fbpx

Όταν με το καλό μπορέσουμε και πάλι να βρεθούμε σε κοινό χώρο, χωρίς φόβο, πιστεύω ότι θα ανακαλύψουμε εκ νέου, και με ενθουσιασμό, την αξία της συλλογικής εμπειρίας.

Δημήτρης Πολυχρονιάδης

Η γοητεία του εφήμερου

Κείμενο: Χρύσσα Νάνου | Φωτογραφείες: Αρχείο Δημήτρη Πολυχρονιάδη
Δημήτρης Πολυχρονιάδης

Πώς διαχειρίζεται ένας άνθρωπος του θεάτρου και των εικαστικών τις ακυρωμένες πρεμιέρες, τα παγωμένα καλλιτεχνικά πρότζεκτ, τις παραγωγές που αναβάλλονται η μία πίσω από την άλλη; Ο Θεσσαλονικιός αρχιτέκτονας, σκηνογράφος και εικαστικός Δημήτρης Πολυχρονιάδης προτίμησε να εστιάσει στην προσωπική εικαστική του παραγωγή, η οποία λειτουργεί, όπως λέει, «ως δημιουργική, ψυχοθεραπευτική διαφυγή».

«Το χειρότερο είναι πως ελάχιστα πράγματα δείχνουν να βρίσκονται στα σκαριά για το άμεσο μέλλον», παρατηρεί. «Ο κόσμος του θεάτρου μπήκε απότομα σε βαθιά κατάψυξη. Δυσκολεύομαι να εντοπίσω οποιεσδήποτε θετικές αλλαγές. Η πανδημία χτύπησε το θέατρο ακριβώς στον πυρήνα της ύπαρξής του: μας απαγόρευσε να αναπνέουμε σε έναν κοινό χώρο, χωρίς να νιώθουμε φόβο. Παράλληλα, προκάλεσε και εξακολουθεί να προκαλεί τεράστια οικονομική ζημιά, η οποία βαθαίνει μέρα με την ημέρα. Φοβάμαι ότι θα περάσει πολύς χρόνος ωσότου να επουλωθεί το τραύμα. Να σημειώσουμε πως η δια νόμου μέγιστη πληρότητα του 30% στέλνει de facto στα αζήτητα πάνω από τα μισά θέατρα της Αθήνας, εκείνα που έχουν 200 ή λιγότερες θέσεις. Ποτέ το θέατρο δεν ήταν μαθημένο σε περίσσεια χρημάτων, όμως είναι από τους κλάδους που έχουν στηριχθεί το λιγότερο (έως και ελάχιστα) από την Πολιτεία, σε αυτή την πρωτοφανή συνθήκη».

Ως σκηνογράφος, είχε πολλές συνεργασίες ως σκηνογράφος με το Εθνικό Θέατρο, τη Λυρική Σκηνή, το Φεστιβάλ Αθηνών, το ΚΘΒΕ και το Θέατρο Τέχνης -ανάμεσά τους και το εμβληματικό Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε του Λουίτζι Πιραντέλο, που ανέβηκε από το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μαυρίκιου για δύο σεζόν (2018-2019). Ο Δημήτρης Πολυχρονιάδης παρατηρεί με περιέργεια αλλά και αρκετές επιφυλάξεις τη λύση των online θεαμάτων στην οποία στράφηκαν καλλιτέχνες και σχήματα ανά τον κόσμο λόγω Covid-19. «Ελπίζω και πιστεύω ότι είναι μια προσωρινή προσαρμογή. Υπάρχει, φυσικά, και η προοπτική της συνέχειας. Το θέατρο έχει αποδείξει ότι δεν φοβάται την τεχνολογία, την ενσωματώνει. Ενδεχομένως να προκύψουν νέα υβρίδια που θα οφείλουν να παρουσιάζονται on-line, λόγω της δομής και της σύλληψής τους», τονίζει. Την ίδια στιγμή, όμως, πιστεύει ότι τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη φυσική παρουσία θεατών στις αίθουσες. «Όταν με το καλό μπορέσουμε και πάλι να βρεθούμε σε κοινό χώρο, χωρίς φόβο, πιστεύω ότι θα ανακαλύψουμε εκ νέου, και με ενθουσιασμό, την αξία της συλλογικής εμπειρίας. Τη δια ζώσης απόλαυση μιας παράστασης, μιας ταινίας ή μιας συναυλίας».

Το πολυδιάστατο έργο του τον φέρνει ξανά και ξανά απέναντι στην έννοια του χρόνου. Ως αρχιτέκτονας, έρχεται αντιμέτωπος με την εσωτερική ανάγκη να δημιουργεί έργα που να αντέξουν, ενώ ως σκηνογράφος είναι υποχρεωμένος να συμφιλιωθεί με το προδιαγεγραμμένο τέλος. «Ποτέ μου δεν κατάφερα να οργανωθώ με άξονα κάποιους μεγάλους, μακροπρόθεσμους “στόχους ζωής”. Υπό αυτή την έννοια, ίσως η εφήμερη φύση της σκηνογραφίας μού ταιριάζει περισσότερο από την αρχιτεκτονική. Οι δυο τους μοιάζουν πολύ ως προς τη διαδικασία, αλλά διαφέρουν ως προς τον χρόνο. Επίσης, η αρχιτεκτονική δομεί τον πραγματικό κόσμο, ενώ η σκηνογραφία στήνει το υπόστρωμα πάνω στο οποίο θα εκτυλιχτεί ένα «παραμύθι» ως διεισδυτικός καθρέφτης της ψυχής. Για την έννοια του χρόνου ο Άλμπερτ Αϊνστάιν είχε γράψει σε μια επιστολή του: “Για εμάς τους φυσικούς, η διάκριση μεταξύ του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος δεν είναι παρά μόνο μια πεισματικά επίμονη ψευδαίσθηση”».

Στα projects του ο Δημήτρης Πολυχρονιάδης προσεγγίζει συχνά με ανατρεπτική διάθεση την ιδέα των μεγεθών, τοποθετώντας το μικρό απέναντι στο μεγάλο. «Η πολύ μεγάλη κλίμακα απέναντι σε μια μοναχική ανθρώπινη φιγούρα υπαινίσσεται την ευθραυστότητα της ανθρώπινης φύσης. Υπάρχουν φαινόμενα τα οποία αδυνατούμε να συλλάβουμε ή να αντιμετωπίσουμε, όπως για παράδειγμα τα αδάμαστα κατακλυσμιαία στοιχεία της φύσης, η ιλιγγιώδης πρόοδος της τεχνολογίας ή ακόμη και τα ίδια μας τα συναισθήματα», λέει χαρακτηριστικά.

Η Θεσσαλονίκη, η γενέτειρα πόλη του, από την οποία έφυγε πριν από χρόνια για να ζήσει και να δουλέψει στην Αθήνα, είναι «θαλπωρή», όπως σημειώνει. Είναι «η παιδική ηλικία, τα εφηβικά και τα πρώτα νεανικά χρόνια. Σαν μια αναπαυτική πολυθρόνα δίπλα σ’ ένα ζεστό τζάκι. Δεν μπορείς να μείνεις για πάντα καθισμένος εκεί, αλλά πάντα την ονειρεύεσαι, πάντα επιστρέφεις σε αυτήν».

Ποιος είναι

Ο Δημήτρης Πολυχρονιάδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1975. Ζει κι εργάζεται στην Αθήνα. Είναι διπλωματούχος Αρχιτέκτονας της Σχολής του Greenwich (BΑ Honours & Diploma in Architecture) με μεταπτυχιακές σπουδές στον Αστικό Σχεδιασμό. Έχει εργαστεί σε μελετητικά γραφεία και τεχνικές εταιρίες, με συμμετοχή τόσο στον σχεδιασμό όσο και στην επίβλεψη κατασκευής ιδιωτικών έργων. Το ακαδημαϊκό έτος 2001-02 παρακολούθησε το εργαστήριο σκηνογραφίας του Γ. Ζιάκα στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών.

Μεταξύ άλλων έχει κάνει σκηνικά για παραστάσεις στο Εθνικό Θέατρο, στην Εθνική Λυρική Σκηνή, στο Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου, στο Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη, στο Θέατρο Τέχνης και το Θέατρο Θησείον, έχοντας συνεργαστεί με σημαντικούς Έλληνες σκηνοθέτες. Έχει βραβευθεί από το περιοδικό Αθηνόραμα για τα σκηνικά στην παράσταση Έξι πρόσωπα Ζητούν Συγγραφέα (Εθνικό Θέατρο 2003). Έχει λάβει από την Ένωση Ελλήνων Κριτικών το Βραβείο Κουν για το Τερατώδες Αριστούργημα (Φεστιβάλ Επιδαύρου, 2009). Από το 2011, κατασκευάζει γλυπτά με μικτή τεχνική, που αντλούν στοιχεία από την αρχιτεκτονική και σκηνογραφική του εμπειρία. H πρώτη του ατομική έκθεση έγινε το 2016 στην γκαλερί «Ειρμός», στη Θεσσαλονίκη.

info

dimitris-polychroniadis.com

επικοινωνία

dpolychroniadis@gmail.com

Έργα