
Κάνω ταινίες με ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα, που ελπίζω να φέρουν κάτι από την αγάπη που τρέφω για τον κοινωνικό ρεαλισμό και το νεορεαλισμό
Δύο αδέλφια, ένα ξόρκι, πληγωμένα τοπία κι ένα αναπόφευκτο φευγιό. Πρόκειται για μια ιστορία μετανάστευσης ή για το χρονικό μιας εξαφάνισης; Αυτό είναι το tagline της νέας μικρού μήκους ταινίας της Άρτεμις Αναστασιάδου Το Βανκούβερ που έκανε πρεμιέρα στο 44ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας. Βλέποντας, ωστόσο, την ταινία κι έχοντας κανείς στο μυαλό του, την προηγούμενη ταινία της Αναστασιάδου I Am Mackenzie, όπου ένα αγοροκόριτσο από το επαρχιακό Τέξας κάνει σεξ για πρώτη φορά στο φορτηγάκι του πατέρα του, ανακαλύπτει πως τα θέματα που την απασχολούν έχουν κοινό άξονα: «Στις ταινίες μου προσπαθώ να προσεγγίσω ιστορίες γυναικών κατά βάση, με μια προσπάθεια να κατανοήσω σε βάθος τους χαρακτήρες, την ψυχολογία τους, τα τραύματά τους και πώς αυτά διαμορφώνονται από τον οικογενειακό και τον κοινωνικό περίγυρο. Ταινίες με ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα, που ελπίζω να φέρουν κάτι από την αγάπη που τρέφω για τον κοινωνικό ρεαλισμό και το νεορεαλισμό».
H Άρτεμις Ανστασιάδου σπούδασε θέατρο στην Καλών Τεχνών του ΑΠΘ και σκηνοθεσία κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Όστιν. Η ταινία της, Calling, τιμήθηκε με βραβείο από το Austin Film Society και επιλέχθηκε ως μία από τις καλύτερες μικρού μήκους του Τέξας. Το I am Mackenzie, κέρδισε το βραβείο της καλύτερης μικρού μήκους του Τέξας στο SXSW 2019, και το βραβείο Τώνια Μαρκετάκη στο Φεστιβάλ της Δράμας. Προβλήθηκε σε πάνω από 100 διεθνή φεστιβάλ, αναμεσά τους και τα BFI και POFF Black Nights. Έχει διδάξει κινηματογράφο στα Πανεπιστήμια του Τέξας και του Μιζούρι. Από το 2020 διδάσκει σινεμά στο Αμερικάνικο Κολλέγιο (Deree).
«Η σχέση μου με το σινεμά», λέει η ίδια, «ξεκίνησε από την πρώτη μέρα που μπήκα σε κινηματογραφική αίθουσα, στη δευτέρα δημοτικού! Από τότε η αγάπη για αυτό το μέσο όλο και δυναμώνει. Έπειτα οι ρετροσπεκτίβες στο Ολύμπιον (μεγάλωσα και σπούδασα Θεσσαλονίκη), τα VHS από το AZA Video Cinema Club, το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και οι Νύχτες Πρεμιέρας (εβδομαδιαία ταξίδια στην Αθήνα κάθε Σεπτέμβρη), με έφεραν σε επαφή με μεγάλους του είδους αλλά και με ό,τι πιο φρέσκο είχε να αναδείξει η διεθνής σκηνή. Εργάστηκα ως μοντέζ για πάνω από μια δεκαετία σε ταινίες, σίριαλ και πολλά ντοκιμαντέρ, μέχρι που έκανα την πρώτη μου ταινία το 2013. Ήταν δική μου ανεξάρτητη αυτοσχέδια παραγωγή, που έκανα με τη συνεργασία πολλών αγαπημένων φίλων. Αυτή η ταινία άνοιξε τον ασκό. Έπειτα έφυγα με υποτροφία Αμερική, και έκανα μεταπτυχιακό στη σκηνοθεσία. Εκεί γύρισα τις περισσότερες μικρού μου μήκους. Το Βανκούβερ είναι η πρώτη μου ταινία μετά την επιστροφή στην Ελλάδα».
Πώς αποφάσισε να την κάνει στην Ελλάδα και τι την οδήγησε σ αυτήν την ιστορία; «Η πρώτη γραφή του σεναρίου έγινε τον Οκτώβρη του 2018. Μόλις είχα μετακομίσει από το Τέξας, όπου είχα αρχίσει να φτιάχνω ένα κύκλο συνεργατών, στο Μιζούρι των ΗΠΑ. Η αίσθηση που είχα ως ξένη στο Μιζούρι, και το γεγονός ότι ήδη έλειπα αρκετά χρόνια από την Ελλάδα είχε αρχίσει να φυτεύει τους σπόρους της “μετανάστριας” μέσα μου: το αίσθημα ότι δεν ανήκω σε καμία από τις δύο χώρες, το αίσθημα του μετέωρου και της “α-ορατότητας” αν μου επιτρέπετε αυτή τη λέξη. Έπειτα θυμήθηκα τα παιδιά που είχα γνωρίσει όταν ήμουν μικρή, που μεγάλωναν με παππούδες γιατί οι γονείς τους είχαν φύγει το ‘60-’70 στη Γερμανία. Κάπως έτσι γεννήθηκε η ανάγκη να φτιάξω μια ιστορία που να εξερευνά τι γίνεται στη ψυχή ενός μικρού κοριτσιού, όταν πρέπει να πει αντίο στον πιο αγαπημένο της άνθρωπο, στην προκειμένη, τον αδελφό της. Προέκυψε λοιπόν η ιδέα της “εξαφάνισης” ενός ανθρώπου από το φυσικό του τοπίο όταν μεταναστεύει, η οποία και αποκρυσταλλώθηκε όταν ανακάλυψα το μύθο της Λάμιας του Μπρινιά, για την περιοχή του πρώην λιγνιτωρυχείου στο Αλιβέρι, όπου διαδραματίζεται η ταινία». Πώς θα ήθελε να νιώσει ο θεατής μετά την ταινία; «Η ταινία τελειώνει με την αρχή ενός νέου κεφαλαίου ζωής για την ηρωίδα, μια ενηλικίωση χωρίς τον άνθρωπο που αγαπά περισσότερο στον κόσμο. Αν μπορεί να βρει κοινά συναισθήματα ο κόσμος με αυτό το μικρό εγκαταλελειμμένο κορίτσι, θα είμαι ευχαριστημένη».
Ρωτάμε την Αναστασιάδου σε τι φάση πιστεύει πως βρίσκεται σήμερα το ελληνικό σινεμά. Παραμένει μια δύσκολη… ασχολία; «Η επαγγελματική απασχόληση με την τέχνη γενικότερα στην Ελλάδα είναι μια δύσκολη υπόθεση και συνήθως φέρει και ένα ταξικό πρόσημο», απαντάει. «Τι τέχνη οραματιζόμαστε ως πολιτεία είναι μια σημαντική ερώτηση. Θέλουμε η τέχνη να φτάνει σε όλο το λαό; Θέλουμε να γίνεται από το λαό; Πολλά μπορούν να γίνουν στο πλαίσιο του Υπουργείου Πολιτισμού και του Υπουργείου Παιδείας αν υπάρχει όραμα κι αγάπη για την τέχνη και την ελεύθερη έκφραση. Όσον αφορά στο ελληνικό σινεμά, αυτό από μόνο του αναγεννιέται συνεχώς, χάρη στη μούρλα και το δονκιχωτισμό των Ελλήνων κινηματογραφιστών. Ευτυχώς υπάρχει και αυτό το είδος ανθρώπων στις κοινωνίες, που δεν υπολογίζει τίποτα μπροστά στο πάθος για δημιουργία κι ομορφιά».
Στο νέο μετα-πανδημικό σκηνικό η… οικιακή κατανάλωση σινεμά θα επηρεάσει τον τρόπο της δημιουργίας; «Υπάρχει περίπτωση να επηρεάσει αρκετά τη νέα γενιά, που μεγαλώνει βλέποντας ταινίες κατά βάση στο διαδίκτυο και είναι πιο εξοικειωμένη με αφηγηματικές φόρμες, ρυθμούς και αισθητική ιντερνέτ. Αλλά δεν υπάρχει μόνο ένας τρόπος να πούμε ιστορίες με εικόνα και λόγο, όποτε νομίζω ότι θα ξεπηδήσουν νέα στιλ, όπως στα 90ς που είχαμε τη μεγάλη επιρροή του MTV, χωρίς να κινδυνεύσει το σινεμά από πλήρη μετάλλαξη»!
odiporosfilms@gmail.com
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. This category only includes cookies that ensures basic functionalities and security features of the website. These cookies do not store any personal information.
Any cookies that may not be particularly necessary for the website to function and is used specifically to collect user personal data via analytics, ads, other embedded contents are termed as non-necessary cookies. It is mandatory to procure user consent prior to running these cookies on your website.