
Είναι κάποιες στιγμές στην πραγματική σου ζωή που σου ξυπνάνε τη φαντασία. Πιστεύω πως οι ταινίες πρέπει να είναι βιβλιοθήκες τέτοιων στιγμών
Ο Γιώργος Γούσης είναι η τυπική περίπτωση ενός ανόθευτου και πολυσχιδούς ταλέντου, που διαπρέπει σε ό,τι κι αν πιάσει στα χέρια του. Η εντυπωσιακή πορεία του στον χώρο του κόμικ ξεκίνησε από τα αγαπημένα έντυπα 9 και Γαλέρα και αποκρυσταλλώθηκε στην έκδοση Ιστορίες από τις αθώες εποχές (2011). Το 2016, ο Γούσης ένωσε δυνάμεις με τους συγγραφείς Δημοσθένη Παπαμάρκο και Γιάννη Ράγκο, υπογράφοντας το graphic novel Ερωτόκριτος, που μεταφέρει στον κόσμο των κόμικ το περίφημο ομότιτλο έργο του Βιτσέντζου Κορνάρου. Το 2019, σε συνεργασία με τους Παναγιώτη Πανταζή και Γεωργία Ζάχαρη, δημιιούργησε το κόμικ Φεστιβάλ, σε μια ειδική ανάθεση από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με αφορμή την επετειακή 60ή διοργάνωση. Το 2020, κυκλοφόρησε το graphic novel Ληστές, η ζωή και ο θάνατος των Γιάννη και Θύμιου Ντόβα (στο σενάριο συνεργάζεται με τον Γιάννη Ράγκο), σε μια ιστορία εμπνευσμένη από την εγκληματική δράση των αδελφών Ρετζαίων στην Ήπειρο, στις αρχές του 20ού αιώνα.
Ενδιαμέσως, βέβαια, είχε αποτολμήσει το φιλόδοξο και συναρπαστικό πέρασμα στον κόσμο του κινηματογράφου. Η μικρούς μήκους ταινίας Ο Χειροπαλαιστής (2019) βραβεύεται στις Νύχτες Πρεμιέρας και αποσπά το Βραβείο Καλύτερου Μικρού Μήκους Ντοκιμαντέρ της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Το πρώτο βήμα έχει γίνει και ο Γιώργος Γούσης ξεκινά να μεγαλουργεί σε δύο διαφορετικούς καλλιτεχνικούς κόσμους, σμιλεύοντας και αφομοιώνοντας στοιχεία και τεχνικές από αμφότερους, γεγονός που γίνεται ακόμη πιο σαφές στο πέρας του χρόνου. Η σκηνοθετική ματιά του Γούση σε πολλά από τα επιμέρους κατασκευαστικά στοιχεία μιας ταινίας (κάδρο, πλανοθεσία, αίσθηση ντεκουπάζ, κοφτοί διάλογοι) μοιάζει -θετικά- επηρεασμένη από τη θητεία του στην 9η τέχνη. Πώς βιώνει ο ίδιος αυτή τη διπλή καλλιτεχνική ταυτότητα; Θα συνυπάρξουν οι δύο αυτές καλλιτεχνικές όψεις στο μέλλον ή θα υποχωρήσει η μία έναντι της άλλης;
«Νιώθω πως ο στόχος και στα δύο πεδία είναι κοινός. Το ζητούμενο είναι να αφηγηθείς μια ιστορία, να πάρεις τον θεατή ή τον αναγνώστη μαζί σου, να τον βυθίσεις σε έναν κόσμο, να τον αφήσεις να περιπλανηθεί εκεί και στο τέλος να κρατήσει ό,τι αυτός επιθυμεί. Ορισμένες φορές το επιχειρείς αυτό με σκίτσα και κείμενα, άλλες φορές με ήχο και ανθρώπους. Σίγουρα όμως, η τριβή μου με την αφήγηση στα κόμικ με βοήθησε να μην πελαγώσω στην πρώτη μου ταινία, γιατί πολλά από τα προβλήματα που καλείσαι να λύσεις είναι στη ρίζα τους ίδια. Ωστόσο, φαντάζομαι πως αν έκανα ταινίες από τα 18 μου θα είχα κερδίσει κάποια αντίστοιχη εμπειρία. Θεωρώ πως αν κάποιος αντιλαμβάνεται την αφήγηση και τους κανόνες της, το να προσαρμοστεί σε ένα άλλο μέσο εξαρτάται πρωτίστως από το πόση όρεξη και επιμονή θα επιδείξει. Προς το παρόν, δεν έχω νιώσει πως έχω ξεμπερδέψει με το κόμικ. Θεωρώ πως υπάρχει χώρος και χρόνος και για τα δυο».
Το 2022, στο 62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Γιώργου Γούση δημιουργεί αίσθηση, αποκτά αστραπιαία φήμη στα φεστιβαλικά πηγαδάκια και αφήνει πίσω του έναν κουρνιαχτό από εγκώμια και διθυραμβικές κριτικές. Ο τελικός απολογισμός προκαλεί ίλιγγο, καθώς τα Μαγνητικά Πεδία φεύγουν από τη Θεσσαλονίκη με 6 βραβεία στις αποσκευές τους, μεταξύ των οποίων ο Χρυσός Αλέξανδρος στο τμήμα >>Film Forward, το Βραβείο Καλύτερης Ελληνικής Ταινίας από τη Διεθνή Ομοσπονδία Κριτικών Κινηματογράφου (Fipresci) και το Βραβείο Καλύτερης Ελληνικής Ταινίας από την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου. Αλήθεια, πόσο προετοιμασμένος ήταν ο Γιώργος Γούσης για αυτό το θριαμβευτικό ντεμπούτο; «Δεν ήμασταν καθόλου υποψιασμένοι για την αποδοχή και τα βραβεία στο ΦΚΘ, καθώς δεν είχαμε δείγμα γραφής για τις αντιδράσεις του κοινού από κάποιο άλλο φεστιβάλ. Ήταν ένα σοκ για εμάς και δεν έχω ιδέα πώς μπορεί να λειτουργήσει στα επόμενά μου σχέδια. Φαντάζομαι με τον ίδιο τρόπο που λειτουργούν και οι γνωριμίες στις ανθρώπινες σχέσεις: αν συμπαθήσεις κάποιον και σου κινήσει την περιέργεια, θα σου είναι πιο εύκολο να τον στηρίξεις, να τον βοηθήσεις ή απλώς να είσαι θετικά προσκείμενος απέναντί του, καθώς και ανοιχτός στο να ακούσεις τι έχει να σου πει. Αν πάλι τον αντιπαθήσεις, θα ισχύσει το ανάποδο».
Τα Μαγνητικά πεδία θα συστηθούν στο σινεφίλ κοινό με κάθε επισημότητα, καθώς η ταινία θα κυκλοφορήσει στις 19 Μαΐου, στους θερινούς κινηματογράφους, από τη Cinobo. Πώς βιώνει ο ίδιος την επικείμενη έξοδο της ταινίας στα σινεμά; Έχει αγωνία για το αν θα μετουσιωθούν τα φεστιβαλικά βραβεία σε μια επιτυχημένη εισπρακτική πορεία; «Υπάρχει μια καλώς εννοούμενη αγωνία για τη μέρα που θα βγει η ταινία στις αίθουσες, γιατί θέλουμε να δούμε την επικοινωνία της με τον κόσμο σε ένα πιο ευρύ φάσμα. Νομίζω πως μονάχα μια καλή ταινία μπορεί να μετουσιώσει τα φεστιβαλικά της γαλόνια σε εισιτήρια. Φυσικά, από την άλλη, πολλές ταινίες που σήμερα θεωρούνται κλασικές πέρασαν απαρατήρητες στην εποχή τους από το κοινό και τους κριτικούς (πχ Ο Μεγάλος Λεμπόφσκι). Τελικά, οι ταινίες κρίνονται πάντα από τον χρόνο και από τον κόσμο, ενώ εμείς οι δημιουργοί δεν έχουμε καμία εξουσία σε αυτό το κομμάτι, δεν μπορούμε να το επηρεάσουμε, είμαστε εντελώς ανίσχυροι απέναντί του. Οι επιτυχίες και οι αποτυχίες είναι μέρος της προσωπικής εξέλιξης. Μπορεί να σου φανερωθούν σαν δώρα, ενώ είναι στην πραγματικότητα παγίδες, αλλά και το αντίστροφο».
Τα Μαγνητικά Πεδία, πάντως, άξιζαν κάθε σπιθαμή και ικμάδα από τον ντόρο που ξεσήκωσαν. Μια ταινία χαμηλού προϋπολογισμού αλλά με πελώρια καρδιά, που αφήνει μια αυθεντικά ανεξάρτητη πνοή, μακριά από τις ευκολίες και την προβλεψιμότητα του πατενταρισμένου -στις μέρες μας- indie cinema. Η ταινία, που μοιάζει συγχρόνως με παραισθησιογόνο όνειρο και γλυκό παραμύθι που όλοι μας ζήσαμε κάπου και κάποτε, μας προσκαλεί σε μια περιπλάνηση τόσο ακανόνιστη και αυθόρμητη όσο η ίδια η ζωή. Οδηγοί μας σε αυτό το απολαυστικό ταξίδι είναι δύο αξιαγάπητοι ήρωες που πασχίζουν για ανθρώπινη επαφή, τυλιγμένοι σε μια τρυφερή αμηχανία, θαρρείς αποκομμένοι από τον περιρρέοντα κόσμο. Η ταινία, που μετατρέπει κάθε (υποτιθέμενο) τεχνικό ψεγάδι σε εκφραστικό ατού, είναι γυρισμένη σε mini dv κάμερα, μια επιλογή που προέκυψε μέσα από τους χρηματικούς περιορισμούς. Γυρίζοντας τον χρόνο πίσω, θα μπορούσε ο Γιώργος Γούσης να φανταστεί την ταινία διαφορετικά αν είχε μεγαλύτερο μπάτζετ στη διάθεσή του;
«Τα Μαγνητικά Πεδία δεν είναι μια ταινία που φανταστήκαμε, γράψαμε, προετοιμάσαμε και εκτελέσαμε. Αντιθέτως, είναι μια ταινία που προέκυψε, που την ανακαλύψαμε στην πορεία, με ό,τι είχαμε στην διάθεσή μας εκείνες τις ημέρες. Πέρα από την κάμερα δηλαδή και το μικρό συνεργείο, η καρδιά της ταινίας βρίσκεται στο ότι πήγαμε για γύρισμα χωρίς γραμμένους διαλόγους, χωρίς ντεκουπάζ και προετοιμασία, κι αυτό δεν έχει σχέση με το μπάτζετ, ήταν απλώς ο τρόπος που είχαμε αποφασίσει ότι θα αντιμετωπίσουμε το συγκεκριμένο εγχείρημα. Φανταστείτε ότι δεν ξέραμε καν αν θα είναι μια ταινία μικρού, μεσαίου ή μεγάλου μήκους. Αν είχαμε μεγαλύτερο μπάτζετ, θα είχαμε και μια εντελώς διαφορετική διαδικασία προετοιμασίας και κατασκευής της ταινίας, άρα και μια διαφορετική ταινία. Δεν ξέρω αν θα ήταν καλύτερη ή χειρότερη, σίγουρα όμως θα ήταν διαφορετική. Στην πραγματικότητα, ανεξάρτητα με το πόσα χρήματα έχεις στη διάθεσή σου, το θέμα είναι οι επιλογές που κάνεις για το πού και το πώς θα τα διαθέσεις. Το μόνο που παίζει ρόλο είναι οι προσωπικότητες των ανθρώπων που φτιάχνουν τις ταινίες σε μια δεδομένη στιγμή. Για παράδειγμα, στην οσκαρική τελετή του1974 συναντούμε το The Godfather Part II, το Chinatown, το Lenny και το A Woman Under the Influence, τέσσερις ταινίες που θεωρούνται σήμερα κλασικά και επιδραστικά αριστουργήματα του παγκόσμιου σινεμά. Τα μπάτζετ που είχαν αντίστοιχα ήταν 13 εκατομμύρια δολάρια, 6 εκατομμύρια, 3 εκατομμύρια και 500.000 δολάρια. Αυτές οι τέσσερις ταινίες μπορεί να διαφέρουν ως προς το μπάτζετ, αλλά συγκλίνουν στο ότι οι σκηνοθέτες που τις έφτιαξαν ήταν όλοι τους φοβεροί μάστορες. Απλούστατα, ο ένας είχε για πρώτη ύλη χρυσάφι και ο άλλος ξύλο».
Στα Μαγνητικά πεδία, η δράση εκτυλίσσεται σε ένα ρετρο-φουτουριστικό (με μια αίσθηση που θυμίζει sci-fi λογοτεχνία) περιβάλλον, σαν τη νοσταλγία μιας ανάμνησης που δεν βιώθηκε ακόμη. Πώς κατόρθωσε ο Γιώργος Γούσης να πλάσει μια τόσο ιδιαίτερη και υποβλητική ατμόσφαιρα; «Νομίζω πως το ταξίδι των δύο ηρώων, αυτές οι δύο μέρες που περνάνε μαζί, μοιάζει με την ανάμνηση μιας σχέσης που δεν θα έχουν ποτέ. Όλα αυτά όμως είναι απλώς ερμηνείες για μια ταινία που έφτασε να πάρει τη συγκεκριμένη μορφή μέσα από άπειρες επιλογές, αλλά και από αμέτρητες τυχαιότητες. Στην πραγματικότητα, αυτό που συμβαίνει είναι ότι οι άνθρωποι που φτιάχνουν την κάθε ταινία, είναι ο καθένας ένα χωνευτήρι από αναφορές, επιρροές, συναισθήματα και γεγονότα που βγαίνουν στην επιφάνεια. Δεν ξέρω ακριβώς από πού μας ήρθε η έμπνευση για την επιλογή των χώρων της ταινίας, αλλά κάθε φορά που φτάναμε σε ένα από τα σημεία που τελικά επιλέξαμε, μας έβγαζε νόημα να γυριστεί μια σκηνή εκεί, γιατί φαινόταν να ανήκει στο σύμπαν της ταινίας, να έχει δηλαδή ως αίσθηση κάτι το αλλόκοτο, όπως ακριβώς η ιστορία και οι χαρακτήρες μας. Είναι κάποιες στιγμές στην πραγματική σου ζωή που σου ξυπνάνε τη φαντασία. Πιστεύω πως οι ταινίες πρέπει να είναι βιβλιοθήκες τέτοιων στιγμών».
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία στα Μαγνητικά Πεδία είναι η φυσικότητα στις αντιδράσεις, στους διαλόγους, στην αλληλεπίδραση των χαρακτήρων. Ποια ήταν η προσέγγισή του στο συγκεκριμένο πεδίο, που οδήγησε σε ένα τόσο άρτιο αποτέλεσμα; «Πριν τα Μαγνητικά Πεδία δεν είχα ξαναδουλέψει με ηθοποιούς, οπότε δεν είχα κατά νου κάποια διαφορετική προσέγγιση σε σχέση με οποιονδήποτε άλλο συνεργάτη της ταινίας. Νομίζω πως αυτό που επιδιώκω είναι να διεγείρω τη φαντασία του άλλου και να τον κάνω να αισθανθεί ασφάλεια, να νιώσει ότι δεν θα εκτεθεί. Πιστεύω πως αν το θεμέλιο μιας αφήγησης είναι στιβαρό, η κάθε προσωπικότητα που παίρνει μέρος στην κατασκευή της ταινίας, αργά ή γρήγορα και εφόσον την αφήσεις να εκφραστεί, θα σου δώσει αυτό που ψάχνεις. Καμιά φορά, μάλιστα, μπορεί να σου δώσει και κάτι που δεν ήξερες καν ότι έψαχνες. Ειδικά με τους ηθοποιούς, που εκτίθενται μπροστά στην κάμερα, αν δεν νιώθουν εμπιστοσύνη για αυτούς που είναι πίσω από την κάμερα, χάνεται ένας βασικός κρίκος της δημιουργικότητας. Αυτές οι σχέσεις λειτουργούν μόνο όταν είναι ερωτικές. Κανείς δεν θα εκθέσει τον εαυτό του φόρα-παρτίδα αν δεν είναι ερωτευμένος, κανείς δεν θα πέσει στη φωτιά επειδή απλώς του το ζήτησες, αν δεν νιώθει πως θα έρθεις να τον σώσεις, έστω και την ύστατη στιγμή. Ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος και η Έλενα Τοπαλίδου, οι δύο πρωταγωνιστές της ταινίας, απόλαυσαν το ταξίδι τους μαζί μας και εμείς με αυτούς. Μιλούσαμε, γελούσαμε και αγκαλιαζόμασταν, δεν γκρινιάζαμε πολύ και αυτό ήταν όλο».
Μετά τη σαρωτική επιτυχία που γνώρισαν τα Μαγνητικά πεδία και προτού καν αρχίσουν να διαγράφουν την πορεία τους στα ελληνικά σινεμά, ο Γιώργος Γούσης πρόλαβε να ξαναχτυπήσει, με ένα ντοκιμαντέρ που έρχεται ως φυσική συνέχεια της μικρού μήκους που είχε γυρίσει λίγα χρόνια νωρίτερα. Ο Χειροπαλαιστής, που έχει στο πρωταγωνιστικό κάδρο τον αδερφό του σκηνοθέτη, συμμετείχε στο 24ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, κατακτώντας –ουδεμία έκπληξη, θα έλεγε κανείς– τρία βραβεία. Ανάμεσα στις δύο ταινίες, παρότι θεωρητικά συγκαταλέγονται σε διαφορετικά είδη (μυθοπλασία και ντοκιμαντέρ), διακρίνει εύκολα κανείς το κοινό νήμα: μια συναρπαστική εξερεύνηση της ανθρώπινης συνθήκης, που περιλαμβάνει όλα τα ανείπωτα, όλα όσα κρύβονται στις αθέατες γωνιές του μυαλού και της καρδιάς.
«Για να κάνω και τη σύνδεση με τον Χειροπαλαιστή, ως σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ είσαι εντελώς ανίσχυρος απέναντι στην πραγματικότητα, η οποία συμβαίνει μπροστά σου εκείνη την ώρα και δεν μπορείς να την ελέγξεις. Αν τη διακόψεις, θα τη χάσεις για πάντα. Αυτό το αίσθημα, της πραγματικότητας που συμβαίνει μια κι έξω, ήταν ένας καλός μπούσουλας και για τη μυθοπλασία, ώστε να νιώθω πότε κάτι πάει καλά και πότε όχι. Η πρόθεσή μας ήταν να κάνουμε ένα ντοκιμαντέρ-πορτρέτο του Παναγιώτη, με αφορμή την προσωπικότητά του και όχι ένα πορτρέτο του αδερφού μου. Η ερωτική σχέση με τους ηθοποιούς, που περιέγραψα νωρίτερα, εδώ είχε τα χαρακτηριστικά της αδερφικής αγάπης, αλλά αυτοί οι αόρατοι κρίκοι εμπιστοσύνης και δημιουργικότητας δεν έχουν να κάνουν με το πρώτο επίπεδο της αφήγησης. Στη μυθοπλασία και στο ντοκιμαντέρ, η πρόθεση και η διαδρομή είναι ίδια. Από τη στιγμή που μπορείς να επέμβεις με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο στο υλικό που συλλέγεις, είτε πρόκειται για ντοκιμαντέρ είτε για μυθοπλασία, η ουσία παραμένει αμετάβλητη. Αν νιώθεις ότι σε συνεπαίρνει ένα ντοκιμαντέρ, ότι μιλάει στην ψυχή σου και σε διεγείρει, και αντί να αφήσεις τον εαυτό σου να το απολαύσει, ψάχνεις να βρεις τι είναι “πραγματικό” και τι όχι, τότε είτε δεν έχεις καταλάβει καθόλου τη λειτουργία της τέχνης είτε είσαι απλώς λιγάκι μίζερος».
https://www.facebook.com/GGoussis/
gogosgousis@gmail.com
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. This category only includes cookies that ensures basic functionalities and security features of the website. These cookies do not store any personal information.
Any cookies that may not be particularly necessary for the website to function and is used specifically to collect user personal data via analytics, ads, other embedded contents are termed as non-necessary cookies. It is mandatory to procure user consent prior to running these cookies on your website.