
Σε όλη του τη διαδρομή, μολονότι βιολοντσελίστας, έχει κινηθεί σε ένα ευρύ φάσμα, το οποίο εκτείνεται από την τζαζ μέχρι τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό και τη βραζιλιάνικη μουσική.
Ο βιολοντσελίστας Δήμος Γκουνταρούλης γεννήθηκε το 1970 στη Λάρισα, μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη και ξεκίνησε να παίζει μουσική σε ηλικία εννέα ετών στο Νέο Ωδείο Θεσσαλονίκης, που μόλις είχε ιδρύσει ο αείμνηστος Κάρολος Τρικολίδης. Εκεί έμαθε τσέλο με τον Γιώργο Μανώλα, τον Ιβάν Μπιάνκι και τον Ρούσι Ντράγκνεφ, αποφοιτώντας με την υψηλότερη διάκριση. «Δεν ήμουν ποτέ παιδί-θαύμα», τονίζει, για να συμπληρώσει ότι από τα χρόνια του Νέου Ωδείου μέχρι και σήμερα δεν έχει σταματήσει να δουλεύει το ίδιο σκληρά. «Μελετώ ακόμη σαν φοιτητής», λέει ο ίδιος χαρακτηριστικά.
Έζησε 27 χρόνια στο εξωτερικό, πρώτα στη Γαλλία και στη συνέχεια για 20 χρόνια στη Βραζιλία, τα δέκα από οποία εργάστηκε ως καθηγητής βιολοντσέλου στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο. Στη Βραζιλία ήταν που άρχισε να μαγεύεται από τη γοητεία της μπαρόκ μουσικής. Σήμερα είναι καθηγητής βιολοντσέλου στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης, αλλά κι ένας από τους κορυφαίους Έλληνες πρεσβευτές της μπαρόκ μουσικής σε διεθνή κλίμακα. Συνεχίζει να ταξιδεύει συχνά σε όλο τον κόσμο, δίνοντας συναυλίες στην Ευρώπη, στη Λατινική Αμερική, στις ΗΠΑ και στον Καναδά, ενώ η δισκογραφία του, προσωπική και ως μέλος σε διάφορα σχήματα και συγκροτήματα, περιλαμβάνει περίπου 40 άλμπουμ.
Επιστρέφοντας μόνιμα στην Ελλάδα, διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε χώρος έκφρασης για τους λίγους αλλά συνάμα εξαιρετικούς εγχώριους μουσικούς που ασχολούνται με το είδος της μπαρόκ. Γι’ αυτό και πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Φεστιβάλ Μπαρόκ Μουσικής, το 2017, στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Το Φεστιβάλ διοργανώνεται πλέον σε ετήσια βάση, ενώ από το 2022 διεξάγεται και στην Αθήνα, στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής.
«Για πολλούς ήταν έκπληξη αυτή η επιτυχία, όμως εγώ δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία ότι κάτι τόσο ενδιαφέρον, με το βάθος που διαθέτει η συγκεκριμένη μουσική, και το οποίο έλειπε από το μουσικό γίγνεσθαι της χώρας, θα έβρισκε ανταπόκριση από το κοινό». Πράγματι, δικαιώθηκε πανηγυρικά ήδη από την πρώτη χρονιά του Φεστιβάλ, σε σημείο που να έχει εκπλαγεί και ο ίδιος από την αυξανόμενη απήχηση που έχουν κάθε χρόνο οι διοργανώσεις και στις δύο πόλεις. Πλέον έχει δημιουργηθεί ένα πιστό κοινό, ενώ για πρώτη φορά, προτού καν ολοκληρωθεί το Φεστιβάλ του 2024, ο Δήμος Γκουνταρούλης έχει ξεκινήσει να σχεδιάζει τις επόμενες διοργανώσεις. Σε αυτό συνέβαλε καθοριστικά και η απόφαση της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας να εντάξει το Φεστιβάλ σε ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα χρηματοδοτήσεων, προσφέροντας μια πολύτιμη οικονομική ανάσα που επέτρεψε να υλοποιηθεί ένας προγραμματισμός με βάθος τριετίας.
Το Φεστιβάλ του 2024, με τίτλο «Η εποχή των πειραμάτων», ήταν αφιερωμένο στη μουσική του 17ου αιώνα, τότε που γεννήθηκε και το μπαρόκ. Το Φεστιβάλ του 2025, με τίτλο «Η εποχή των μεταβάσεων», θα προχωρήσει στον 18ο αιώνα, ενώ το 2026, στα προεόρτια της επετείου των 200 ετών από τον θάνατο του Μπετόβεν (1770-1827), το Φεστιβάλ θα φέρει τον τίτλο «Μια νέα εποχή». Όπως σημειώνει ο ιδρυτής και καλλιτεχνικός διευθυντής του: «Θα είναι εξαιρετικά πρωτότυπο για τα ελληνικά δεδομένα να παρουσιάσουμε τη μουσική δωματίου του Μπετόβεν με όργανα εποχής».
Καθοριστικό ρόλο στην επαγγελματική του πορεία έπαιξε το κίνημα της ιστορικής ερμηνείας της μουσικής, που διαμορφώθηκε στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, το οποίο «έφερε έναν φρέσκο αέρα στον μουχλιασμένο κόσμο της κλασικής μουσικής. Έναν διαφορετικό τρόπο να παίζουμε και να βλέπουμε τη μουσική του παρελθόντος, ενάντια στην τυπολατρία, στον συντηρητισμό και στη φτιαχτή απόσταση της κλασικής δυτικής μουσικής από το κοινό. Το συγκεκριμένο κίνημα πρόκρινε τη διαφορετικότητα ως ιδεώδες. Άλλο ο Τσαϊκόφσκι, άλλο ο Βιβάλντι. Δεν μπορείς να παίζεις Βιβάλντι με την ίδια αισθητική που παίζεις Τσαϊκόφσκι», σημειώνει σχετικά.
Η φύση της δουλειάς μας, να ανεβαίνεις στη σκηνή και να εκτίθεσαι, σε σπρώχνει άθελά σου προς τα εκεί. Ο αυτοθαυμασμός, όμως, υψώνει τελικά εμπόδια σε αυτό που κάνεις. Στον αντίποδα, η αβεβαιότητα είναι που σε βοηθά να προχωράς και να γίνεσαι καλύτερος. Και όσο μεγαλώνουμε, προστίθεται ένα ακόμη στοίχημα: να κρατάμε τις αντοχές μας, και κυρίως την όρεξη και τον ενθουσιασμό μας.
Οι τυπικότητες και οι ταμπέλες στη μουσική δεν τον αφορούν. Σε όλη του τη διαδρομή, μολονότι βιολοντσελίστας, έχει κινηθεί σε ένα ευρύ φάσμα, το οποίο εκτείνεται από την τζαζ μέχρι τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό και τη βραζιλιάνικη μουσική. Τον ενδιαφέρει η ποικιλομορφία των πολιτισμών και των μουσικών ειδών, έχοντας συνεργαστεί με μουσικούς από όλο τον κόσμο. Παρότι θαυμάζει τους μουσικούς που υπηρετούν ένα συγκεκριμένο είδος, ο ίδιος ακολούθησε διαφορετική πορεία, ενώ τα μοναδικά όρια που θέτει στη μουσική είναι ηθικής φύσης. «Δεν με απασχολεί οτιδήποτε δεν διαθέτει βάθος, αλήθεια και συνέπεια. Δεν μπορώ να συσχετιστώ με οτιδήποτε έχει ως αποκλειστικό στόχο το οικονομικό κέρδος», συμπληρώνει χαρακτηριστικά.
Ακόμη και σήμερα, έπειτα από μια καριέρα δεκαετιών με πολυάριθμες διακρίσεις εντός και εκτός συνόρων, εξακολουθεί να μην έχει έχει επιλέξει ένα και μόνο είδος μουσικής στο οποίο θα αφοσιωθεί απόλυτα. «Το απόλυτο δόσιμο είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση, την οποία ασπάζονται οι περισσότεροι καλλιτέχνες. Είναι μια αποδοτική τακτική γιατί σου προσφέρει τη δυνατότητα να εστιάσεις και εμβαθύνεις. Για μένα, πάντως, δεν λειτούργησε ποτέ. Είναι, υποθέτω, θέμα προσωπικότητας», παρατηρεί, ενώ παράλληλα διακρίνει μια ακόμη σημαντική διαφορά σε σύγκριση με πολλούς συναδέλφους του. Το τσέλο και η μουσική μπορεί να αποτελούν βασικούς πυλώνες της ζωής του, όμως ο ίδιος προτίμησε να θέσει ως προτεραιότητα τα παιδιά, την οικογένεια και τους φίλους του.
«Υπάρχουν πολλοί καλλιτέχνες που δίνονται ολόψυχα και με κάθε τους ικμάδα στην τέχνη που υπηρετούν, στην οποία αφιερώνονται ολοκληρωτικά. Τους θαυμάζω μεν, αλλά η στάση τους δεν είναι μονόδρομος στη ζωή ενός καλλιτέχνη». Η δική του οπτική για την προσωπική και επαγγελματική του ζωή καθρεφτίζεται σε μεγάλο βαθμό στο έργο Μικρά ηθικά του φιλόσοφου, κοινωνιολόγου, μουσικολόγου και συνθέτη Τεοντόρ Αντόρνο, και κατά κύριο λόγο στο μότο «να ζεις μια σωστή ζωή».
Παράλληλα, εκτιμά ότι ο χειρότερος εχθρός κάθε καλλιτέχνη, αλλά και κάθε ανθρώπου γενικότερα, είναι ο εγωκεντρισμός. «Η φύση της δουλειάς μας, να ανεβαίνεις στη σκηνή και να εκτίθεσαι, σε σπρώχνει άθελά σου προς τα εκεί. Ο αυτοθαυμασμός, όμως, υψώνει τελικά εμπόδια σε αυτό που κάνεις. Στον αντίποδα, η αβεβαιότητα είναι που σε βοηθά να προχωράς και να γίνεσαι καλύτερος. Και όσο μεγαλώνουμε, προστίθεται ένα ακόμη στοίχημα: να κρατάμε τις αντοχές μας, και κυρίως την όρεξη και τον ενθουσιασμό μας».
Στην επαγγελματική του ζωή τον σημάδεψαν πολλοί καλλιτέχνες και πολλές συνεργασίες, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει –χωρίς να θέλει να αδικήσει κανέναν– τη συνύπαρξη (τόσο στη σκηνή όσο και εκτός αυτής) με τον Ολλανδό βιολοντσελίστα Anner Bylsma, τον «πάπα του μπαρόκ βιολοντσέλου» όπως τον χαρακτηρίζει. Επιπλέον, ανακαλεί σαν… ψέμα το τζαζ κουαρτέτο στο οποίο συμμετείχε στα τέλη της δεκαετίας του 1990, στο Παρίσι, παρέα με τον θρυλικό κοντραμπασίστα Wayne Dockery, τον ντράμερ Bob Demeo και τον πιανίστα Horace Parlan, όταν κλήθηκε να ανταποκριθεί σε μια ιδιαίτερα δύσκολη συνθήκη. «Το τσέλο δεν είναι παραδοσιακό τζαζ όργανο, επομένως έπρεπε να ανακαλύψω τη δική μου μουσική γλώσσα προκειμένου να επιζήσω στον κόσμο όπου δεσπόζουν τα σαξόφωνα, τα ντραμς και τα πιάνα. Άθελά μου, και χωρίς καν να είμαι σίγουρος αν το αξίζω, έγινα ένας κρίκος στην αλυσίδα της μεγάλης προφορικής παράδοσης της τζαζ μουσικής».
Στέκεται ιδιαίτερα σε ακριβώς αυτό το στοιχείο, τη σημασία της προφορικής παράδοσης, επισημαίνοντας ότι εκεί εντοπίζονται οι ρίζες σε όλες τις μουσικές παραδόσεις – πλην της δυτικής ευρωπαϊκής. «Η δυτική κλασική μουσική έχει μια γιγάντια γραπτή παράδοση πίσω της, και αυτός είναι ο λόγος που, σε αντίθεση με άλλες μουσικές, υπάρχει τεράστιο άγχος επίδοσης και απόδοσης στους μουσικούς της».
Αξιολογεί τη δεκαετία του 1960 ως την πιο ενδιαφέρουσα καλλιτεχνική-μουσική περίοδο στη σύγχρονη ιστορία, καθώς το ροκ πυροδότησε μια πολιτική, πολιτισμική και κοινωνική μικρο-επανάσταση. Δυστυχώς, θεωρεί πως το ανοιχτό πνεύμα εκείνης της εποχής διαρκώς υποχωρεί χωρίς να έχει αντικατασταθεί από κάτι καινούργιο. «Ποιοι είναι ο Τζίμι Χέντριξ, η Τζάνις Τζόπλιν, ο Φρανκ Ζάππα της σημερινής εποχής; Μπορεί να υπάρχουν κάπου εκεί έξω, αλλά ποιος και πώς θα τους βρει στον κυκεώνα των πληροφοριών του διαδικτύου; Όπως όλος ο κόσμος, έτσι κι εμείς οι καλλιτέχνες έχουμε χαθεί μέσα σε αυτή τη δίνη. Πρόκειται για ένα τεράστιο σούπερ μάρκετ με αναρίθμητα προϊόντα σε φθηνές τιμές. Τουλάχιστον προς το παρόν, η καταναλωτική κοινωνία δείχνει να έχει κερδίσει τη μάχη», παρατηρεί, δίχως ωστόσο να χάνει την ελπίδα του.
«Η μουσική έχει την εκπληκτική ικανότητα να στοχεύει κατευθείαν στην καρδιά, με παλμούς και δονήσεις, γεννώντας την ελπίδα στον καλλιτέχνη, ο οποίος με τη σειρά του προσπαθεί να τη διοχετεύσει στο κοινό. Δεν ξέρω αν η μουσική ή η τέχνη έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τη ζοφερή πραγματικότητα του κόσμου μας, σίγουρα όμως μπορούν να αγγίξουν τις ψυχές των ανθρώπων και να ανοίξουν μικρά παράθυρα προς την ομορφιά».
|
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. This category only includes cookies that ensures basic functionalities and security features of the website. These cookies do not store any personal information.
Any cookies that may not be particularly necessary for the website to function and is used specifically to collect user personal data via analytics, ads, other embedded contents are termed as non-necessary cookies. It is mandatory to procure user consent prior to running these cookies on your website.
