
Η εξωστρέφεια και η επιτυχία του ελληνικού σινεμά στο εξωτερικό δεν έχει φέρει μόνο δικαίωση στους δημιουργούς, αλλά έχει προκαλέσει και αμηχανία σε ένα σύστημα που παράγει καλλιτέχνες αναγκασμένους να περιοριστούν σε μικρό όγκο έργου
Η Στέλλα Σερέφογλου ακολουθεί έναν απαιτητικό και πολυσύνθετο καλλιτεχνικό δρόμο, κινούμενη στο τετράπτυχο παιδαγωγική-θέατρο-διαφήμιση-κινηματογράφος. Το παλμαρέ της μάλιστα, γίνεται ακόμη πιο εντυπωσιακό αν αναλογιστεί κανείς πως η ενασχόλησή της με τη τέχνη ξεκίνησε από τον χορό. Έχοντας θητεύσει δίπλα στη φημισμένη Βίκυ Μαραγκοπούλου, η Στέλλα Σερέφογλου συμμετείχε σε πολλές παραστάσεις διακεκριμένων χορογράφων στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Από το 2019, η Στέλλα συνεργάζεται με το Εθνικό Θέατρο, διδάσκοντας θεατρική αγωγή σε παιδιά και εφήβους. Έναν χρόνο νωρίτερα, το 2018, η βρεφική παράσταση Αβγώ, βασισμένη σε μια ιδέα δική της και του Αντώνη Παπαθεοδούλου, ανέβηκε στη Μουσική Βιβλιοθήκη «Λίλιαν Βουδούρη» (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών), συνεχίζοντας την πορεία της μέχρι και σήμερα. Την ίδια χρονιά, πραγματοποίησε και το σκηνοθετικό της ντεμπούτο με την ταινία μικρού μήκους Μία, στην οποία πρωταγωνιστεί η Ξένια Καλογεροπούλου. Με ποιους τρόπους, όμως, λειτουργεί αυτό το πλούσιο ψηφιδωτό από διαφορετικές καλλιτεχνικές ιδιότητες;
«Όταν σκηνοθετείς μια ταινία, δημιουργείς έναν καινούργιο κόσμο, από την αρχή, όπου συνεργάζεσαι με άλλους ανθρώπους. Έτσι, άτομα από “διαφορετικές συχνότητες” συναντιούνται και όλα μαζί –ευλαβικά μα ταυτόχρονα εκρηκτικά– εργάζονται προς την επιθυμητή κατεύθυνση, δημιουργώντας ένα νέο σύμπαν, περίπου σαν αυτό που είχε ο δημιουργός στο μυαλό του από πολύ νωρίτερα. Όταν διδάσκεις, η τάξη ως χώρος, ο δάσκαλος και οι μαθητές συνυπάρχουν. Κι ενώ ο καθένας είναι πομπός ενός ξεχωριστού κόσμου, όλοι μαζί πλάθουν κάτι καινούργιο, που σε πρώτη ανάγνωση δημιουργεί την αίσθηση ότι διαρκεί όσο ένα μάθημα. Ωστόσο, αν η ομάδα είναι δεμένη (ο ενήλικας της υπόθεσης επωμίζεται ακέραια αυτή την ευθύνη), ο κόσμος αυτός δεν παύει να υφίσταται μετά το μάθημα. Οπότε, και στις δύο περιπτώσεις έχω την ευθύνη, αλλά και την ηθική ικανοποίηση, να οδηγήσω την ομάδα στην πηγή από την οποία θα αντλήσουμε και θα αξιοποιήσουμε τα υλικά που χρειάζονται για να δημιουργηθούν αυτοί οι νέοι κόσμοι. Νομίζω, όμως, πως η λίστα με τους τρόπους που αλληλοσυμπληρώνονται αυτές οι δύο ιδιότητες μέσα μου είναι μεγαλύτερη. Υπάρχουν, δηλαδή, κι άλλες ποιότητες που λειτουργούν αλληλοϋποστηρικτικά: η φαντασία, η φροντίδα, η εσωτερική και εξωτερική πειθαρχία, η παρατηρητικότητα, η διάθεση για παιχνίδι και διερεύνηση, το όραμα κ.ά. Φυσικά, για να αναδειχθεί η μία ιδιότητα πρέπει η άλλη να υποχωρήσει, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να καταπιεστεί ή να καταργηθεί».
Η Στέλλα Σερέφογλου είναι η ζωντανή εξαίρεση στον κανόνα που θέλει την τέχνη να μη βρίσκει τη θέση που της αναλογεί στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Κι όπως μας εξηγεί, το συνολικό τοπίο στη χώρα μας έχει ανάγκη από πολλές αλλαγές, κυρίως όμως από μια ολότελα διαφορετική νοοτροπία και αντίληψη. «Δεν ξέρω αν μπορώ να πω κάτι καινούργιο, κάτι που να μην έχει ειπωθεί ήδη. Οπότε θα δώσω τη δική μου οπτική, μέσα από τη δική μου εμπειρία. Με τον κινηματογράφο άρχισα να ασχολούμαι, ως θεατής πάντα, από τα εφηβικά μου χρόνια, δηλαδή σε μια ηλικία που ήδη είχε διαμορφωθεί αρκετά ο χαρακτήρας μου. Ως παιδί, όμως, είχα την τύχη να έρθω από νωρίς σε επαφή με την τέχνη, μαθαίνοντας πιάνο, αλλά κυρίως κάνοντας κλασικό και σύγχρονο χορό για πολλά χρόνια. Η ενασχόληση αυτή, με αρκετά εντατικούς ρυθμούς, με έχει καθορίσει. Αν δεν είχα έρθει από τόσο νωρίς σε επαφή με την τέχνη, πιθανότατα να μην την αναζητούσα τόσο», αναφέρει αρχικά.
«Βέβαια, για να μην παρεξηγηθώ, η ενασχόληση των παιδιών με την τέχνη δεν πρέπει να έχει χαρακτήρα εκκόλαψης μελλοντικών καλλιτεχνών. Όμως, επειδή η τέχνη έχει τη δύναμη να μεταμορφώσει έναν άνθρωπο και να διαμορφώσει το ήθος, την αισθητική και την αντίληψή του, οφείλει να έχει κυρίαρχο ρόλο στο εκπαιδευτικό σύστημα. Δυστυχώς, όμως, συμβαίνει το αντίθετο. Είναι ευλογία και ιδιαίτερα συγκινητικό να βλέπεις μεμονωμένες, σχεδόν ηρωικές, προσπάθειες εκπαιδευτικών που εργάζονται ενάντια στην τάση της εποχής, αλλά αυτό από μόνο του δεν αρκεί. Τα καλλιτεχνικά μαθήματα θα έπρεπε να θεωρούνται και να αντιμετωπίζονται ως η ουσιαστικότερη επένδυση για τον σχηματισμό ικανών, ευσυνείδητων, ευαίσθητων και ώριμων πολιτών. Αυτό που με εντυπωσίασε στο Cinekid Film Festival, όπου συμμετείχα με την ταινία μου, είναι ότι ήρθα αντιμέτωπη με άγνωστες διαστάσεις και δυνατότητες (θεσμική στήριξη, παιδαγωγικό όραμα, κοινωνικό ενδιαφέρον) όχι μόνο του παιδικού θεάματος, αλλά και της κινηματογραφικής εκπαίδευσης ενηλίκων και παιδιών. Τα οφέλη είναι αμέτρητα και το εκπαιδευτικό μας σύστημα θα μπορούσε να παραδειγματιστεί, αλλά και να υιοθετήσει αντίστοιχες πρακτικές», καταλήγει σχετικά.
Η δεύτερη μικρού μήκους ταινία της Στέλλας Σερέφογλου, με τίτλο Το πέταγμα του πιγκουίνου, θα πραγματοποιήσει την πρεμιέρα της στο 45ο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας. Στο επίκεντρο της πλοκής συναντούμε την Έλλη, μια μοναχική έφηβη που περνά τις καλοκαιρινές διακοπές αποκομμένη από τους πάντες και τα πάντα, ενώ οι γονείς της βρίσκονται στα πρόθυρα του οριστικού χωρισμού. Η γάτα της, η Μόλλυ, είναι η μοναδική της συντροφιά, κι όταν εξαφανιστεί από προσώπου γης, η Έλλη θα βυθιστεί σε μια περιπλάνηση ενηλικίωσης και αυτογνωσίας. Στον τίτλο της ταινίας, όπως είναι φανερό, κυριαρχεί ένα όμορφο παράδοξο, καθώς οι πιγκουίνοι είναι από τα λίγα πουλιά που δεν πετούν. Αυτομάτως, λοιπόν, αναδύεται μια υποδόρια αλληγορία για τη μεταμορφωτική διαδικασία της ενηλικίωσης, που μας φέρνει αντιμέτωπους με θαμμένα τραύματα και ανομολόγητες φοβίες.
«Ο τίτλος της ταινίας προέκυψε από μια πληροφορία που βρήκα, η οποία μου άρεσε πολύ. Η χάρη και η ομορφιά των πιγκουίνων αποκτά ξαφνικά κάτι το τραγικό, που μας υπενθυμίζει για ακόμη μια φορά ότι δεν υπάρχει ομορφιά χωρίς οδύνη. Έτσι, το παράδοξο και η αντίθεση που χαρακτηρίζουν τον τίτλο συνδέονται άμεσα με την ιστορία της 13χρονης Έλλης, που διανύει μια δύσκολη περίοδο λόγω ηλικιακής φάσης και οικογενειακής συγκυρίας. Η ενηλικίωση εμπεριέχει ματαιώσεις, συγκρούσεις, υπαρξιακές αγωνίες και άπειρες δυσκολίες. Το αν θα αποκτήσει και χαρακτήρα απελευθερωτικό εξαρτάται από τον καθένα ξεχωριστά, από τον βαθμό συμφιλίωσης με τον εαυτό του και τα κοντινά του πρόσωπα, καθώς και από τον βαθμό αποδοχής αλλά και προσαρμογής του σε κάθε νέα συνθήκη. Τότε, πράγματι, θα είμαστε σε θέση να μιλήσουμε για το πέταγμα του πιγκουίνου».
Στην ελληνική κινηματογραφική πραγματικότητα, το πέρασμα από τη μικρού μήκους στη μεγάλου μήκους ταινία αποδεικνύεται πολύ συχνά απροσπέλαστο και ανέφικτο, καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολο τον επαγγελματικό αυτοπροσδιορισμό (αλλά και την αυτάρκεια) κάθε πρωτόπειρου σκηνοθέτη. Η ίδια απαντά σχετικά: «Δεν είναι καθόλου εύκολο το πέρασμα από τη μικρή φόρμα στη μεγάλη γιατί αλλάζει η κλίμακα, συνεπώς και οι απαιτήσεις. Το να σκηνοθετεί κανείς μικρού μήκους ταινίες δεν σημαίνει ότι θα καταφέρει να σκηνοθετήσει και μεγάλου μήκους. Συχνά όμως, οι μικρού μήκους, πέρα από τη γοητεία και την έλξη που ασκούν, αντιμετωπίζονται και ως επένδυση. Πρωτίστως ψυχική και οικονομική, αλλά τελικά αμιγώς καλλιτεχνική. Όπως ξέρουμε, όμως, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που θα καθορίσουν το πέρασμα από το ένα είδος στο άλλο και ο βαθμός πολυπλοκότητας και δυσκολίας είναι υψηλός. Σκηνοθετώντας τη μικρή Γιασεμή (σημ: πρωταγωνίστρια της ταινίας Το πέταγμα του πιγκουίνου), είδα να πραγματοποιούνται δύο επιθυμίες μου. Αφενός, να διηγηθώ μια σύντομη και απλή ιστορία με πρωταγωνίστρια μια έφηβη. Αφετέρου, να δοκιμαστώ στη μικρή φόρμα, προετοιμάζοντας το έδαφος για κάτι πιο εξωστρεφές, τόσο ως ιστορία όσο και ως παραγωγη», αναφέρει σχετικα, για να προσθέσει αμέσως μετά: «Όσο για τον τίτλο που θα δώσει κάποιος για να περιγράψει επαγγελματικά το ποιος είναι, εξαρτάται από τον ίδιο τον άνθρωπο, τον βαθμό σύνδεσης και εμπλοκής με την τέχνη του, ενδεχομένως τις οικονομικές απολαβές από αυτό και, φυσικά, από το ίδιο το έργο. Προσωπικά, εφόσον θέτετε το ερώτημα, δεν αυτοπροσδιορίζομαι επαγγελματικά ως σκηνοθέτης κινηματογράφου γιατί δεν πιστεύω πως έχω το αντίστοιχο έργο, ούτε και βιοπορίζομαι από αυτή τη δραστηριότητα. Στη δική μου περίπτωση, υπάρχει επαγγελματικά η ιδιότητα του σκηνοθέτη, αλλά κυρίως στον τομέα της διαφήμισης και του βρεφικού θεάτρου, με το οποίο ασχολούμαι παράλληλα τα τελευταία χρόνια».
Πολυπράγμων και πολυσχιδής, η Στέλλα Σερέφογλου έχει πολλά συναρπαστικά πλάνα στα σκαριά. Το νέο της θεατρικό έργο, με τίτλο Ωπ, που απευθύνεται σε παιδιά προσχολικής ηλικίας, θα ανέβει στο θεατρικό σανίδι τον Φεβρουάριο του 2023. Παράλληλα, θα κινηθεί σε διπλό κινηματογραφικό ταμπλό. Από τη μια, η μεγάλου μήκους ταινία Τέττιξ, που έχει λάβει έγκριση από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, στο πλαίσιο του προγράμματος Πρώτη Ταινία-Γραφή. Από την άλλη, η μικρού μήκους ταινία Δέκα ή έντεκα, που συγκαταλέγεται στα οκτώ πρότζετ που επιλέχθηκαν για το εργαστήρι του Torino Short Film Market / Word-Frame Greece. Φυσικά, μια μόνιμη πηγή προβληματισμού για τις ελληνικές ταινίες που διαπρέπουν στο εξωτερικό εντοπίζεται στην ισχυρή πιθανότητα να μη βρουν ποτέ τον δρόμο προς τις ελληνικές αίθουσες και το εγχώριο κοινό. Οι αιτίες αυτού του δυσάρεστου φαινομένου είναι πολυπαραγοντικές, όπως μας διευκρινίζει η Στέλλα Σερέφογλου.
«Νομίζω πως πρόκειται για έναν συνδυασμό πολλών πραγμάτων και δεν είναι εύστοχο να ρίξουμε την ευθύνη σε ένα συγκεκριμένο κομμάτι της διαδικασίας. Μια καλή ταινία ενδέχεται να βρει τον δρόμο και το κοινό της, έστω και ετεροχρονισμένα. Αυτό όμως δεν είναι απάντηση σε ό,τι συμβαίνει, ούτε υπάρχει η διάθεση για παθητική προσαρμογή σε ένα σύστημα που ούτως ή άλλως χρήζει βελτιώσεων, οι οποίες αφορούν, όμως, όλες τις πλευρές. Η εξωστρέφεια και η επιτυχία του ελληνικού σινεμά στο εξωτερικό δεν έχει φέρει μόνο δικαίωση στους δημιουργούς, αλλά έχει προκαλέσει και αμηχανία σε ένα σύστημα που παράγει καλλιτέχνες αναγκασμένους να περιοριστούν σε μικρό ὀγκο έργου. Επομένως, η αφετηρία πρέπει να είναι διαφορετική και βασική προϋπόθεση για να συμβεί κάτι τέτοιο είναι να επικρατήσει το αυτονόητο: να αντιμετωπιστεί ο κινηματογράφος όχι μόνο ως προϊόν πολιτισμού, αλλά και ως ουσιαστική οικονομική επένδυση».
stellaserefoglou@gmail.com
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. This category only includes cookies that ensures basic functionalities and security features of the website. These cookies do not store any personal information.
Any cookies that may not be particularly necessary for the website to function and is used specifically to collect user personal data via analytics, ads, other embedded contents are termed as non-necessary cookies. It is mandatory to procure user consent prior to running these cookies on your website.