
Η φωτογραφική πρακτική ως απόπειρα αποτύπωσης μιας Ελλάδας σε κίνηση.
Το πρώτο που αντικρίζει κανείς όταν ξεφυλλίζει το The Hunter, The Woman & The Hut, το φωτογραφικό βιβλίο του Γιάννη Μανωλή που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις The Velvet Cell με έδρα το Βερολίνο, είναι μια φράση του Τ.Σ. Έλιοτ: «We shall not cease from exploration and the end of all our exploring will be to arrive when we started and know the place for the first time». Κατευθείαν, λοιπόν, αντιλαμβάνεται κανείς πως στον πυρήνα της καλλιτεχνικής ανησυχίας του Γιάννη φωλιάζει η έννοια της εξερεύνησης. Την τελευταία δεκαετία, μπαίνει με την πρώτη ευκαιρία στο αμάξι παρέα με κάποιον φίλο και συνεργάτη, αποτυπώνει τη ζωή στο περιαστικό περιβάλλον και, λες και είναι στίχος των Στέρεο Νόβα, «στριφογυρίζει σαν μόριο μιας μεγάλης περιπλάνησης».
Απόφοιτος και πλέον καθηγητής του φωτογραφικού εργαστηρίου της Στερέωσης, ο Γιάννης έχει ήδη τέσσερις ατομικές φωτογραφικές εκθέσεις στο ενεργητικό του, μία εκ των οποίων στη Photobiennale 2018. Γοητεύτηκε από τα αναλογικά μέσα στα μετεφηβικά του χρόνια και ξεκίνησε από το κλασικό 35 mm φιλμάκι, καταγράφοντας μανιωδώς την καθημερινότητά του σε ασπρόμαυρο φόντο. Γρήγορα συνειδητοποίησε όμως πως η αφήγησή του έχει ανάγκη τον χρωματικό κορεσμό και προχώρησε στο έγχρωμο φιλμ. Κάνοντας αρχικά ένα σύντομο πέρασμα από το μεσαίο φορμά και τη θρυλική κάμερα Hasselblad (μία από τις πιο χαρακτηριστικές του φωτογραφίες είναι μάλιστα τραβηγμένη με αυτή την κάμερα), βρήκε το τετράγωνο κάδρο πολύ περιοριστικό. Η μόνη πιθανή εξέλιξη ήταν το, κατά πολλούς απαρχαιωμένο αλλά και συνάμα τρομερά γοητευτικό, μεγάλο φορμά. Με άλλα λόγια, η κάμερα που χρησιμοποιεί πλάκα φιλμ 10×12,5 εκατοστά και προσφέρει απείρως καλύτερη ανάλυση από οποιαδήποτε σύγχρονη ψηφιακή μηχανή.
«Το φιλμ ήταν ειλικρινά το εργαλείο που με έκανε να νιώσω φωτογράφος», σημειώνει ο Γιάννης. «Θεωρώ ότι ανέπτυξα τη φωτογραφική μου γλώσσα χάρη σ΄αυτό. Το φιλμ σε ωθεί να σκεφτείς αισθητικά και νοηματικά την εικόνα σου από το πρώτο δευτερόλεπτο. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι δεν έχεις τη δυνατότητα να ελέγξεις το τελικό αποτέλεσμα άμεσα. Με αυτόν τον τρόπο, αναγκάζεσαι να απεμπλακείς συναισθηματικά από την εκάστοτε φωτογραφία». Πέρα από λόγους ευκρίνειας, ο Γιάννης επιλέγει να σταθεί στο κομμάτι της υλικότητας του φιλμ: «Το φιλμ για μένα εξακολουθεί να παραμένει πάρα πολύ σημαντικό εργαλείο γιατί διατηρεί την υλικότητά του, σε μία εποχή που οποιαδήποτε είδος πληροφορίας τείνει να βρίσκεται σε ψηφιακή μορφή». Στο τελευταίο του φωτογραφικό έργο έχει στραφεί στην ψηφιακή φωτογραφία, αλλά δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να επιστρέψει ξανά στο φιλμ μελλοντικά: «O Άλεκ Σοθ, ο μεγάλος φωτογράφος της Magnum, έχει δηλώσει πως το κάθε φωτογραφικό έργο έχει διαφορετικές αφηγηματικές ανάγκες, που μεταφράζονται με διαφορετικούς τρόπους και στο πρακτικό σκέλος, ανάλογα δηλαδή με το μέσο αποτύπωσης. Αυτά τα λόγια συνοψίζουν τη φωτογραφική μου νοοτροπία».
Τα δύο τελευταία χρόνια ο Γιάννης έχει ξεκινήσει να δουλεύει μια νέα θεματική ενότητα με τίτλο Mt. Olympus (The Ballad of the sleeping Gods), η οποία αφορά την ευρύτερη περιοχή του Ολύμπου. Εξηγεί πως από μικρό παιδί η μυθολογία τού κέντριζε έντονα το ενδιαφέρον: «Ένιωθα μια τεράστια περιέργεια να εξερευνήσω τις μυθολογικές αφηγήσεις. Μια αόριστη αίσθηση περιπέτειας κάλυπτε ανέκαθεν αυτούς τους ήρωες, η οποία ενεργοποιούσε τη φαντασία μου. Μολονότι καμία από τις φωτογραφικές ενότητες που έχω εξερευνήσει έως τώρα δεν έχει στον πυρήνα της μια έντονα προσωπική και συναισθηματική παρουσίαση του κόσμου μου, νιώθω ότι πάντα εκκινώ από μια βαθιά εσωτερική ανάγκη», αναφέρει ο Γιάννης Μανωλής.
«Στόχος μου στον Όλυμπο, όπως και στις περισσότερες φωτογραφικές μου απόπειρες, είναι να φτιάξω μια σειρά εικόνων ανοιχτή σε ερμηνείες», δηλώνει ο Γιάννης. «Όχι καταγράφοντας τα γεγονότα που διαδραματίζονται εκεί, αλλά δημιουργώντας έναν κόσμο φαντασιακό, οριακά μεταφυσικό. Για να το πετύχω, προστρέχω στη χρήση φωτιστικών τεχνικών και συμβολισμών, χωρίς όμως να ξεφύγω εξ ολοκλήρου από τη χωρική πραγματικότητα». Ο Γιάννης φροντίζει να αποκτά επαφή με τους ντόπιους κατοίκους και να τους φωτογραφίζει. Παράλληλα, εντάσσει στην αφήγηση κατασκευές, αρχιτεκτονήματα και λεπτομέρειες του τοπίου: «Όλα αυτά τα στοιχεία αποτελούν τα θραύσματα της ιστορίας που φτιάχνω, αλλά και τα βασικά στοιχεία της δικής μου φωτογραφικής γλώσσας. Προσπαθώ έτσι να δημιουργήσω μια συγκεκριμένη ατμόσφαιρα και να δώσω κατεύθυνση στον θεατή ώστε να ακροβατήσει μεταξύ υπαρκτού και μεταφυσικού κόσμου». Η καταγραφική, ντοκιμαντερίστικη προσέγγιση του Γιάννη είναι αυτή που αγκιστρώνει το τελικό αποτέλεσμα στην πραγματικότητα.
Το φιλμ ήταν ειλικρινά το εργαλείο που με έκανε να νιώσω φωτογράφος. Θεωρώ ότι ανέπτυξα τη φωτογραφική μου γλώσσα χάρη σ΄αυτό. Το φιλμ σε ωθεί να σκεφτείς αισθητικά και νοηματικά την εικόνα σου από το πρώτο δευτερόλεπτο. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι δεν έχεις τη δυνατότητα να ελέγξεις το τελικό αποτέλεσμα άμεσα. Με αυτόν τον τρόπο, αναγκάζεσαι να απεμπλακείς συναισθηματικά από την εκάστοτε φωτογραφία.
Στις εξορμήσεις του στις παρυφές του ψηλότερου βουνού της Ελλάδος, ο Γιάννης έχει συναντήσει ανθρώπους ποικίλων θρησκευτικών πεποιθήσεων: «Έχω γνωρίσει ανθρώπους που πιστεύουν στη θεϊκή δύναμη του βουνού και ταξίδεψαν από την άλλη άκρη του κόσμου για να το επισκεφθούν, αλλά και ανθρώπους που απλώς γεννήθηκαν ή βρέθηκαν εκεί. Παρόλα αυτά, η φωτογραφική αυτή εξερεύνηση δεν εστιάζει σε μια ρεαλιστική καταγραφή του λατρευτικού κομματιού οποιασδήποτε θρησκείας». Στο παρελθόν ο Γιάννης είχε διερευνήσει ακόμη πιο στοχευμένα το ζήτημα της πίστης, η οποία «αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής πραγματικότητας». Εντάσσοντας τις εικόνες αυτές στο πορτρέτο της Ελλάδος στα χρόνια μετά την οικονομική κρίση, αποτύπωσε μια χώρα σε μετάβαση και σε μια συνθήκη ρευστότητας.
Μιλώντας για τις καλλιτεχνικές του καταβολές και τις αρχέτυπες εικόνες που έχουν εγγραφεί στη μνήμη του, μας χαρίζει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα απάντηση: «Έχω μια πολύ έντονη ανάμνηση, από ένα βράδυ σε μικρή ηλικία. Καθόμουν στην τηλεόραση καθηλωμένος, παρακολουθώντας ορισμένες ασπρόμαυρες φιγούρες να κινούνται και να βγάζουν μεταλλικούς ήχους. Μου προκαλούσαν έντονη επιθυμία να δω τη συνέχεια της ταινίας, παρότι, λόγω ηλικίας, φοβόμουν αυτό που έβλεπα. Μεγαλώνοντας, έμαθα πως αυτό που είχα δει ήταν σκηνές από Τα πουλιά (1963), το αριστούργημα του Άλφρεντ Χίτσκοκ. Δεν ισχυρίζομαι πως πρόκειται για μια εμπειρία που άλλαξε τον τρόπο σκέψης μου, ούτε πιστεύω πως ήταν η αφορμή που με οδήγησε να ασχοληθώ με τη φωτογραφία. Το συμπέρασμά στο οποίο έχω καταλήξει είναι πως το “καλό σινεμά” σε εγκλωβίζει χωρίς να λογαριάζει ηλικίες. Το ίδιο το κινηματογραφικό βίωμα είναι πολύ σημαντικότερο από τις βαρύγδουπες και απλησίαστες έννοιες τις οποίες χρησιμοποιούμε για να το περιγράψουμε».
Ως μία από τις βασικές κινηματογραφικές του επιρροές αναφέρει τον Ντέιβιντ Λιντς, ο οποίος «χτίζει την αφήγησή του με έναν φωτογραφικό τρόπο παρουσίασης», αλλά και τον Γιώργο Λάνθιμο για το περιβάλλον που πλάθει σε όλες του τις ταινίες. Από τη φιλμογραφία του Λάνθιμου ξεχωρίζει τον Αστακό (2015) γιατί «μέσα σε δέκα λεπτά ο Λάνθιμος με έχει κάνει να πιστέψω ότι ο εξωφρενικός κόσμος που παρουσιάζει έχει πολλά κοινά με τον κόσμο όπου ζω κι εγώ». Αναφέρει επίσης τις Χαμένες αγάπες (2000) του Αλεχάντρο Γκονσάλες Ινιάριτου, «μια δυνατή γροθιά στο στομάχι που την αισθάνεσαι ακόμη και μετά το τέλος της ταινίας, καθώς μας υπενθυμίζει ότι “είμαστε και όλα αυτά που έχουμε χάσει”», σημειώνει χαρακτηριστικά.
«Φωτογραφικά μιλώντας μου αρέσουν πολλά διαφορετικά στυλ αλλά οι πιο έντονες επιρροές μου εντοπίζονται σε φωτογράφους όπως ο Άλεκ Σοθ, ο Τζόελ Στέρνφελντ και η Βανέσα Γουίνσιπ. Λατρεύω την αλληλουχία των εικόνων τους, τον τρόπο που χτίζουν την αφήγησή τους. Προσεγγίζουν τα κάδρα τους με αυστηρότητα, αλλά συγχρόνως ψάχνουν αυτή τη μικρή και καθοριστική λεπτομέρεια που θα προκαλέσει την έκπληξη στον θεατή, συνήθως χωρίς φανταχτερά στοιχεία εντυπωσιασμού αλλά κυρίως μέσα από σημειολογικές αναφορές, κινήσεις και λεπτομέρειες». Ο Γιάννης μνημονεύει επίσης τον Κοσμά Παυλίδη, έναν εξαιρετικό σύγχρονο Έλληνα φωτογράφο, δάσκαλό του στη Στερέωση και πλέον πολύ καλό του φίλο, ως έναν άνθρωπο που του τον επηρέασε βαθιά και του προσέφερε ισχυρό κίνητρο.
Αναφορικά με τα μελλοντικά του σχέδια, το μόνο βέβαιο είναι ότι θα περιλαμβάνουν πολλές εξορμήσεις: «Δεν μου αρέσει να μην έχω καμία απολύτως ιδέα για το τι θα ακολουθήσει. Έχω κάνει μια μικρή έρευνα για τα νησιά της εξορίας στην Ελλάδα. Θα ήθελα να μπορέσω να πω την ιστορία τους μέσω αρχειακού υλικού και εικόνων της σημερινής πραγματικότητας. Μια συμπληρωματική ιδέα είναι η δημιουργία μιας σειράς εικόνων περιπλάνησης στα νησιά των τουρκικών συνόρων. Ενδεχομένως να περάσω στην απέναντι πλευρά για να φωτογραφίσω αυτόν τον υδάτινο κόσμο ως το αόρατο σύνορο δύο πολιτισμών». Για τον Γιάννη Μανωλή τα πάντα είναι θέμα οπτικής: «Επιλέγουμε να βλέπουμε την έννοια του συνόρου ως τη γραμμή διαχωρισμού και όχι ως το βήμα συνένωσης ανθρώπων και πολιτισμών». Η μεγάλη αυτή φωτογραφική περιπέτεια, η οποία έπειτα από τόσα χρόνια έχει γίνει τρόπος ζωής για τον Γιάννη, αποδεικνύει την αρχική του υπόθεση: η περιπλάνηση είναι ο συντομότερος δρόμος προς την αυτογνωσία.
CV
Ο Γιάννης Μανωλής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1995. Το 2016 αποφοίτησε από το Metropolitan College of Thessaloniki School of Architecture BA (Hons), RIBA I, ενώ στη συνέχεια παρακολούθησε σεμινάρια φωτογραφίας στη Stereosis School of Photography. Έχει επιμεληθεί ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, έχοντας επίσης πραγματοποιήσει τέσσερις ατομικές εκθέσεις. Η δουλειά του έχει παρουσιαστεί σε πολλά διαδικτυακά περιοδικά (Kaltblut, Float, Contributor κ.ά.). Έχει συμμετάσχει σε πολυάριθμες ομαδικές εκθέσεις, όπως το Athens Photo Festival το 2018 και το 2022, καθώς και σε σημαντικούς χώρους όπως το MOMus-Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης και το Μουσείο Μπενάκη. To 2018 επιλέχθηκε μεταξύ 277 φωτογράφων για τη μία από τις δύο ατομικές εκθέσεις που οργάνωσε το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο της Photobiennale 2018. Το φωτογραφικό του έργο έχει φιλοξενηθεί στην περιοδεύουσα ομαδική έκθεση του Fotofilmic (Σαν Φρανσίσκο, Βανκούβερ, Σεούλ) το 2019. Το 2022 ο εκδοτικός οίκος The Velvet Cell εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο The Hunter, The Woman & The Hut.
|
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. This category only includes cookies that ensures basic functionalities and security features of the website. These cookies do not store any personal information.
Any cookies that may not be particularly necessary for the website to function and is used specifically to collect user personal data via analytics, ads, other embedded contents are termed as non-necessary cookies. It is mandatory to procure user consent prior to running these cookies on your website.