
Ο Γιώργος Δρίβας στήνει έναν κόσμο με αναφορά στο εγγύς μέλλον μιας αμφισβητούμενης κοινωνίας, κρατώντας ρίζες στο παρόν
O πρώτος Έλληνας καλλιτέχνης που ένωσε τόσο καθοριστικά το σινεμά με την video art, ο Γιώργος Δρίβας, ξεκίνησε την γόνιμη διαδρομή του, αρχές του νέου αιώνα, προσπαθώντας να σχηματίσει τον κρίκο που θα έδινε ένα είδος κάπου ανάμεσα. Έναν κρίκο που θα μπορούσε να είναι και απλώς μια ιδέα πάνω σε τεντωμένο σχοινί, με τον καλλιτέχνη να αιωρείται στο κενό, προσδοκώντας διαρκώς να φθάσει στο στόχο του και νιώθοντας παράλληλα την ευχαρίστηση της πλήρωσης που χαρίζει η περιπέτεια δίχως τέλος.
Από τα πρώτα του έργα, ο Γιώργος Δρίβας έδωσε, μέσα από αυτό το ιδιοφυές παιχνίδι του ανάμεσα στην έβδομη τέχνη και την video art, εντυπωσιακά και πρωτοπόρα αποτελέσματα, θέτοντας ακούσια τον εαυτό του στη σφαίρα μιας ομάδας διεθνών καλλιτεχνών που μοιράζονταν στον ίδιο χρόνο ίδιες ανησυχίες -όπως ανακάλυψαν αργότερα, όταν γνωρίστηκαν και συνεργάστηκαν κιόλας. «Κατά κάποιον τρόπο, ένωσα απολύτως αυθόρμητα δυο τέχνες που αγαπώ», εξηγεί ο δημιουργός. «Αυτό που αναζητώ συνολικά στο έργο μου είναι η δυνατότητα άρθρωσης, η δυνατότητα παρουσίασης ενός μεταιχμιακού λόγου ανάμεσα στα εικαστικά και τον κινηματογράφο. Θα έλεγα ότι κινούμαι στη γκρίζα -και πολλές φορές δυσδιάκριτη- ζώνη ανάμεσά τους. Η video art μου άρεσε γιατί αποδομούσε συχνά την γνωστή αισθητική της κινούμενης εικόνας. Μου έλειπε όμως σε αυτήν μια πιο στέρεη αφηγηματική δομή, κάτι που να με κρατάει ως θεατή για μία μεγαλύτερη διάρκεια. Ταυτόχρονα, ο κινηματογράφος ήταν πάντοτε τεράστια πηγή έμπνευσης για εμένα. Οι καταβολές μου, οι αισθητικές μου προτιμήσεις, αναφορές ή επιρροές, βρίσκονται κατ’ αρχήν εκεί», υπογραμμίζει.
«Απλώς πολύ συχνά, τον έβρισκα αρκετά “βατό” για τα γούστα μου και σχεδόν απόλυτα προβλέψιμο σε σχέση με την γενικότερη “κατασκευαστική” δομή του, οπότε αναρωτιόμουν για τα όριά του, την ουσία και τις όποιες δυνατότητές του, ερχόμενος σε μια συνεχή, μόνιμη αντιπαράθεση μαζί του. Άρχισα λοιπόν να κάνω τα πρώτα μου έργα αναζητώντας μια ποιητική – εικαστική αφαίρεση μέσα στην κινηματογραφική γλώσσα. Σαν να ήθελα να προσθέσω στις δυο τέχνες αυτό που μου έλειπε, δημιουργώντας έτσι ένα είδος κάπου ενδιάμεσα».
Η εμπνευσμένη μίξη της ματιάς του σκηνοθέτη με εκείνην του εικαστικού, αλλά και η αγωνία του να μιλήσει για τον καινούργιο κόσμο που ανέτειλε όλο και πιο γοργά στον ορίζοντα μέσα από την ψηφιακή έκρηξη, δημιουργώντας μια νέα μορφή κοινωνίας και μια νέα μορφή εξουσίας, ταξίδεψαν μαζί του στο πέρασμα του χρόνου, σκάβοντας ακόμη πιο βαθιά στην ψυχή του. Γιατί ο δημιουργός μιλάει για το ορατό, την πραγματικότητα, μέσα από το αόρατο, την φαντασία. Ή το αντίστροφο. Κι αφήνει τον θεατή να επιλέξει.
Ο Γιώργος Δρίβας στήνει έναν κόσμο με αναφορά στο εγγύς μέλλον μιας αμφισβητούμενης κοινωνίας, κρατώντας ρίζες στο παρόν. Ή, ακόμη, και στο βαθύ παρελθόν. Όπως το «Εργαστήριο Διλημμάτων», η αποκαλυπτική, εντυπωσιακή, μίνιμαλ, λαβυρινθώδης εγκατάστασή του, που μας εκπροσώπησε εξαίσια στη 57η Μπιενάλε Τέχνης της Βενετίας, το 2017, σε επιμέλεια Ορέστη Ανδρεαδάκη. Ένα έργο βασισμένο στο δίλημμα που θέτουν οι «Ικέτιδες» του Αισχύλου –δίλημμα το οποίο διατρέχει από άκρη σε άκρη το σήμερα: Η βοήθεια στον κατατρεγμένο Ξένο που έχει ανάγκη και ικετεύει για Φιλοξενία, πρέπει να δοθεί ακόμη και σε βάρος της ασφάλειας του Γηγενούς; «Πήρα ένα εμβληματικό έργο της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας και το άλλαξα τελείως, κρατώντας όμως ένα σημαντικό για μένα κομμάτι του, ώστε να δω τι μπορεί να πει σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο. Και έτσι, ιδανικά, να ξεκινήσει έναν διάλογο, όχι μόνο για το τι είναι εθνικό αλλά και για το τι είναι σύγχρονο, παγκόσμιο, κοινό», σημειώνει. «Η εξαιρετική αντιμετώπιση που είχε τόσο από το κοινό όσο και από τους κριτικούς, η θερμή υποστήριξη του διεθνούς Τύπου, με κάνει να πιστεύω ότι το πέτυχα. Κι ενώ πέρασα μια φάση που αρχικά διαφωνούσα με τη λογική των εθνικών εκπροσωπήσεων στη Βενετία, κατέληξα ότι μπορεί να είναι ίσως μια εξαιρετική ευκαιρία για να αναρωτηθούμε τι ακριβώς είναι ή μπορεί να είναι μια εθνική εκπροσώπηση σήμερα. Θα έλεγα ότι η Μπιενάλε της Βενετίας μπορεί να είναι ένα παγκόσμιο συνέδριο ιδεών, αντάξιο μιας συνέλευσης του ΟΗΕ. Τι μπορεί να κάνει η τέχνη για να συμμετάσχει σε έναν ευρύτερο παγκόσμιο διάλογο; Πώς μπορεί να θέσει σημαντικά πολιτικοκοινωνικά ερωτήματα, λειτουργώντας ίσως ως ένα φιλοσοφικό ή πολιτικοκοινωνικό δοκίμιο; Αυτό προϋποθέτει να μην φοβόμαστε να θέτουμε ερωτήματα αλλά και να προτείνουμε καλλιτεχνικές φόρμες που ξεπερνούν μια στενή “διασκεδαστική” ή έστω ευχάριστη έννοια της τέχνης. Χωρίς βέβαια αυτό το δεύτερο να είναι απαραίτητα κατακριτέο», τονίζει.
Ο ίδιος, παρών στα κοινωνικά δρώμενα, ενδιαφέρεται βαθιά για τα ζητήματα που επέφερε η κρίση, η πανδημία, ανησυχεί για την κατάσταση πολέμου, το θέμα των προσφύγων, την καταστροφή του περιβάλλοντος, τον έλεγχο της εξουσίας, την αδικία, τον ρατσισμό, την πορεία της εξέλιξης του ανθρώπου σε ένα όλο και περισσότερο ολοκληρωτικό σύστημα. Το έργο του αντανακλά τους προβληματισμούς του. Όσο πιο πολύπλοκη γίνεται η κατάσταση, όσο τα σύνορα της εξουσίας απλώνονται και τα όρια της ελευθερίας στενεύουν, τόσο πιο περίπλοκο και παράλληλα ικανό να διεγείρει βαθιά συναισθήματα γίνεται το έργο του. Πειραματικές, μίνιμαλ, ασπρόμαυρες ή αποχρωματισμένες, οι ιδιότυπες “ταινίες” του, αφηγούνται ιστορίες που προκαλούν αναβρασμούς χωρίς να καταγράφουν εκρήξεις. Γιατί όλη η δύναμή τους κινείται υπόγεια, τρυπώντας σαν τρυπάνι το υποσυνείδητό μας και βάζοντάς μας σε επαγρύπνηση. Ιστορίες ενταγμένες σε γκρίζες πόλεις, αυστηρά “γεωμετρικά” κτίρια, φουτουριστικά ψυχρά περιβάλλοντα, ηλεκτρονικά επαναλαμβανόμενα ηχητικά τοπία και συνεχείς σιωπές. Ιστορίες χωρίς “ήρωες” -τουλάχιστον όπως τους ξέρουμε-, άτομα με πρόσωπα που δεν αποκαλύπτουν ποτέ συναισθήματα και κινούνται στο χώρο ντυμένα αυστηρά, με κοστούμι, καπαρντίνες, φόρμες εργασίας, “ποδιές” επιστήμονα, δηλώνοντας με τον αφαιρετικό λόγο, και όχι με την έκφρασή τους, τον λόγο της παρουσίας τους. Ιστορίες που μπορεί να αποτελούν μέρη μιας μεγαλύτερης -“κομμάτια” και “θραύσματα” τα οποία όμως λειτουργούν αυτόνομα και στα οποία ο καθένας μπορεί να δώσει τη δική του συνέχεια και, ίσως, τέλος. Ο ίδιος δεν θέλει να τοποθετήσει το έργο του σε συγκεκριμένο πλαίσιο και προτιμά να κατατάσσεται ως καλλιτέχνης στην ευρύτερη οικογένεια της τέχνης της κινούμενης εικόνας -ή αλλιώς moving image artist. «Στη διαδικασία δημιουργίας των έργων μου, ο κινηματογραφικός τρόπος παραγωγής και η σκηνοθεσία δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά πολύ συχνά αναγκαιότητα που επιβάλλεται από το ίδιο το μέσο με το οποίο έχω επιλέξει να εργάζομαι, και βεβαίως από το μέγεθος και την πολυπλοκότητα του κάθε έργου», εξηγεί ο καλλιτέχνης που τα προβάλει σε μία ή περισσότερες οθόνες –μέρη συνήθως μεγάλων εικαστικών εγκαταστάσεων, εντυπωσιακών installations που μπορεί να απλώνονται στον πράσινο λαβύρινθο ενός πάρκου ή στην λευκή αίθουσα ενός μουσείου. «Ξεκινώ την παραγωγή ή την προπαραγωγή του εκάστοτε έργου με έναν τρόπο ακαδημαϊκό, γραμμικό, θα έλεγα, στη σύλληψη, τη σεναριακή δομή και τη διαδικασία σχεδιασμού του, για να καταλήξω συχνά, μέσα από την αποσύνθεση και ανασύνθεσή του, να χρησιμοποιώ μόνο κάποια στοιχεία, κάποια απολύτως απαραίτητα κομμάτια, κάποια αποσπάσματα ουσιαστικά ενός «ολοκληρωμένου» φιλμικού προϊόντος, και με αυτά να (ανα-)δημιουργώ την τελική του μορφή. Ίσως όσο πιο πολύ σκηνοθετώ τόσο περισσότερο εικαστικός γίνομαι…», χαμογελάει.
Ο Γιώργος Δρίβας έφθασε για σπουδές στο Βερολίνο, τέλη του περασμένου αιώνα, τότε που πάνω στο γκρεμισμένο Τείχος έκαιγε ακόμη η φλόγα της ελευθερίας που άναψε το 1989. Η φλόγα που ένωσε την Δύση με την Ανατολή, σβήνοντας τον τοίχο του αίσχους. Τότε, νέοι συνέρρεαν από παντού για να ζήσουν το θαύμα, συμβάλλοντας στη γέννηση της πολυπολιτισμικής μεγαλούπολης του σήμερα. Μιας πόλης γεμάτης από όλες τις φυλές της γης και όλα τα είδη ανθρώπων, πλημμυρισμένη τέχνη, πρωτοπορία, χρώματα και ανησυχία, αλλά και κοινωνικές ανισότητες και δυσκολία. Οι εικόνες πολλές, επηρέασαν τον καλλιτέχνη καθώς σχεδίαζε τα βήματά του πάνω στο τρίπτυχο “κινηματογράφος-φωτογραφία-ζωγραφική” το οποίο όρισε την πηγή έμπνευσής του «με αυτήν τη σειρά και ασταμάτητα». Όπως βέβαια και η τεχνολογική εξέλιξη που από την πρώτη στιγμή επηρέασε πολύ την δουλειά του. «Μπορεί να είναι πηγή έμπνευσης αλλά ταυτόχρονα και μεγάλη δυσκολία ή παγίδα», τονίζει και το εννοεί στην κυριολεξία. «Ο τρόπος που χειρίζεται κανείς το “όπλο” της τεχνολογίας μπορεί να είναι απελευθερωτικός ή και δεσμευτικός ή ακόμα και φετιχιστικός θα έλεγα. Χρησιμοποιώντας τις όποιες νέες δυνατότητες μου δίνει η τεχνολογία, προσπαθώ να μην παρασύρομαι από αυτές, αλλά να διατηρώ πάντα και μια κριτική στάση ή, ίσως, μια στάση διαλόγου μαζί τους. Αυτόν τον καιρό ερευνώ, και προσπαθώ να εντάξω στη δουλειά μου, τη δυνατότητα προγραμμάτων τεχνητής νοημοσύνης να παράγουν από μόνα τους εικόνες. Τι ‘τεχνητές’ εικόνες μπορούν να μου δώσουν άραγε και πόσο με επηρεάζουν αυτές στη διαδικασία παραγωγής των δικών μου εικόνων; Λειτουργούμε καθολικά́ και αναπόφευκτα με βάση μια σειρά́ τεχνητών παραγόντων, έτσι ώστε να γίνεται σχεδόν αδύνατο να κατανοήσει κανείς αν είμαστε όντως εμείς που δημιουργούμε αυτούς τους παράγοντες ή είναι αυτοί που “αυτονομημένοι” πια, δημιουργούν εμάς. Οι μηχανές, στα πρώτα μου έργα απελευθερώνονται και αυτονομούνται, θέτοντας ερωτήματα και προβληματισμούς που ξεπερνούν τις όποιες διακρίσεις μεταξύ “μηχανικού” και “ανθρώπινου”. Πόσο διαφέρουμε από αυτές, πόσο ελέγχουμε τις μηχανές που εμείς δημιουργούμε ή πόσο μπορούν να διαφέρουν ή να ελέγξουν αυτές εμάς; Πόσο διαφοροποιούμαστε από τον οποιονδήποτε “τεχνητό παράγοντα”; Η όποια διαμεσολάβηση, η τεχνολογία ή η μηχανή, επηρεάζει και καθορίζει την ουσία της προσωπικής ιστορίας μας, ουσιαστικά την ίδια την ύπαρξή μας. Και κατ’ επέκταση τις κοινωνίες που ζούμε. Κανείς δεν μπορεί να υπάρξει πέραν της γλώσσας, πέραν ενός συγκεκριμένου συστήματος σκέψης, πέραν μιας συγκεκριμένης τεχνολογικής δυνατότητας. Και φυσικά δεν μοιραζόμαστε όλοι την ίδια τεχνολογία. Δεν παράγουμε μόνο τεχνολογία, είμαστε κάθε στιγμή η τεχνολογία που μπορούμε να έχουμε. Καθολικά, ουσιαστικά, αναπόφευκτα», δηλώνει.
Αυτόν τον καιρό εργάζεται πάνω στο νέο του project, που ονομάζει «Kaizo» και θα είναι έτοιμος να το παρουσιάσει σε λίγο καιρό. «Αποτελείται από ένα μονοκάναλο βίντεο, μια διαδραστική ιστοσελίδα και μια σειρά φωτογραφιών» λέει, εξηγώντας πώς το «Κaizo» είναι ένα είδος παιχνιδιών που καταρχήν κυκλοφορούν στην αγορά και στη συνέχεια “χακάρονται” από χρήστες και φανατικούς παίκτες τους ώστε να γίνονται πολύ δύσκολα και, έτσι, να μπορούν να παίζονται ανεξάντλητα, με ελάχιστες πιθανότητες νίκης. «Στο έργο μου, δυο άνθρωποι-avatars (σ.σ. η ψηφιακή εκδοχή των δύο ανθρώπων δηλαδή) περιφέρονται σε άδειους φυσικο-ψηφιακούς χώρους, σε ένα υβριδικό metaverse (σ.σ. ο κόσμος του internet στον οποίο μπορούμε να μπαίνουμε μέσα), προσπαθώντας να προχωρήσουν προς μια άλλη πίστα, ενώ ταυτόχρονα χάνονται, επιστρέφουν συνεχώς στο ίδιο σημείο και η ιστορία τους ξαναρχίζει. Μέσω της ιστοσελίδας που έχω φτιάξει, ο θεατής θα μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο που θα δει την ιστορία και να ξαναμοντάρει ουσιαστικά το έργο μου».
Με περισσότερες από 150 εθνικές και διεθνείς εκθέσεις σε κάθε γωνιά του πλανήτη, διάφορα βραβεία και διακρίσεις στο ενεργητικό του, ο Γιώργος Δρίβας βλέπει πλέον τη δουλειά του –όπως το θαυμάσιο «Empirical Data» του 2009– να αποτελεί μέρος της μόνιμης συλλογής του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ). Πρόπερσι μάλιστα, είδε το όνομά του στους φιναλίστ για το βραβείο εικαστικού κινηματογράφου του Μουσείου Κινηματογράφου του Άμστερνταμ Eye Art & Film Prize (Eye Filmmuseum). Μετά από είκοσι χρόνια διαρκούς δράσης και “περιπλάνησης” στον κόσμο, ποιες είναι εκείνες οι στιγμές, εντός κι εκτός Ελλάδας, που πραγματικά τον καθόρισαν; «Ιδιαίτερα σημαντική για εμένα ήταν κατ’ αρχήν η πρώτη ατομική μου έκθεση, «undocumented», στο ΕΜΣΤ το 2009, τότε που στεγαζόταν στην οδό Ρηγίλλης, στο κτίριο του Ωδείου Αθηνών. Όμως μια έκθεση που θα θυμάμαι πάντα ήταν η ομαδική Ελλήνων καλλιτεχνών «Σε Ενεστώτα Χρόνο» (2007-2008), πάλι από το ΕΜΣΤ, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Ουσιαστικά η πρώτη παρουσίαση έργου μου στην Ελλάδα, καθώς ακόμη τότε ζούσα στο Βερολίνο», απαντάει χωρίς δισταγμό, σαν να έβαζε το χέρι πάνω στην καρδιά του. «Στο εξωτερικό, υπήρξε πολύ σημαντική για εμένα η μεγάλη ατομική, αναδρομική έκθεση που είχα το 2017 στο Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Ρώμης (Galleria Nazionale d Arte Moderna) και, φυσικά, η εκπροσώπηση της Ελλάδας στη Μπιενάλε της Βενετίας. Η εμπειρία της εθνικής εκπροσώπησης και πόσο μάλλον ατομικά, ήταν κυριολεκτικά συγκλονιστική, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει. Η ευθύνη, οι υποχρεώσεις, η δυσκολία του εγχειρήματος σε πολλά επίπεδα -όχι μόνο καλλιτεχνικά αλλά και απολύτως πρακτικά ως συνολική παραγωγή. Από την άλλη, η αναγνώριση που εισέπραξα, και όλα όσα επακολούθησαν, είναι κάτι που νομίζω με έβαλε σε ένα εντελώς άλλο επίπεδο θέασης της τέχνης γενικότερα αλλά και της ίδιας μου της δουλειάς ειδικότερα. Η Βενετία ήταν ίσως το μεγαλύτερο στοίχημά μου ως δημιουργού στην μεγαλύτερη παγκόσμια καλλιτεχνική αρένα».
https://drivas.org/
drivas@drivas.org
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. This category only includes cookies that ensures basic functionalities and security features of the website. These cookies do not store any personal information.
Any cookies that may not be particularly necessary for the website to function and is used specifically to collect user personal data via analytics, ads, other embedded contents are termed as non-necessary cookies. It is mandatory to procure user consent prior to running these cookies on your website.