fbpx

Η βαρύτητα της κάθε φωτογραφίας είναι η ιστορία που εμπεριέχεται μέσα και γύρω από το κάδρο

Δημήτρης Μουγκός

Κάνα Δυο Φωτογραφίες

Κείμενο: Εύα Κουσιοπούλου
Δημήτρης Μουγκός

Για τον Δημήτρη Μουγκό κάθε φωτογραφία είναι ξεχωριστή, σαν μια στιγμή στον χρόνο που αυτόματα, μετά τον ήχο του κλείστρου, αποτελεί παρελθόν. Στην έκθεση «Κάνα Δυο Φωτογραφίες», που παρουσιάζεται έως και τις 28 Νοεμβρίου στην γκαλερί Τhe Eye Altering, στη στοά της οδού Πάικου 2, στο πλαίσιο της Thessaloniki Photobiennale 2023, βλέπουμε φωτογραφίες μιας συγκεκριμένης θεματικής να διηγούνται μια ιστορία.

Σε αυτό το αφηγηματικό νήμα συναντούμε διαφορετικά είδη φωτογραφίας, διαφορετικά πρόσωπα και συνθήκες, χώρους, χρόνους, καταστάσεις, αλλά παραμένουμε πάντα στο ίδιο πλαίσιο. «Η βαρύτητα της κάθε φωτογραφίας είναι η ιστορία που εμπεριέχεται μέσα και γύρω από το κάδρο. Νομίζω αυτός είναι ο πυρήνας του κάθε φωτογραφικού project. Η σταθερότητα και η συνέπεια απέναντι στο θέμα» λέει ο δημιουργός, που από τότε που
θυμάται τον εαυτό του ζούσε μέσα σε εικόνες.

«Η μητέρα μου φωτογράφιζε ερασιτεχνικά από νεαρή ηλικία, υπήρχε στο σπίτι εξοπλισμός και κάναμε προβολές slides από ταξίδια. Ο πατέρας μου ασχολούταν με τις γραφικές τέχνες στο τυπογραφείο και με είχε φέρει από νωρίς σε επαφή με τον ευρύτερο χώρο του σχεδιασμού, της εκτύπωσης και της επεξεργασίας των εικόνων. Η ουσιαστική μου ενασχόληση με τη φωτογραφία ξεκίνησε με την έναρξη των μαθημάτων στο Τμήμα Φωτογραφίας του πρώην ΤΕΙ Αθήνας, το 2004. Τότε ξεκίνησε η τριβή μου με το φωτογραφικό μέσο, τότε άρχισα να αντιλαμβάνομαι τις τεχνικές, αισθητικές, καλλιτεχνικές αρχές του». Όσο για την επαγγελματική ενασχόλησή του με τη φωτογραφία, σημείο αφετηρίας είναι το 2012, όταν ο Δημήτρης Μουγκός επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη από το Λονδίνο, όπου είχε βρεθεί για μεταπτυχιακές σπουδές στο Goldsmiths College.

«Όταν φύγουμε θα μείνουν μόνοι δρόμοι, κανείς δε θα χορεύει όταν νυχτώνει. Το μόνο που θα αφήσουμε ιστορίες και κάνα δυο φωτογραφίες» λένε οι στίχοι που του απευθύνει ο Λεξ. Η φιλία του με τον Λεξ, κατά κόσμον Αλέξη Λαναρά, αποτέλεσε τη σπίθα και το
έναυσμα για μια σειρά από φωτογραφίες που τελικά δημοσιεύτηκαν πριν λίγους μήνες στο λεύκωμα Κάνα δυο φωτογραφίες, έναν πραγματικό ύμνο στη φιλία.

«Στα εισαγωγικά κείμενα του λευκώματος μπορεί κανείς να ανιχνεύσει τη δύναμη της φιλίας, της συμπόρευσης και της συνεργασίας. Με τους βασικούς ήρωες του λευκώματος γνωριζόμαστε από το γυμνάσιο. Έχουμε μοιραστεί την εφηβεία μας, τις πρώτες μας διακοπές, τα σπίτια μας, τη ζωή μας», αναφέρει, διευκρινίζοντας πως η πρώτη σκέψη για τη δημιουργία του λευκώματος ήρθε μετά τη συναυλία του Λεξ στη Νέα Σμύρνη. «Ήταν Αύγουστος και ένα βράδυ, περπατώντας στην πλατεία Ναυαρίνου, ο Φίλιππος (τον συναντάμε στο λεύκωμα και στην έκθεση) αναρωτήθηκε γιατί δεν κάνω ένα βιβλίο. Και κάπως έτσι ξεκίνησε όλο αυτό…» αναπολεί σχετικά.

«Είχα όλο τον χρόνο να το σκεφτώ και να το συζητήσω. Ξεκίνησα δειλά να βλέπω υλικό από τις πρώτες φωτογραφίσεις που κάναμε, από τις ηχογραφήσεις, τις συναυλίες. Συνειδητοποίησα ότι υπήρχε πολύ αδημοσίευτο υλικό και ό,τι είχε ανέβει ήταν χρόνια θαμμένο στο timeline των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Μια φωτογραφία δεν ολοκληρώνεται ποτέ όταν αναρτηθεί στο διαδίκτυο, ίσως να εξυπηρετεί τον στόχο της πρόσκαιρα αλλά μένει ξεκρέμαστη, ανολοκλήρωτη. Παράλληλα, ήταν σχεδόν μια δεκαετία από την αρχή της συνεργασίας μας και τον πρώτο δίσκο του Αλέξη και οι αντιδράσεις όλων όταν το ανακοίνωσα ήταν παραπάνω από ενθαρρυντικές» δηλώνει.

Με την Ελένη Γιαννακούλη, την ιδιοκτήτρια της γκαλερί, γνωρίζονται από πριν την κυκλοφορία του λευκώματος, από τον εκδοτικό οίκο Petites Maisons. «Κάποια στιγμή τής ανέφερα ότι ετοιμάζω τον τόμο και ξεκίνησε μια συζήτηση για την πιθανότητα μιας έκθεσης. Παράλληλα, το καλοκαίρι που μας πέρασε πραγματοποιήθηκαν νέες συναυλίες οπότε είχα την ευκαιρία να δημιουργήσω λίγο ακόμη υλικό. Έτσι, πήραμε την απόφαση να προχωρήσουμε. Ήρθαμε σε επαφή με το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης και η έκθεσή μας εντάχθηκε στο πρόγραμμα της Thessaloniki Photobiennale», εξηγεί.

«Επικοινώνησα με τον Ανδρέα, τον ιδιοκτήτη του δίκυκλου, για να μας το φέρει και να το εντάξουμε στον χώρο. Όπως και το κάγκελο από τα κιγκλιδώματα στις συναυλίες, που μας έφερε ο Γιώργος Γεωργιάδης. Όλα όσα συναντά ο θεατής της έκθεσης είναι χαρακτηριστικά αντικείμενα που συνάντησα στην πορεία μου και εμπεριέχουν κοινές μνήμες και εμπειρίες με τα παιδιά» τονίζει.

«Οι εκτυπώσεις είναι κάτι ακόμη πιο προσωπικό. Στη διάρκεια της παραγωγής του λευκώματος το τυπογραφείο είχε γεμίσει με χρώματα και πρόσωπα, στιγμές και φίλους, καφέδες και συναυλίες. Η εμμονή της εκτυπωτικής διαδικασίας στην επανάληψη και η δική μας εμμονή στις συνήθειες, στα πρόσωπα, στην πόλη, στον τρόπο ζωής, είναι ο λόγος που τοποθετήθηκαν τα χαρτιά αυτά στο πάτωμα. Παράλληλα, ο σκοπός τους είχε υλοποιηθεί. Τα συγκεκριμένα φύλλα ήταν αυτό που λέμε «σκάρτα», θα πήγαιναν απευθείας στην ανακύκλωση. Τους δώσαμε όμως την ευκαιρία να χρησιμοποιηθούν δημιουργικά» επισημαίνει για τις χιλιάδες εκτυπώσεις που βρίσκει κανείς στο πάτωμα της γκαλερί και κυριολεκτικά περπατά πάνω τους.

Στα εισαγωγικά κείμενα του λευκώματος μπορεί κανείς να ανιχνεύσει τη δύναμη της φιλίας, της συμπόρευσης και της συνεργασίας. Με τους βασικούς ήρωες του λευκώματος γνωριζόμαστε από το γυμνάσιο. Έχουμε μοιραστεί την εφηβεία μας, τις πρώτες μας διακοπές, τα σπίτια μας, τη ζωή μας», αναφέρει, διευκρινίζοντας πως η πρώτη σκέψη για τη δημιουργία του λευκώματος ήρθε μετά τη συναυλία του Λεξ στη Νέα Σμύρνη.

Δημήτρης Μουγκός

Η ένταξη της έκθεσης στο πρόγραμμα της Photobiennale είναι για τον ίδιο μεγάλη τιμή. «Είναι όμορφο να παίρνεις μέρος σε μια γιορτή για τη φωτογραφία και παράλληλα σε μια γιορτή για τη Θεσσαλονίκη. Χαίρομαι που έχω την ευκαιρία να μοιραστώ σκέψεις και ιδέες με ανθρώπους που αγαπούν τη φωτογραφία», παραδέχεται χαμογελώντας. Πολλοί βρέθηκαν στα εγκαίνια της έκθεσης θέλοντας να ανακαλύψουν κάτι από τη ζωή του Λεξ, καθώς αποφεύγει συστηματικά τις συνεντεύξεις και κάθε είδους δημοσιότητα. Την ίδια στιγμή καταφέρνει να γεμίζει με ευκολία στάδια με χιλιάδες θεατές που γνωρίζουν κάθε στίχο του. Η παρουσία του Λεξ τη βραδιά των εγκαινίων τράβηξε, όπως ήταν αναμενόμενο, την προσοχή. Ο ράπερ μίλησε αρχικά με τον φωτογράφο και τους φίλους τους προτού βγει αρκετές παραπάνω από «κάνα δυο φωτογραφίες» με το κοινό.

«Η ημέρα των εγκαινίων με βρήκε να μην ξέρω ακριβώς τι θα γίνει. Με την Ελένη ήμασταν σίγουροι για το αποτέλεσμα, αλλά πάντα υπάρχει ένα άγχος. Πήγα στον χώρο με τον φίλο μου, τον Στέλιο (ApSet), και ως πιο έμπειρος σε τέτοιες εκδηλώσεις με καθησύχασε. Ξεκίνησε να έρχεται κόσμος από νωρίς, μαζευτήκαμε, μιλήσαμε, ήρθαν φίλοι και συνεργάτες. Υπήρχε μια ζεστασιά στον χώρο. Όλοι βρήκαν φίλους και γνωστούς από παλιά».

Για τον Δημήτρη Μουγκό η φωτογραφία είναι μια τέχνη ζωντανή, που παρουσιάζει νέες τάσεις, υπόκειται σε αλλαγές και εξελίσσεται διαρκώς. «Με χαρά βλέπω μια διάθεση επιστροφής στο φιλμ, κάτι που παρουσιάζει ενδιαφέρον και έρχεται σε αντίθεση με την ψηφιακή εποχή, που μας θέλει να βιαζόμαστε και να γεμίζουμε κάρτες μνήμης και σκληρούς δίσκους χωρίς ιδιαίτερη σκέψη. Δεν χρησιμοποιώ φιλμ, προσπαθώ όμως να συμπεριφέρομαι σαν να φωτογραφίζω με φιλμ, να παίρνω τον χρόνο μου με το θέμα και να μην ξοδεύω άσκοπα κλικ. Ελπίζω να διαχειριστώ καλύτερα τον χρόνο μου και να αρχίσω να βγαίνω βόλτα με τη Leica μου», καταλήγει.

Ο πατέρας του ασχολούταν επαγγελματικά με τις γραφικές τέχνες, έχοντας ένα από τα πιο γνωστά τυπογραφεία στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, που αποτελούσε στέκι και σημείο αναφοράς για καλλιτέχνες, φωτογράφους και δημοσιογράφους. Σήμερα, το διαχειρίζεται ο Δημήτρης με τον αδερφό του. «Το φωτογραφικό μου λεύκωμα είναι η γέφυρα για τα δυο παράλληλα σύμπαντα που με έχουν διαμορφώσει μέχρι σήμερα: τις γραφικές τέχνες και τη φωτογραφία. Με τον αδερφό μου μεγαλώσαμε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και το τυπογραφείο ήταν σαν δεύτερο σπίτι. Γνωρίσαμε από μικρή ηλικία σημαντικές προσωπικότητες της πόλης από τους χώρους του αθλητισμού, των τεχνών, της μουσικής και του πολιτισμού. Σήμερα, μετατρέπουμε τον χώρο μας σε φωτογραφικό στούντιο, στο
ίδιο σημείο όπου βρισκόμαστε από τη δεκαετία του ’60. Ευελπιστούμε να καλύψουμε τις ανάγκες των ανθρώπων μας σε εμπορικό και καλλιτεχνικό επίπεδο, να στεγάσουμε ανησυχίες, να επικοινωνούμε και να δίνουμε λύσεις. Η κληρονομιά που μας άφησε η προηγούμενη γενιά, πέρα από το τεράστιο αρχείο, είναι ακριβώς αυτή: η επικοινωνία και η επίλυση προβλημάτων».

Όπως είναι αναμενόμενο η συζήτηση πηγαίνει κάποια στιγμή στη Θεσσαλονίκη: «Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη μου και την αγαπώ. Ακόμα και όταν έλειπα για σπουδές ή για όποιον άλλο λόγο, ήμουν πάντα εδώ. Μεγάλωσα στο κέντρο, σε μια έντονη περίοδο όπου η πόλη ήταν ζωντανή. Στο πρώτο εξάμηνο της σχολής όταν επέστρεψα από την Αθήνα για τις γιορτές, κατάφερα να φωτογραφίσω μια εικόνα-ανάμνηση από τα παιδικά μου χρόνια: τις πολυκατοικίες που περιβάλλουν το αδιέξοδό μας στην Αλεξάνδρου Σβώλου. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα τι μπορεί να μου προσφέρει η πόλη φωτογραφικά. Τις πρώτες μου φωτογραφίες τις χαρακτήριζε η απουσία του ανθρώπινου στοιχείου» δηλώνει σχετικά.

«Ωριμάζοντας, άλλαξα και εγώ και η πόλη. Με την επιστροφή μου από το Λονδίνο ξεκινήσαμε με τα παιδιά να κάνουμε βίντεο κλιπ, να φωτογραφίζουμε, να κάνουμε μοντάζ – σε πολλές φάσεις, η πόλη ήταν σαν μια πελώρια δημιουργική παιδική χαρά. Έτσι, σιγά σιγά έμαθα πως η πόλη, πέρα από τα κτίρια, τα μνημεία και την ιστορία της, είναι οι άνθρωποί της», υπογραμμίζει, επισημαίνοντας παράλληλα πως θα ήθελε να αλλάξουν πολλά στην πόλη, αλλά και στη χώρα γενικότερα.

Η κουβέντα πηγαίνει αμέσως μετά στις ταραγμένες μέρες που διανύουμε και στη δουλειά των φωτοδημοσιογράφων. «Θαυμάζω πολύ τη δουλειά τους. Θέλει δύναμη, τρέξιμο και αντοχή, ψυχική και σωματική. Δεν ξέρω αν θα τα κατάφερνα. Μεγαλώνοντας σε ένα τέτοιο περιβάλλον, από παιδί έχω μάθει να έχω τον χώρο μου. Ο καλλιτέχνης έχει το ατελιέ του, ο τυπογράφος το τυπογραφείο, ο φωτογράφος το studio. Ίσως να μη γίνεται κατανοητό από το λεύκωμα και την έκθεση, αλλά προτιμώ να δουλεύω σε ελεγχόμενο περιβάλλον. Η φωτογραφία που μου αρέσει απαιτεί έλεγχο, στήσιμο, φως, σκηνοθεσία» παραδέχεται χαρακτηριστικά.

Ο Δημήτρης Μουγκός θεωρεί πως οι φωτογραφίες με την κάμερα του κινητού απλώς μας θυμίζουν ευτυχείς στιγμές και τίποτα περισσότερο. «Καλώς ή κακώς, το κινητό τηλέφωνο έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας. Στο τεχνολογικό σκέλος υπάρχει μεγάλη πρόοδος, βελτίωση χρόνο με τον χρόνο, εντυπωσιακά αποτελέσματα. Δεν νομίζω όμως ότι αν πέσει στα χέρια μας ένα άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες θα το αντιμετωπίσουμε με τον ίδιο τρόπο. Στην εποχή μας πηγαίνουμε ένα ταξίδι, φωτογραφίζουμε ασταμάτητα με το κινητό και αν δεν μεταφέρουμε τις φωτογραφίες από τη συσκευή, σε δύο χρόνια πιθανόν να μην ξέρουμε τι απέγιναν. Με άλλα λόγια, κάθε πράγμα έχει τη χρήση του» καταλήγει.

«Φυσικά, ορισμένοι χρησιμοποιούν την κάμερα του τηλεφώνου δημιουργικά, αλλά μέχρι εκεί. Όπως ανέφερα και παραπάνω, η φωτογραφία οφείλει να καταλήγει κάπου και όχι να παραμένει σε λανθάνουσα μορφή». Κλείνοντας, κάνουμε έναν πλήρη κύκλο, καθώς του ζητώ να περιγράψει τη σχέση του με τον Λεξ και τους υπόλοιπους της παρέας με τρεις μόνο λέξεις. «Σεβασμός, αλληλεγγύη, εμπιστοσύνη. Και πολύς χαβαλές» λέει καθώς με αποχαιρετά.

Πληροφορίες

@mougos.eu, @dimitrismougosphotography, @theeyealtering_official

Φωτογραφίες