
Ο Δημήτρης Ζάχος από τα πρώτα βήματά του ως παθιασμένος σινεφίλ, αλλά και ως σπουδαστής του κινηματογράφου, αντιλαμβανόταν το σινεμά ως μια διαδικασία συνεργατική και συλλογική
Ο Δημήτρης Ζάχος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε Εφαρμοσμένη Πληροφορική στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, ενώ ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στα Πληροφοριακά Συστήματα. Στη διάρκεια των σπουδών του, όμως, έμελλε να βιώσει το πρώτο ερωτικό σκίρτημα για τον κινηματογράφο. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, ακολούθησε τον δρόμο του σινεμά χωρίς να κοιτάξει πίσω. «Ήμουν ήδη φοιτητής όταν ανακάλυψα τον κινηματογράφο, στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Προκειμένου να είμαι κοντά στην γιορτή, δούλεψα κάποια χρόνια στο εκδοτήριο του Φεστιβάλ και πέρασαν μπροστά από τα μάτια μου χιλιάδες διψασμένοι σινεφίλ. Γοητεύτηκα από την ποικιλία των εκφραστικών μέσων και από τους κώδικες του σινεμά. Αργότερα, γράφτηκα με δύο φίλες στη σχολή Ίρις της Σταυρούπολης για να μάθω περισσότερα για αυτήν την τέχνη και να ισορροπήσω μέσα μου τον τεχνοκρατικό κόσμο της πληροφορικής. Θυμάμαι ακόμη με όμορφες αναμνήσεις τον πρώτο μου δάσκαλο εκεί, τον Άκη Κερσανίδη. Άκουγα ιστορίες για παιδιά που είχαν φοιτήσει στη Σταυράκου ή είχαν τελειώσει μια σχολή κινηματογράφου στο εξωτερικό και ένιωθα πως αυτές οι σπουδές αφορούν μια ειδική κάστα ανθρώπων. Όταν δημιουργήθηκε το Τμήμα Κινηματογράφου στο ΑΠΘ, πήγα και έδωσα κατατακτήριες, με δανεικό το περίφημο βιβλίο του Μπόρντγουελ, Εισαγωγή στην τέχνη του κινηματογράφου. Υποθέτω κάτι βρήκα σε εκείνο το βιβλίο, στα 26 μου πια, το οποίο με κινητοποίησε. “Και μόνο για τα βιβλία”, είπα τότε μέσα μου, “θα αξίζει”».
Από τα πρώτα βήματά του ως παθιασμένος σινεφίλ, αλλά και ως σπουδαστής του κινηματογράφου, αντιλαμβανόταν το σινεμά ως μια διαδικασία συνεργατική και συλλογική: «Από την πρώτη στιγμή, βλέπαμε ταινίες και ανακαλύπταμε το σινεμά ως παρέα. Από το πρώτο μάθημα στην καινούργια μου σχολή κατάλαβα ότι δεν ήμουν μόνος. Με αυτά τα παιδιά μοιραζόμαστε ακόμη, θέλω να πιστεύω, το ίδιο πάθος για αυτή την τέχνη, το οποίο μας κινητοποιεί. Μπολιαστήκαμε με την ιδέα της ομαδικής δουλειάς και ξεκινήσαμε αυτό το ταξίδι, σε έναν κόσμο καινούργιο, με πολλές δυσκολίες, αγωνίες και χαρές. Με καινούργιους φίλους, με καινούργιες ταινίες και μια διάθεση να αρθρώσουμε τις δικές μας λέξεις, να φτιάξουμε μια δική μας εικόνα για τον κόσμο. Έτσι βλέπω και τις ταινίες, όπως έλεγε και ο Μανόλης Αναγνωστάκης, σαν ένα φωτάκι στην ομίχλη, σαν ένα γράμμα σε φίλους που έχουν χαθεί, με τη μοναδική λέξη: “ζω”. Στην αληθινή ζωή, όπως και στο σινεμά, “οι πράξεις μας αποδεικνύουν το ποιοι είμαστε”. Κάπως έτσι, σε ανύποπτο χρόνο που λένε, πήρα τις αποφάσεις μου».
Ο Δημήτρης Ζάχος προκάλεσε αίσθηση ήδη από την πρώτη του ταινία, την πολυβραβευμένη μικρού μήκους πτυχιακή εργασία, με τίτλο Πιγκουίνοι (2012), η οποία βασίζεται στο διήγημα Πιγκουίνοι στο λογιστήριο του Χρήστου Οικονόμου. Με απίστευτη αμεσότητα, χωρίς την παραμικρή περιττή φλυαρία και αποφεύγοντας κάθε υπόνοια μελοδραματισμού, ο Ζάχος σκιαγραφεί ένα γκρίζο και μουντό σκηνικό, το οποίο εξωθεί τους ήρωες σε ακραίες αποφάσεις, πυροδοτώντας ένα ατέρμονο αδιέξοδο. Διάλογοι κοφτεροί και ανεπιτήδευτοι, αφηγηματική οικονομία, καθώς και η σφαιρική αποτύπωση τόσο των κεντρικών ηρώων όσο και του κόσμου που τους περιβάλλει, είναι τα στοιχεία που εκπλήσσουν τον θεατή, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς πως πρόκειται για το ντεμπούτο ενός νεαρού σκηνοθέτη. Ακολουθούν οι μικρού μήκους ταινίες Επιχείρηση Ξένιος Ζευς (2013) και Αυστραλία (2017), προτού φτάσουμε στην πιο ώριμη στιγμή της μέχρι τώρα διαδρομής του Δημήτρη Ζάχου, το πανέμορφο Βούτα (2019), το οποίο απέσπασε τρία βραβεία στο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας, το 2020: το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής, το Βραβείο Σεναρίου για τον Γιώργο Τελτζίδη, καθώς και τιμητική διάκριση για τα σκηνικά της ταινίας (Δανάη Ελευσινιώτη).
Η Βούτα είναι μια ταινία που γραπώνει τον παλμό και τον χτύπο του δρόμου, αποτυπώνοντας στην εντέλεια την επαναστατικότητα των νιάτων και το εφηβικό angst. Παράλληλα, κατορθώνει (βαδίζοντας στα χνάρια των Πιγκουίνων) να εκπέμψει μια αυθεντική και καλώς εννοούμενη αίσθηση λαϊκότητας, μια έννοια που δυστυχώς διολισθαίνει πολύ συχνά στο ελληνικό σινεμά προς την καρικατούρα ή τις εστέτ φαντασιώσεις ενός ψεύτικου ρεαλισμού. Οι διάλογοι είναι και πάλι ρυθμισμένοι σε μια ζυγοσταθμισμένη ένταση, με αψεγάδιαστη φυσικότητα στην εκφορά λόγου (ένα ακόμη βαρίδι για το ελληνικό σινεμά), φτιάχνοντας μια αλληγορία που δημιουργεί ενστικτώδη συγκίνηση (συν ένα σινεφίλ κλείσιμο ματιού στο Λιμάνι της αγωνίας), σε συνδυασμό με ένα μοντάζ που κρατά την αγωνία στα ύψη. Με τελικό προορισμό ένα βαθιά συγκινητικό φινάλε, που συνδυάζει λυρισμό και λιτότητα. Σαν μια βουτιά στο κενό που σταματά λίγα χιλιοστά πριν τη συντριβή. Ο Δημήτρης Ζάχος μάς εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο τα προσωπικά βιώματα τόσο του ιδίου όσο και του σεναριογράφου της ταινίας, Γιώργου Τελτζίδη, μετουσιώθηκαν σε αυτό το ατόφιο και αυθύπαρκτο σύμπαν.
«Οι ιστορίες από τις λαϊκές γειτονιές που μεγαλώσαμε εγώ στη Χαριλάου, ο φίλος και σεναριογράφος της ταινίας, Γιώργος Τελτζίδης, στη Σταυρούπολη υπάρχουν ακόμη μέσα μας και μας συντροφεύουν. Ο Γιώργος μεγάλωσε παραδίπλα από το Τεχνικό Λύκειο της οδού Λαγκαδά, σε μια γειτονιά στοιχειωμένη από τα όνειρα των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν εκεί, έκαναν οικογένειες και συνεχίζουν να ονειρεύονται. Αυτό ήταν το υλικό για τη Βούτα που μετέφερε με ειλικρινή τρόπο στο σενάριο της ταινίας μας. Παράλληλα, οι άνθρωποι που συνάντησα στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας, στις φυλακές Κορυδαλλού, όπου δίδασκα για δύο χρονιές, με έκαναν να αναθεωρήσω πολλά από τα στερεότυπα που κουβαλούσα μέχρι τότε για όσους έχουν διαπράξει αδικήματα. Αυτή είναι μια εμπειρία που προσπάθησα να αποδώσω μέσα από τη διαχείριση των ηρώων της ταινίας», αναφέρει σχετικά.
Ο Δημήτρης Ζάχος, πέρα από τις τέσσερις μικρού μήκους ταινίες που έχει σκηνοθετήσει, διαθέτει ένα εντυπωσιακό βιογραφικό που περιλαμβάνει ενδιαφέρουσες συνεργασίες και πολλές παράπλευρες δραστηριότητες. Από το 2017 έως το 2019, εργάστηκε ως συντονιστής στο θεατρικό εργαστήριο, στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας των Φυλακών του Κορυδαλλού, ενώ έχει πλούσια διδακτική εμπειρία (συναφή με τον κινηματογράφο) τόσο στη δευτεροβάθμια όσο και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Έχει συνεργαστεί με την καλλιτεχνική κολεκτίβα «Εν δυνάμει», αλλά και με φορείς πανελλήνιας εμβέλειας όπως το Εθνικό Θέατρο, το ΚΘΒΕ, τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, το Φεστιβάλ Αθηνών κτλ. Επιπλέον, έχει διατελέσει βοηθός σκηνοθέτη στη μεγάλου μήκους ταινία USSAK (2017) του Κυριάκου Κατζουράκη, αλλά και σε αρκετές μικρού μήκους ταινίες. Κλείνοντας τη σύντομη κουβέντα μας, του απευθύνουμε μια διπλή ερώτηση: αφενός, πόσο σημαντικό ρόλο παίζουν οι βραβεύσεις για μια ταινία μικρού μήκους, αφετέρου πόσο δύσκολη υπόθεση είναι η μετάβαση στις μεγάλου μήκους ταινίες; Ιδού τι μας απαντά:
«Τα βραβεία είναι μια αναγνώριση της δουλειάς που έχει γίνει σε όλα τα επίπεδα, μια μικρή δικαίωση για όσους έχουν πάρει μέρος στην ταινία. Όσο για τη μετάβαση στις μεγάλου μήκους ταινίες, αισθάνομαι ότι δεν υπάρχει κανένας τρόπος και καμία πεπατημένη οδός για το πώς μπορεί να πραγματοποιηθεί. Ουσιαστικά, πρέπει να ανακαλύψει κανείς τον δρόμο ξανά από την αρχή, ολομόναχος, χωρίς την παραμικρή βοήθεια. Δεν υπάρχει κανένας φορέας, κανένα θεσμικό πλαίσιο, καμία ουσιαστική υποστήριξη για αυτό το άλμα. Όλα ξεκινάνε και πάλι από το μηδέν».
www.zahos.gr
dimitris.zahos@gmail.com
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. This category only includes cookies that ensures basic functionalities and security features of the website. These cookies do not store any personal information.
Any cookies that may not be particularly necessary for the website to function and is used specifically to collect user personal data via analytics, ads, other embedded contents are termed as non-necessary cookies. It is mandatory to procure user consent prior to running these cookies on your website.