fbpx

Όταν φωτογραφίζω ανθρώπους δεν φωτογραφίζω πρόσωπα, αλλά τις ψυχές τους

Λάμπρος Καζάν

Φωτογραφικό πάθος

Κείμενο: Εύα Κουσιοπούλου
Λάμπρος Καζάν

Για τον Θεσσαλονικιό Λάμπρο Καζάν στη φωτογραφία χρειάζεται κανείς να έχει δύο βασικά συστατικά: την τεχνική και την αισθητική. «Η τεχνική μπορεί να διδαχθεί και μάλιστα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Η αισθητική όμως δεν μπορεί να διδαχθεί. Η αισθητική καλλιεργείται από όσα έχουμε διαβάσει, την μουσική που έχουμε ακούσει, τις ταινίες που έχουμε δει, από τα πράγματα που έχουμε ζήσει, από τα ταξίδια μας, από τους ανθρώπους που έχουμε γνωρίσει. Η αισθητική μας είναι αυτό που είμαστε». «Οι μόνες απαραίτητες προϋποθέσεις πέρα από το ταλέντο για να κάνει κανείς τέχνη είναι το πάθος, η αγάπη και η αφοσίωση προς αυτήν. Και αυτά δεν μαθαίνονται σε καμιά σχολή» τονίζει, επιμένοντας χρόνια τώρα να ακολουθεί τη δική του δημιουργική πορεία.

Οι παλιές, ασπρόμαυρες φωτογραφίες του παππού του ήταν η πρώτη του επαφή με τη φωτογραφία. «Τη φωτογραφία τη γνώρισα από το σεντούκι του παππού, με τις παλιές ασπρόμαυρες εικόνες από τα ταξίδια του και από την Πόλη που ήταν η καταγωγή του. Πρώτη φορά πήρα κάμερα στα χέρια μου στα 12 μου. Και άρχισα να “σκηνοθετώ”, δουλεύοντας σε Α/Μ φιλμ» τονίζει. Ο μεγάλος έρωτας με τη φωτογραφική τέχνη, ωστόσο, ξεκίνησε από ένα ταξίδι στην Αυστραλία, όπου και έβγαλε γύρω στα πενήντα 36ρια φιλμ, πάνω από 1500 φωτογραφίες, μέσα σε δυόμιση εβδομάδες. «Πόλεις, βουνά, ακτές, τοπία, ακόμη και αεροφωτογραφίες από ανοιχτό διθέσιο ultra light αεροπλάνο. Από εκείνο το ταξίδι και μετά, ήξερα πως θα ασχοληθώ με την φωτογραφία στο μέλλον» λέει ο ίδιος.

Επαγγελματικά άρχισε να ασχολείται μερικά χρόνια αργότερα, με ψηφιακές πλέον full frame cameras. «Οι σπουδές πάνω στην πληροφορική και η αγάπη για την τεχνολογία όχι μόνο έκανε πάρα πολύ εύκολη την μετάβαση στον ψηφιακό κόσμο της φωτογραφίας, αλλά με έκανε να λατρέψω τη φωτογραφία ακόμη περισσότερο» δηλώνει.

Ασχολείται ιδιαίτερα με τα πορτραίτα και την ταξιδιωτική φωτογραφία όλα τα χρόνια της δημιουργικής του πορείας, όμως αυτό που κάνει τις φωτογραφίες του να ξεχωρίζουν είναι, όπως λέει, ότι φωτογραφίζει τις ψυχές τους. «Για μένα η λέξη κλειδί στο πορτραίτο είναι η λέξη “Εμπιστοσύνη”. Όταν φωτογραφίζω ανθρώπους δεν φωτογραφίζω πρόσωπα, αλλά τις ψυχές τους. Και για να το κάνει κανείς αυτό, πρέπει να μπορεί να εμπνεύσει την εμπιστοσύνη τους. Όταν γίνει αυτό, τότε η εικόνα απλώς κάνει την δουλειά της, αποτυπώνει δηλαδή αυτό που βλέπω εγώ ο ίδιος. Για αυτόν που ξέρει να εμβαθύνει σε πρόσωπα και ανθρώπους, μπορεί να το κάνει ακόμη και μέσα από μια φωτογραφία και μάλιστα με τόση λεπτομέρεια, που ίσως και να μπορεί να διαβάσει ακόμη και τις σκέψεις τους την στιγμή της φωτογράφησης. Όλα αποτυπώνονται με σαφήνεια στις φωτογραφίες» επισημαίνει.

«Πριν από πολλά χρόνια καθόμουν με τις ώρες κοιτάζοντας φωτογραφίες από διαφορετικά μέρη του κόσμου, κάτι που ήταν σαν ένα παράθυρο για μένα, ήταν το οξυγόνο μου. “Ταξίδευα” μέσα από αυτές. H αγάπη μου για την ταξιδιωτική φωτογραφία είναι μέρος της ανάγκης μου να ταξιδεύω. Της ανάγκης να χορτάσουν τα μάτια μου» τονίζει.

Για τον ίδιο «την ταξιδιωτική φωτογραφία δεν μπορείς να την βαρεθείς, κάθε ταξίδι είναι διαφορετικό, τα βλέπεις όλα για πρώτη φορά. Το ίδιο και στο πορτραίτο. Δεν θα βαρεθώ ποτέ να κάνω πορτραίτα, γιατί κάθε άνθρωπος που φωτογραφίζω είναι σαν να επισκέπτομαι και μια διαφορετική πόλη!».

Μάλιστα, μία από τις πιο πρόσφατες δουλειές του ήταν όταν βρέθηκε στη Λειψία για να φωτογραφίσει τους μουσικούς της σπουδαίας Sächsische Bläserphilharmonie, μερικούς από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες της κλασικής μουσικής. Η Λειψία είναι μια πόλη με παράδοση αιώνων στην μουσική. Εκεί έζησαν και εργάστηκαν παγκοσμίου φήμης μουσικοί όπως ο Μπαχ, ο Βάγκνερ, ο Μέντελσον και ο Σούμαν. «Ήταν μια εμπειρία φανταστική αλλά ταυτόχρονα και μια μεγάλη πρόκληση. 32 πορτραίτα έπρεπε να γίνουν σε μόνο μια μέρα. Είχα στην διάθεσή μου μόνο επτά λεπτά για τον καθένα από τους ιδιαίτερους καλλιτέχνες. Μέσα σε αυτά τα επτά λεπτά, έπρεπε να κερδίσω την εμπιστοσύνη τους, να τους φέρω στην ψυχική διάθεση που ήθελα και να αποτυπώσω το χιούμορ τους αλλά και ένα κομμάτι της ψυχή τους στις φωτογραφίες μου».

Η Θεσσαλονίκη, η πόλη όπου ζει και εργάζεται, έχει μία ιδιαίτερη θέση στην καρδιά του γιατί περπατώντας καταλήγεις εύκολα στη θάλασσα, τη βρέχει η θάλασσα. Όπως λέει ο ίδιος «Τη λατρεύω τη Θεσσαλονίκη. Νομίζω όμως πως μου αρέσουν όλες οι πόλεις που είναι δίπλα στην θάλασσα. Αυτό είναι και το θέμα που μου αρέσει περισσότερο από όλα να φωτογραφίζω: Η θάλασσα. Αυτή που ποτέ δεν βαριέται να αλλάζει χρώματα για να μας κάνει να την αγαπάμε».

Για μένα η λέξη κλειδί στο πορτραίτο είναι η λέξη “Εμπιστοσύνη”. Όταν φωτογραφίζω ανθρώπους δεν φωτογραφίζω πρόσωπα, αλλά τις ψυχές τους. Και για να το κάνει κανείς αυτό, πρέπει να μπορεί να εμπνεύσει την εμπιστοσύνη τους. Όταν γίνει αυτό, τότε η εικόνα απλώς κάνει την δουλειά της, αποτυπώνει δηλαδή αυτό που βλέπω εγώ ο ίδιος.

Λάμπρος Καζάν

Η συζήτηση πηγαίνει στις ταραγμένες μέρες που διανύουμε μετά την πανδημική κρίση, τον πόλεμο στην Ουκρανία, το προσφυγικό, τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Στην ερώτηση αν σκέφτηκε ποτέ να ακολουθήσει τα μονοπάτια του φωτορεπορτάζ ή αν βρέθηκε ποτέ στον πειρασμό να σηκώσει κάμερα μπροστά σε ένα συμβάν απαντά πως αναρωτιέται καθημερινά, μήπως τελικά το φωτορεπορτάζ είναι το μόνο είδος φωτογραφίας που ίσως να μπορεί και “αλλάξει” τον κόσμο. «Ξέρω όμως βαθιά μέσα μου πως μόνο η ομορφιά μπορεί να σώσει τον κόσμο. Πως ο κόσμος αλλάζει εκ των έσω. Η καταγραφή αυτών των γεγονότων είναι ένα πράγμα ιερό, αλλά ίσως είναι κάτι που μπορεί να κάνει σχεδόν ο οποιοσδήποτε. Το πραγματικά δύσκολο είναι να μπορείς να δεις την ομορφιά εκεί που κανείς άλλος δεν μπορεί» λέει.

Η τέχνη της φωτογραφίας εξελίσσεται διαρκώς και για τον Λάμπρο Καζάν αυτό που μετρά σήμερα είναι να υπάρχει ένα κομμάτι του σε κάθε φωτογραφία που βγάζει. «Ένα από τα βασικά πράγματα που μεταβάλλουν την αισθητική της τέχνης της φωτογραφίας μέσα στον χρόνο αποτελεί το “μέσο επαφής” με τον θεατή. Στην δεκαετία του ‘80 είχαν ρωτήσει τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι γιατί η νέα γενιά δεν αποθεώνει τους ηθοποιούς όπως παλαιότερα. Τους απάντησε πως στο σινεμά, το πανί ήταν τεράστιο και οι ηθοποιοί έμοιαζαν σαν θεοί. Με την τηλεόραση οι ηθοποιοί έγιναν μια σταλιά στα μάτια του κόσμου.

Στις μέρες μας η φωτογραφία “καταναλώνεται” κυρίως σε συσκευές 5- 6 ιντσών των οποίων η απόδοση των χρωμάτων διαφέρει σημαντικά. Σε μια έκθεση φωτογραφίας ένα πορτραίτο εκτυπωμένο σε 2 μέτρα ύψος, φωτισμένο σωστά, μπορεί να γεννήσει στον θεατή διαφορετικά συναισθήματα από αυτά που δημιουργεί η ίδια εικόνα εάν προβληθεί σε κινητό τηλέφωνο» τονίζει.

«Σε κάθε μορφή τέχνης, αυτό που μετράει περισσότερο από όλα είναι η ιστορία που έχει  κάποιος να πει. Για μένα το πιο σημαντικό είναι το να υπάρχει ένα κομμάτι του εαυτού μου σε κάθε μια από τις φωτογραφίες μου. Όταν δεν θα είμαι πια εδώ, ο θεατής να συνεχίσει να ανακαλύπτει συνεχώς καινούργια πράγματα μέσα τους, να “θρέφεται” από αυτές» καταλήγει.

Η τεχνολογία τα τελευταία χρόνια έκανε πολλούς να νομίζουν πως μπορούν να φωτογραφίσουν τα πάντα ή και τους εαυτούς τους ως επαγγελματίες. Ήδη οι εκθέσεις με φωτογραφίες τραβηγμένες με κινητό είναι ίσως ξεπερασμένες, όμως ο ίδιος είναι κατηγορηματικός: δε θέλει να μπει κανένα όριο στην τέχνη της φωτογραφίας. «Όταν μπαίνουν “όρια” και “κανόνες” τότε η τέχνη φεύγει από το παράθυρο. Λατρεύω την τεχνολογία και την εξέλιξη. Παρακολουθώ τα πάντα σε καθημερινό επίπεδο. Αλίμονο εάν δεν υπήρχε εξέλιξη στην φωτογραφία γιατί τότε θα φωτογραφίζαμε ακόμη σε δαγκεροτυπίες. Όταν γεννήθηκε η φωτογραφία, οι ζωγράφοι της εποχής αντέδρασαν λέγοντας πως η φωτογραφία δεν είναι ‘τέχνη’, από την στιγμή που δεν κοπιάζει κανείς για να την δημιουργήσει. Ζωγράφοι εξακολουθούν υπάρχουν και σήμερα.

Στις μέρες μας κάποιοι φωτογράφοι φοβούνται τις δυνατότητες του Αrtificial Intelligence και των προγραμμάτων Text to Image. Η αξία ενός έργου τέχνης καθορίζεται από την  μοναδικότητα του και το πόσο συνεχίζει να αγγίζει τις ψυχές των ανθρώπων μέσα στον χρόνο. Με άλλα λόγια, κάθε καινούργια τεχνολογία δεν αποτελεί παρά ένα ακόμη εργαλείο, όπως το μολύβι. Στις μέρες όλοι έχουν μολύβια στα σπίτια τους. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είναι όλοι είναι συγγραφείς ή ποιητές» επισημαίνει.

Πώς βιώνουν όμως οι φωτογράφοι, για τους οποίους η κάμερα αποτελεί την πένα τους, την εμπειρία να βλέπουν κάτι αξιοσημείωτο χωρίς να το φωτογραφίζουν; Θυμάται το ταξίδι του στη Σιγκαπούρη πριν από καιρό με έναν καλό φίλο και εξαιρετικό συνάδελφο, για να
φωτογραφίσουν την πόλη. «Το τελευταίο βράδυ, είχα εξασφαλίσει μια πολύ δυσεύρετη και ακριβή θέση στο roof garden ενός γνωστού ξενοδοχείου με απίστευτη θέα -όλη η πόλη στο πιάτο. Μόλις φτάσαμε, ο φίλος μου άρχισε με λαχτάρα να φωτογραφίζει με δύο κάμερες ταυτόχρονα. Εγώ δεν έβγαλα τις κάμερες μου την πρώτη ώρα. Ο φίλος μου με ρώτησε απορημένος γιατί δεν φωτογραφίζω. Του απάντησα είναι τόσο όμορφο αυτό που βλέπω που θέλω να το χαρώ με τα μάτια μου. Ο φακός, μπορεί να περιμένει» λέει χαμογελώντας.

Φωτογραφίες