπειρία τους ως μουσικών και εκπαιδευτικών, ο αντιδεοντολογικός και αποσπασματικός χαρακτήρας της μουσικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, και γενικότερα του εκπαιδευτικού συστήματος, που αντί να βοηθά στην ανάπτυξη των ιδιαίτερων ικανοτήτων και δεξιοτήτων των νέων, υψώνει εμπόδια, πολλές φορές ανυπέρβλητα». Τις μακρόχρονες σπουδές στο Schloss Belvedere ακολούθησαν οι σπουδές στο Πανεπιστήμιο Mozarteum του Ζάλτσμπουργκ με τον Igor Ozim και στην Ανώτατη Σχολή Μουσικής και Θεάτρου του Αμβούργου με την Tanja Becker-Bender. «To Mozarteum ήταν και είναι κέντρο διέλευσης σημαντικών μουσικών προσωπικοτήτων, έτσι είχα τη μεγάλη τύχη να συναντήσω σπουδαίους μουσικούς, όπως τον András Schiff, τη Janine Jansen, τα μέλη του Hagen Quartett και τον Ivry Gitlis. Σε αυτό το σημείο, να αναφέρω ότι από μικρή θαυμάζω απεριόριστα τον Λεωνίδα Καβάκο».
Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την πορεία μου πιστεύω πως είναι η αφοσίωση στη μουσική, η σοβαρή μελέτη, η συνεχής προσπάθεια να παραμείνω θετική σε έναν χώρο άκρως ανταγωνιστικό, όπου κυριαρχεί το άγχος της επιβεβαίωσης όχι μέσω του καλλιτεχνικού αποτελέσματος αλλά μέσω της δημοσιότητας. Η πειθαρχημένη εργασία σε συνδυασμό με το ταλέντο, το ψυχικό σθένος και την επιμονή στον στόχο, αλλά και η καλή τύχη, νομίζω είναι και τα σημαντικότερα κοινά χαρακτηριστικά όσων καταφέρνουν να διακριθούν στον διεθνή μουσικό χώρο.
Το 2023 αναγορεύτηκε διδάκτορας του Πανεπιστημίου Μακεδονίας με θέμα «Έλληνες και ελληνικής καταγωγής συνθέτες της διασποράς με συνθετικό έργο μετά το 1950 – Σονάτες για βιολί και πιάνο – Ανάλυση, ερμηνεία και κριτική εκτίμηση της Σονάτας για βιολί και πιάνο του Ντίνου Κωνσταντινίδη και του Boris Papandopulo». Η ίδια σημειώνει: «Θεωρώ υποχρέωσή μου την ερμηνεία και διάδοση έργων Ελλήνων συνθετών, και όποτε αυτό είναι εφικτό προσπαθώ να συμπεριλάβω τέτοια έργα στα προγράμματά μου».
«Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την πορεία μου πιστεύω πως είναι η αφοσίωση στη μουσική, η σοβαρή μελέτη, η συνεχής προσπάθεια να παραμείνω θετική σε έναν χώρο άκρως ανταγωνιστικό, όπου κυριαρχεί το άγχος της επιβεβαίωσης όχι μέσω του καλλιτεχνικού αποτελέσματος αλλά μέσω της δημοσιότητας. Η πειθαρχημένη εργασία σε συνδυασμό με το ταλέντο, το ψυχικό σθένος και την επιμονή στον στόχο, αλλά και η καλή τύχη, νομίζω είναι και τα σημαντικότερα κοινά χαρακτηριστικά όσων καταφέρνουν να διακριθούν στον διεθνή μουσικό χώρο». Έχει εμφανιστεί σε Γερμανία, ΗΠΑ, Κίνα, Ιταλία, Αυστρία, Αλγερία, Ισπανία, Ελβετία, Σλοβενία, Ηνωμένο Βασίλειο, Νορβηγία, Εσθονία, Φινλανδία, Σουηδία, Βόρεια Μακεδονία, Κύπρο, έχοντας συμπράξει ως σολίστ με πολυάριθμες συμφωνικές ορχήστρες. «Το 2ο κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα του Karol Szymanowski, με το οποίο συνέπραξα το 2008 με την ΚΟΑ, εκτός του ότι είναι μαγευτική μουσική, μετατρέπεται σε αληθινό ηχητικό κολοσσό εφόσον ο συνθέτης έχει επιλέξει με μοναδικό και ευφυή τρόπο τη χρήση διπλής διανομής στην ορχήστρα».
Ως σολίστ και ως μέλος σχήματος μουσικής δωματίου έχει παίξει σε σπουδαία διεθνή μουσικά φεστιβάλ και χώρους, όπως: Gewandhaus Λειψίας, Εθνικό Κέντρο Παραστατικών Τεχνών Πεκίνου, Elbphilharmonie Αμβούργου, Festspiele Mecklenburg-Vorpommern, Διεθνές Φεστιβάλ Mendelssohn Αμβούργου, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και Θεσσαλονίκης, Pharos Arts Foundation στη Λευκωσία, Samos Young Artists Festival, Molyvos International Music Festival κ.ά. Όσον αφορά τα μελλοντικά της σχέδια, θα ήθελε οπωσδήποτε να ερμηνεύσει έργα μουσικής δωματίου του Franz Schubert, ενώ για τη σημασία ενός καλού μαέστρου αναφέρει πως «είναι πάντα η ευχή του σολίστ σε κάθε σύμπραξη με ορχήστρα, όπως άλλωστε και αντίστροφα. Πριν την πρώτη πρόβα υπάρχει διεξοδική συζήτηση μεταξύ μαέστρου και σολίστ, όπου χαράσσεται από κοινού η κατευθυντήρια γραμμή της εκτέλεσης ενός έργου. Σε μια καλή συνεργασία η ορχήστρα ακολουθεί τον σολίστ με την υποστήριξη του μαέστρου και όχι το ανάποδο».
Τον Μάιο συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τον εξαίρετο πιανίστα και μουσικό Γιώργο-Εμμανουήλ Λαζαρίδη, σε ένα ρεσιτάλ στο ΜΜΘ με έργα Beethoven και Brahms, χαρίζοντας στους θεατές μια πανδαισία ηχοχρωμάτων. «Η τέχνη του βιολονίστα είναι εσωστρεφής στην πρώτη φάση της μοναχικής απαιτητικής μελέτης και απόδοσης του μουσικού κειμένου προτού γίνει εξωστρεφής στη δεύτερη φάση της παράστασης, είτε σε συνεργασία με κάποια ορχήστρα και έναν μαέστρο είτε με άλλους μουσικούς στη μουσική δωματίου, ακόμη και με το κοινό, καθώς η επίτευξη επικοινωνίας παραμένει σταθερός στόχος και πρόκληση κάθε παράστασης».
Ηχογραφήσεις της Δανάης Παπαματθαίου-Μάτσκε έχουν μεταδοθεί στη γερμανική, ελληνική, σλοβενική και κροατική ραδιοφωνία και τηλεόραση. Στη δισκογραφία της συγκαταλέγονται τα άλμπουμ της IRIDA Classical, Violin Recital (2012) και Σονάτες για βιολί και πιάνο: L. v. Beethoven, C. Debussy και M. Ravel (2014). «Το ζητούμενο είναι πάντα να υπάρξει μεταδοτικότητα και ο κόσμος που παρακολουθεί ένα
ρεσιτάλ να βιώσει τη χαρά που δίνει η ενσυναίσθηση του αισθητικού αποτελέσματος. Ο ερμηνευτής στη διάρκεια της πραγμάτωσης του καλλιτεχνικού έργου πρέπει να έχει μέγιστη συγκέντρωση. Όταν στρέφει το βλέμμα του στο κοινό πρόκειται για μια μηχανική κίνηση που εξυπηρετεί τη διαδικασία της εκτέλεσης και μόνο».
Σύμφωνα με τη Δανάη Παπαματθαίου-Μάτσκε, σε κάθε εποχή κυριαρχεί και διαφορετική αντίληψη, η οποία «εξαρτάται από τη σημασία που δίνει η πολιτεία στον πολιτισμό και στην εξέλιξη της κοινωνίας. Σήμερα το καλλιτεχνικό έργο γίνεται αντιληπτό ως “προϊόν”. Αναπόφευκτα, το “προϊόν” που παράγουν οι κλασικοί δεν είναι ελκυστικό οικονομικά, εφόσον απευθύνεται σε περιορισμένο “αγοραστικό” κοινό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την παρακμή πολλών απαραίτητων θεσμών για να κρατηθεί μια κοινωνία όρθια στο πλαίσιο του ανθρωπισμού και της προόδου, αλλά και τη ραγδαία συρρίκνωση της εκπαίδευσης και όσων επιστημονικών πεδίων έχουν σχέση με τις ανθρωπιστικές σπουδές και τέχνες, οι οποίες δεν παράγουν κερδοφόρα “προϊόντα”. Φυσικό επακόλουθο όλων των παραπάνω είναι ο σταδιακός μαρασμός του πολιτισμού. Οπότε, απαντώντας στην ερώτησή σας, όχι, οι κλασικοί δεν παραμένουν στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος, σε αντίθεση με το εύπεπτο και οικονομικά συμφέρον μουσικό “προϊόν”, το οποίο δεν απαιτεί καλλιεργημένο κοινό ή δαπανηρή εκπαίδευση».
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. This category only includes cookies that ensures basic functionalities and security features of the website. These cookies do not store any personal information.
Any cookies that may not be particularly necessary for the website to function and is used specifically to collect user personal data via analytics, ads, other embedded contents are termed as non-necessary cookies. It is mandatory to procure user consent prior to running these cookies on your website.
