fbpx

H καλλιτέχνιδα προσδίδει συλλογικό νόημα σε θραύσματα ιστοριών της οικογένειάς της.

Νικόλ Οικονομίδου

Ζωγραφική αναδίφηση στη μνήμη και την ταυτότητα

Κείμενο: Aλεξάνδρα Κοροξενίδη
Νικόλ Οικονομίδου

H δουλειά της Νικόλ Οικονομίδου (Νέα Υόρκη, 1992) περιστρέφεται γύρω από την ιστορία της οικογένειάς της, τη μετανάστευση του προπάππου, των παππούδων και των γονιών της σε διαφορετικές χώρες του κόσμου προς αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος. Το έργο της βασίζεται σε αναμνήσεις, ιστορίες και οικογενειακά αρχεία (κυρίως επιστολές, καρτ ποστάλ και φωτογραφιες με οικογενειακά στιγμιότυπα) που ανακάλυψε κατά τη μετακόμισή της στην Ελλάδα μετά τις μεταπτυχιακές σπουδές στο πεδίο των Καλών Τεχνών, στο Parsons της Νέας Υόρκης, στη διάρκεια μιας προσωπικής ενδοσκόπησης την περίοδο της πανδημίας.

Η καλλιτέχνιδα μεταπλάθει τις εικόνες αυτές σε μια ζωγραφική γλώσσα που αποπνέει την αίσθηση ενός προσωπικού αλλά ταυτόχρονα συλλογικού ταξιδιού, της συνεχόμενης αναζήτησης μιας καταγωγής και ενός «ανήκειν». Τα έργα της επεκτείνονται από το ειδικό στο γενικό, εγείροντας ερωτήματα σχετικά με την ελληνική ταυτότητα και τα πολιτισμικά στερεότυπα. Επιπλέον, εξυμνούν τους οικογενειακούς δεσμούς, τη σημασία της κοινότητας, αλλά και τις αξίες που αντανακλά ο καθημερινός βίος.

Μέσα από όψεις της παρελθοντικής καθημερινότητας της οικογένειάς της, οι οποίες αναδύονται ημισβησμένες μέσα από ζωγραφισμένες λέξεις και φράσεις, η δουλειά της Οικονομίδου εκπέμπει τον απόηχο της ζωής των Ελλήνων μεταναστών και του ξεριζωμού από τον γενέθλιο τόπο. Ο θεατής ακολουθεί μια διαδρομή εσωτερικής φύσης, όπου ο χρόνος διαστέλλεται και η έννοια του τόπου μεταφράζεται συχνά με μελαγχολία αλλά και περιέργεια, ως ένας ρευστός και ενδιάμεσος χώρος που αχνοφέγγει ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία ή την επιθυμία. Τα στρώματα της ιστορίας συναντούν τα στρώματα της μνήμης και του φαντασιακού, προσδιορίζοντας το ένα το άλλο, ενώ ο ζωγραφικός χώρος οπτικοποιεί αυτόν τον ιδεατό και άυλο τόπο της μνήμης.

Η έννοια της κατοικίας ως εννοιολογικού, βιωμένου ή φανταστικού πυλώνα «μετακινείται» μαζί με τα όνειρα και τις προσδοκίες των ανθρώπων που αλλάζουν τόπο διαμονής, που έρχονται και φεύγουν. Ως αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, η κατοικία μεταμορφώνεται σε ό,τι φέρει και διασώζει ο καθένας από εμάς μέσα του. Στην ατομική έκθεση του 2023, με τον χαρακτηριστικό τίτλο Illusions of home, as a memory (Ενθύμιο από το Πάσχα), (φράση-δάνειο από το βιβλίο The Lure of the Local [1997] της Lucy R. Lippard), η Νικόλ Οικονομίδου διερευνά την έννοια του μη-τόπου, που υπάρχει πλέον μόνο ως απουσία και ως ίχνος της μετανάστευσης.

Ένας τέτοιος τόπος είναι το σπίτι που ξεκίνησαν να χτίζουν οι γονείς της όταν επέστρεψαν στην Αθήνα, το οποίο έμελλε να μείνει ανολοκλήρωτο καθότι αποφάσισαν να φύγουν εκ νέου από την Ελλάδα λόγω της οικονομικής κρίσης. «Το κτίριο στέκει τώρα άδειο αλλά συγχρόνως γεμάτο νοήματα, σαν το μόνιμο σύμβολο ενός χρέους που δεν μοιάζει πιθανό να εξοφληθεί. Στην κάτοψη αυτού του σπιτιού τοποθέτησα μια διαφάνεια, με μια οικογενειακή φωτογραφία από το Πάσχα του 1969 στη Νέα Υόρκη. Είναι μια εικόνα με τους παππούδες και τη μητέρα μου, και μέσα από αυτό το πάντρεμα προσπάθησα να αποτυπώσω την κοινή εμπειρία τριών γενεών – την κοινή τους αναζήτηση για έναν τρόπο να γυρίσουν “σπίτι”, είτε αυτό είναι πραγματικό είτε επινοημένο». Πρόκειται για τη σειρά έργων Dream House (2022), που μεταξύ άλλων περιλαμβάνει ένθετες εικόνες σε σχέδια ή κατόψεις του αρχαιολογικού χώρου της Ακρόπολης. Με αυτόν τον τρόπο, δύο διαφορετικές όψεις της ελληνικής ιστορίας έρχονται σε επαφή, αλλά και σε αντιθετική αντιπαραβολή μεταξύ τους, αποτυπώνοντας ταυτόχρονα την ανάγκη για ένα σταθερό σημείο αναφοράς. Αυτή ακριβώς τη σταθερή βάση συμβολίζει το  αντικειμενικό, δομημένο αρχιτεκτονικό σχέδιο.

Σε ολόκληρο το φάσμα του έργου της Οικονομίδου λανθάνει αυτή η διπλή υπόσταση της σταθερότητας και της αστάθειας, της μετακίνησης και της μονιμότητας, του δυνατού και του εύθραυστου, του πραγματικού και του φανταστικού, του τετριμμένου και του μνημειακού. «Αυτό το ενδιάμεσο, το μεταξύ, είναι κάτι που συνεχώς διερευνώ στη δουλειά μου γιατί καθρεφτίζει τη δική μου εμπειρία τού ανήκειν». Η εμπειρία αυτή τη συνοδεύει παντού, από τη σχέση της με την Αμερική μέχρι τον δεσμό που νιώθει με τον τόπο της μακρινής καταγωγής της, που δεν είναι άλλος από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία. Κάπως έτσι, η πραγματικότητα μοιάζει διαφεύγουσα, χαμένη πίσω από τις επιστρώσεις του χρόνου, της φθοράς, της μνήμης. 

Αυτό το ενδιάμεσο, το μεταξύ, είναι κάτι που συνεχώς διερευνώ στη δουλειά μου γιατί καθρεφτίζει τη δική μου εμπειρία τού ανήκειν.

Νικόλ Οικονομίδου

Η σειρά Easter in Brooklyn (Πάσχα στο Μπρούκλιν, 2022), με τυπώματα οικογενειακών φωτογραφιών σε μαξιλάρια, εκφράζει αυτή την απροσδιόριστη πραγματικότητα. Το μαξιλάρι είναι η επιφάνεια προβολής του υποσυνείδητου, όπως και το κινητό αντικείμενο μιας «οικοσυσκευής» που μεταφέρεται από τόπο σε τόπο. «Ως αντικείμενο άρρηκτα συνδεδεμένο με το όνειρο και τη μνήμη, ένα μέρος όπου οι εικόνες και οι εμπειρίες αναμειγνύονται, το μαξιλάρι μετατρέπεται σε έναν μη-τόπο, σαν τα επινοημένα σπίτια που περιγράφονται στη θεωρία του Μισέλ Φουκώ για τους ετεροτοπικούς χώρους».

Ο μη-τόπος γεννά την ανάγκη της μονιμότητας, η οποία παίρνει τη μορφή μιας σχεδόν υπαρξιακής ανάγκης για διασύνδεση με το παρελθόν στο έργο της Οικονομίδου, μιας βαθιάς επιθυμίας για την ανασύστασή του στη μνήμη, που ελαφραίνει την αίσθηση του πρόσκαιρου και της απώλειας. Για παράδειγμα, στη ζωγραφική εγκατάσταση Birthday Blue (2024) που εντάσσεται στην ατομική έκθεση Sunday Afternoon, η Οικονομίδου αποτυπώνει ζωγραφικά μια φωτογραφία γενεθλίων της μητέρας της σε ηλικία πέντε ετών σε δώδεκα καμβάδες, οικειοποιούμενη τη διαδικασία εμφάνισης ενός φωτογραφικού φιλμ. Η Οικονομίδου μεταβάλλει τον τόνο του μπλε κάθε φορά ώστε από έργο σε έργο η εικόνα να γίνεται όλο και πιο θολή, πυροδοτώντας μια πορεία διπλής κατεύθυνσης: από τη μνήμη στη λήθη και αντίστροφα. Μέσα από την επανάληψη, το στιγμιαίο της φωτογραφίας αποκτά διάρκεια και εγγράφεται στη μνήμη. Κατ’ επέκταση, οι φωτογραφίες λειτουργούν ως ένα ταξίδι στον χώρο, συνδέοντας το τότε με το τώρα.

Η Οικονομίδου αναπλάθει τις χαμένες αυτές διαδρομές χρησιμοποιώντας συχνά έντονα χρώματα, τα οποία αντανακλούν τη διάθεση του εκάστοτε έργου. Οι καρτ ποστάλ και οικογενειακές φωτογραφίες που έστελνε η γιαγιά της από την Αμερική τη δεκαετία του 1960 στους συγγενείς της αποτελούν βασικό μοτίβο στο έργο της, απεικονίζοντας χαρακτηριστικές σκηνές στο οικογενειακό εστιατόριο όπως το μέτρημα των εισπράξεων στο τέλος της εβδομάδας. Με το ενδιαφέρον της να επικεντρώνεται σταθερά σε οτιδήποτε κρυφό, κρυμμένο ή ξεχασμένο, δίνει έμφαση στο πίσω μέρος των καρτ ποστάλ, το οποίο περιλαμβάνει επεξηγηματικές φράσεις όπως «εδώ είναι η κουζίνα του μαγαζιού», ενίοτε και τη σφραγίδα ποιότητας της Kodak. Μιμούμενη το γραφικό χαρακτήρα της γιαγιάς της, η Οικονομίδου αναπαράγει αυτές τις εικόνες σε ζωγραφικά έργα. Η καλλιτέχνιδα προσδίδει στις απλές αυτές φράσεις τη σημασία μιας επιγραφής, ενώ παράλληλα στήνει τα τελάρα της πάνω σε αντικείμενα που σχετίζονται με το θέμα, όπως δύο τενεκέδες φέτας (Sunday Afternoon 2024). Το έργο γίνεται κατά κάποιον τρόπο ένα δομικό στοιχείο, σύμφυτο δηλαδή με το ταξίδι. «Το έργο που τοποθετείται σε αυτά τα αντικείμενα κουβαλάει το βάρος της μνήμης και του ενθυμίου, αποκτώντας πολύπλευρες διαστάσεις».

Ως δίγλωσσo παιδί μεταναστών, η Οικονομίδου πραγματεύεται επίσης τη  γραφή ως επικοινωνία, ως καταγωγή αλλά και ως μετάδοση γνώσης σε ορισμένα από τα ζωγραφικά της έργα (2022), τα οποία θυμίζουν θυμίζουν κάρτες εκμάθησης γλώσσας σε παιδιά, με την εικόνα να οπτικοποιεί τη λέξη και τη λέξη να γίνεται ένα υβρίδιο αγγλικών και ελληνικών: mappa για τη σφουγγαρίστρα, freeza για τον καταψύκτη.  «Για μένα, τα γράμματα μετατρέπονται σε ζωγραφική χειρονομία, ενώ ο πίνακας αποκτά πολιτισμικά χαρακτηριστικά και συνδέεται με έναν συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, έναν “τόπο”. Η γλώσσα λειτουργεί ως μεταφορικό μέσο, που συνδέει το έργο μου με την Ελλάδα». Μια σειρά έργων (2019-2020), που παραπέμπουν στον Cy Twombly, συνδυάζουν τη γραφή με τυπώματα που απεικονίζουν φωτογραφίες με αρχαιότητες ή αρχαιολογικές ανασκαφές, φέρνοντας έτσι στο προσκήνιο την πρόσληψη της ελληνικής αρχαιότητας σε σχέση με την ελληνική ταυτότητα στη νεότερη ιστορία. Η Οικονομίδου αμφισβητεί επίσης τη συμβατική και ρηχή κατανόηση της ελληνικής κλασικής αρχαιότητας από τους πολιτισμικούς φορείς σε διεθνή κλίμακα. «Μέσα από το έργο μου θέλησα να επαναδιεκδικήσω τη δική μου μυθολογία, με σκοπό την ενδυνάμωση και την προσωπική έκφραση».

Η Οικονομίδου διερευνά το ερώτημα του ανήκειν, επιζητώντας να ανακαλύψει τις όψεις μιας πολύπλευρης, διαπολιτισμικής ταυτότητας. Το παλμαρέ της περιλαμβάνει το βραβείο Hopper (2024), καθώς και πολυάριθμες υποτροφίες και διακρίσεις, ενώ έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Επιπλέον, έχει πραγματοποιήσει ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα (CallirrhoëGallery, Αθήνα) και έχει επιμεληθεί εκθέσεις στις ΗΠΑ.

Φωτογραφίες

Ακολουθήστε την Νικόλ Οικονομίδου
Website 
Επικοινωνία
economidesnicole@gmail.com