fbpx

Για τον δραστήριο μαέστρο με τη δυναμική παρουσία στο πόντιουμ, κάθε νέα συνεργασία είναι ένα πεδίο ανίχνευσης και αναγνώρισης και κάθε συναυλία θυμίζει ένα ταξίδι

Βλαδίμηρος Συμεωνίδης

Ο μαέστρος ως πνευματικός καθοδηγητής

Κείμενο: Χρύσα Νάνου || Φωτογραφίες: Αρχείο Βλαδίμηρου Συμεωνίδη
Vladimiros Symeonidis
Vladimiros Symeonidis

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες το όνομα του Βλαδίμηρου Συμεωνίδη φαίνεται να βρίσκεται παντού, σε ένα χάρτη γεμάτο κουκίδες από τις συνεργασίες του με πολυάριθμα μουσικά σύνολα στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Ορχήστρα της Αυστριακής Ραδιοφωνίας, Φιλαρμονική Ορχήστρα της Σόφιας, Παιδική Χορωδία της Βιέννης – Wiener Saengerknaben, Κρατικές Ορχήστρες Αθηνών και Θεσσαλονίκης), την παρουσία του σε θέσεις ευθύνης (διευθυντής της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ το διάστημα 2006- 2011, ιδρυτής και καλλιτεχνικός διευθυντής της Ορχήστρας δωματίου contra tempo), τις ηχογραφήσεις του για την ελληνική και την αυστριακή ραδιοφωνία και τη διεθνή δισκογραφική εταιρία NAXOS. 

Για τον δραστήριο μαέστρο με τη δυναμική παρουσία στο πόντιουμ, κάθε νέα συνεργασία είναι ένα πεδίο ανίχνευσης και αναγνώρισης και κάθε συναυλία θυμίζει ένα ταξίδι. «Ξέρω που θέλω να φτάσω, αλλά δεν γνωρίζω από πριν τι θα συναντήσω στον δρόμο, ούτε είμαι πάντοτε σίγουρος για τη διαδρομή», λέει. «Επιπλέον, σε κάθε νέα συναυλία αισθάνομαι σαν να μου δίδεται μια νέα ευκαιρία να κάνω τα πράγματα καλύτερα από τις προηγούμενες. Αυτό ακούγεται πολύ ενθαρρυντικό και αισιόδοξο, όμως κρύβει και αρκετή αγωνία και άγχος για το αν θα τα καταφέρω».

Ο Βλαδίμηρος Συμεωνίδης είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου Μουσικής και Παραστατικών Τεχνών της Βιέννης (δίπλωμα διεύθυνσης ορχήστρας (mag. artium) από την τάξη του Uros Lajovic και δίπλωμα σύνθεσης (mag. artium) από την τάξη του Erich Urbanner), του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Α.Π.Θ., καθώς και της τάξης ανώτερων θεωρητικών του Χρήστου Σαμαρά. Στον κόσμο της μουσικής οδηγήθηκε από ισχυρή προσωπική επιθυμία, η οποία τον σφράγισε ήδη από παιδί. «Μεγάλωσα στην συνοικία των “Ευαγγελικών” στην Κατερίνη, όπου κάθε απόγευμα αλλά και τις Κυριακές ο ήχος του το εκκλησιαστικού οργάνου της εκκλησίας αντηχούσε σε όλη την γειτονιά. Θυμάμαι να παίζω με τους φίλους μου και την ίδια στιγμή να παρατηρώ και να εντυπωσιάζομαι από τις “παράξενες” αυτές υμνωδίες», λέει. «Κάποια στιγμή, ακούγοντας έναν συμμαθητή μου να παίζει πιάνο ζήτησα από τους γονείς μου να με “γράψουν στο ωδείο”, όπερ και εγένετο».

Περιγράφει κάθε νέα συνεργασία ως μια νέα σχέση, που μάλιστα ακολουθεί τα ίδια στάδια με αυτήν. «Στην αρχή προσπαθούμε να γνωρίσουμε ο ένας τον άλλον. Εκπέμπουμε τα σήματά μας και περιμένουμε ανταπόκριση», εξηγεί. «Το πιο σημαντικό πιστεύω πως είναι να εδραιωθεί μια σχέση εμπιστοσύνης για να μπορέσει μαέστρος και ορχήστρα να επικοινωνήσει επί της ουσίας. Αυτό προσπαθώ από την πρώτη στιγμή. Μιας και κάθε ορχήστρα έχει την δική της προσωπικότητα, προσπαθώ να είμαι όσο μπορώ πιο “ανοιχτός” ώστε να καταφέρω να βρω τον κατάλληλο κώδικα επικοινωνίας. Η μέγιστη πρόκληση πάντοτε είναι να καταφέρω να πείσω τους μουσικούς για τον τρόπο που σκέφτομαι το κάθε έργο που παρουσιάζουμε. Αν δεν καταφέρω να το πετύχω αυτό, η συνεργασία τελειώνει με μια αρκετά “πικρή” γεύση».

Με την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, με την οποία συνεργάζεται πάνω από είκοσι χρόνια, ο Βλαδίμηρος Συμεωνίδης έχει αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς στο πέρασμα των χρόνων. «Γνωρίζω προσωπικά όλους τους μουσικούς, με κάποιους ήμαστε συμμαθητές στο ωδείο, με άλλους κάνω παρέα κλπ. Με γνωρίζουν και τους γνωρίζω πολύ καλά. Είναι η ορχήστρα που νιώθω την μέγιστη οικειότητα. Αυτό με κάνει να νιώθω πολύ χαλαρός και να μπορώ να είμαι παραγωγικός και δημιουργικός στις πρόβες και τις συναυλίες. Με αυτήν την ορχήστρα έχω ζήσει τις πιο δυνατές καλλιτεχνικές μου εμπειρίες. Είναι με λίγα λόγια η μουσική μου οικογένεια». 

Όσο για το ποιος είναι καλός μαέστρος κατά την άποψή του; «Είναι αυτός που κάνει την ορχήστρα να παίζει καλύτερα. Ακούγεται πολύ απλό, αλλά είναι ταυτοχρόνως αρκετά περίπλοκο», απαντάει. «Προϋπόθεση για να συμβεί αυτό είναι να έχει καταφέρει ο μαέστρος να κερδίσει την αποδοχή της ορχήστρας, αλλά και να έχει την ικανότητα να διαχειριστεί αυτήν την αποδοχή. Η μουσική είναι μια πνευματική Τέχνη και καλός μαέστρος είναι αυτός ο οποίος καταφέρνει να λειτουργεί ως πνευματικός καθοδηγητής». 

Αναγνωρίζει ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου εύκολα για να αναδειχθεί ένας μαέστρος στη διεθνή μουσική σκηνή. «Στις μέρες μας ο ανταγωνισμός είναι τεράστιος. Το να αναδειχθεί ένας μαέστρος διεθνώς είναι πιστεύω συνδυασμός πολλών πραγμάτων μαζί με μια μεγάλη δόση τύχης. Όταν λέω τύχη εννοώ τις ευνοϊκές ή όχι συγκυρίες οι οποίες διαδραματίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη μιας καριέρας. Εννοείται πως, το μοναδικό ταλέντο, οι εξαιρετικές μουσικές ικανότητες και η μεγάλη προσωπική ακτινοβολία είναι αυτονόητες και εκ των ων ουκ άνευ προϋποθέσεις για όλα τα παραπάνω».

Μιλώντας για τον ρόλο που παίζει η χώρα καταγωγής ενός καλλιτέχνη στη διαμόρφωση της ταυτότητάς του, ο διακεκριμένος Έλληνας αρχιμουσικός εκτιμά ότι είναι σημαντικός. «Στη μουσική το παρατηρούμε περισσότερο στους συνθέτες παρά στους εκτελεστές. Το “εθνικό συλλογικό υποσυνείδητο” λειτουργεί ως πηγή από την οποία ο συνθέτης αντλεί στοιχεία τα οποία συνδυάζει και επεξεργάζεται σύμφωνα με τον αισθητικό του κώδικά. Αυτά πιστεύω συνεχίζουν να ισχύουν ακόμη και στην σημερινή παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα. Όμως δε θα πρέπει να υποτιμούμε και την σημασία των κοινωνικών καταβολών του καλλιτέχνη , οι οποίες συνδιαμορφώνουν -μαζί με την εκπαίδευση- την κοσμοθεωρία του και επομένως τη στάση του απέναντι στην Τέχνη και την κοινωνία».

Σημαντικό στοιχείο στο έργο του το έντονο ενδιαφέρον για τη σύγχρονη μουσική δημιουργία, το οποίο αποτυπώνεται στις πολυάριθμες (160) παγκόσμιες πρώτες παρουσιάσεις έργων Ελλήνων και ξένων συνθετών. Όπως παρατηρεί άλλωστε ο ίδιος, το κλασικό ρεπερτόριο είναι από τη φύση του ένα δυναμικό φαινόμενο. «Κλασικό θεωρείται ότι έχει καθιερωθεί στην συνείδηση του κοινού», τονίζει. «Με αυτήν την έννοια το κλασικό ρεπερτόριο ανανεώνεται συνεχώς αν και όχι με το ρυθμό που θα επιθυμούσαμε. Σήμερα, έχουν ενταχθεί στο λεγόμενο κλασικό ρεπερτόριο, έργα τα οποία στην εποχή τους δεν ήταν καθόλου αποδεκτά, όπως τα έργα των Α. Webern, του Α. Schoenberg αλλά και του Γ. Ξενάκη και πολλών άλλων. Βέβαια το πλατύ κοινό έχει μείνει προσκολλημένο στην μουσική ως το 1930, αλλά αυτό είναι κάτι που αλλάζει σταδιακά ιδίως στις μεγάλες ευρωπαϊκές μουσικές Μητροπόλεις».

Από το 2019 ο Βλαδίμηρος Συμεωνίδης υπηρετεί ως Επίκουρος Καθηγητής Διεύθυνσης Μουσικών Συνόλων στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Α.Π.Θ., ενώ παράλληλα διδάσκει διεύθυνση ορχήστρας στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης. «Η διδασκαλία αποτελεί για εμένα ένα αναπόσπαστο κομμάτι της καλλιτεχνικής μου υπόστασης. Διδάσκω όλα αυτά τα χρόνια παράλληλα με την καλλιτεχνική μου δραστηριότητα», εξηγεί. «Αυτό που έχω συνειδητοποιήσει, είναι πως η διδασκαλία διεύρυνε τους πνευματικούς μου ορίζοντες σε βαθμό που δεν θα μπορούσα να είχα προβλέψει. Ανακαλώντας το δικό μου σπουδαστικό παρελθόν, νιώθω τυχερός για τους δασκάλους που είχα και με τον ίδιο τρόπο προσπαθώ να συνεχίσω αυτήν την εκπαιδευτική “ροή” προς τους δικούς μου μαθητές. Η διδασκαλία είναι τεράστια ευθύνη αλλά και μεγάλη ευλογία. Η επαφή με νέους ανθρώπους που νιώθουν αγάπη και πάθος για τη μουσική αποτελεί για μένα μια συνεχή πηγή χαράς και συνειδητοποίησης του αέναου κύκλου της ζωής».

πληροφορίες

επικοινωνία

vladsym@gmail.com

Εικόνες