
Οι ιδιότητες της δημιουργού και της ιστορικού τέχνης για μένα αλληλοσυμπληρώνονται, πολλές φορές χωρίς να το επιδιώκω
«Δεν μπορείς να είσαι και καλλιτέχνης και ιστορικός της τέχνης. Πρέπει να επιλέξεις έναν δρόμο», είχε πει στην Ελεάνα Στόικου ένας καθηγητής της, όταν ήταν φοιτήτρια στη Φιλοσοφική του ΑΠΘ. Η ίδια άκουσε προσεκτικά τη συμβουλή και έκανε ακριβώς το αντίθετο: Διάλεξε και τους δύο δρόμους, της ζωγράφου και της ιστορικού τέχνης.
Γεννημένη στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία και έκανε μεταπτυχιακό στον τομέα της Ιστορίας της Τέχνης στο Α.Π.Θ., ενώ παράλληλα εισήχθη στο Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών της Σχολής Καλών Τεχνών με καθηγητή τον Κυριάκο Μορταράκο. Το 2020 απέκτησε τον διδακτορικό της τίτλο από το Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ με θέμα “Έλληνες καλλιτέχνες στο Βερολίνο μεταξύ 1961-1989: Πολιτικές και κοινωνικές όψεις του έργου τους”. Τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στο Βερολίνο. Έχει πάρει μέρος σε εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έχει λάβει πολλά βραβεία μεταξύ των οποίων του Ηλία Καραντώνη από το Α.Π.Θ. και υποτροφίες (Freie Universität Berlin, Γερμανική Υπηρεσία Ακαδημαϊκών Ανταλλαγών (DAAD), Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών, Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας).
«Οι ιδιότητες της δημιουργού και της ιστορικού τέχνης για μένα αλληλοσυμπληρώνονται, πολλές φορές χωρίς να το επιδιώκω. Πάντα πίστευα ότι είναι ένας αν όχι απαραίτητος τουλάχιστον χρήσιμος συνδυασμός προκειμένου να καταλάβεις τους καλλιτέχνες και να “διαβάσεις” το έργο τους αλλά από την άλλη να μπορείς να το τοποθετήσεις και στην ιστορία της τέχνης, η οποία ως καλλιτέχνη θα σε βοηθήσει να καταλάβεις τι κάνεις και πώς εξελίσσεσαι. Υπήρξαν φορές που χρειάστηκε να δώσω μεγαλύτερη έμφαση στη μία από τις δύο ιδιότητες, όπως κατά την ολοκλήρωση της διατριβής μου στην ιστορία της τέχνης. Αλλά και πάλι το διάστημα αυτό η ιδιότητα του “καλλιτέχνη” με βοήθησε στην έρευνα, στην προσέγγιση διαφόρων εικαστικών ζητημάτων και σε μία ανάλυση που αγγίζει και τις δύο πλευρές, του καλλιτέχνη και του ιστορικού της τέχνης. Αν και το διάστημα αυτό επικεντρώθηκα στην έρευνα, καθ’ όλη τη διάρκεια η καλλιτεχνική μου μεριά επανερχόταν αυθόρμητα και σε πρακτικό επίπεδο. Ένιωθα την ανάγκη της δημιουργίας και προσπαθούσα περιστασιακά να την καλύπτω. Αν και δεν ζωγράφιζα τόσο εντατικά, τελικά χωρίς να το καταλάβω δημιούργησα μερικά έργα, τα οποία παρουσίασα σε μία έκθεση στη Ζυρίχη. Υπάρχουν και περίοδοι που εστιάζω περισσότερο στη ζωγραφική, αλλά και πάλι η ιστορία της τέχνης έρχεται και συμπληρώνει αυτό το πιο πρακτικό κομμάτι».
Η Ελεάνα Στόικου ξεκίνησε από πολύ μικρή να ασχολείται με τα καλλιτεχνικά. «Πήγαινα στο εργαστήριο της μητέρας μου και ζωγράφιζα τα κεραμικά της. Στο γυμνάσιο άρχισα να πειραματίζομαι μόνη μου με διάφορα υλικά και να ζωγραφίζω με λάδια στο δωμάτιό μου. Ακόμη θυμάμαι αυτή τη μυρωδιά που συνέχισε να με συνοδεύει και αργότερα στις σπουδές μου στη Σχολή Καλών Τεχνών. Κάπου τότε στα μαθητικά μου χρόνια, κατάλαβα ότι ήθελα να ασχοληθώ με την τέχνη, να μάθω όσα περισσότερα μπορούσα για αυτή, όπως επίσης να μάθω να χειρίζομαι διάφορα υλικά για να μπορώ να εκφράζομαι αμεσότερα μέσω αυτής. Δεν ήξερα που θα με οδηγούσε όλο αυτό το ενδιαφέρον, αλλά οι σπουδές μου τόσο στον τομέα της ιστορίας της τέχνης όσο και της ζωγραφικής με έκαναν να νιώθω πληρότητα».
Δουλεύει κυρίως με σινική μελάνη, ακρυλικά, γραφίτη και ξηρά παστέλ. «Μου αρέσει να συνδυάζω τα υλικά και να δημιουργώ αφηρημένα τοπία είτε συμπαγείς φόρμες που αναδύονται από τον χώρο, αγγίζοντας συχνά τη ζωγραφική του χρωματικού πεδίου, αυστηρές φόρμες που συνομιλούν με τις διπλανές τους είτε συγκρούονται μεταξύ τους. Σε αυτές προστίθενται γραμμές και χειρονομιακά στοιχεία που προσπαθούν να ενώσουν τις φόρμες και να “σπάσουν” την ψυχρότητα των αυτόνομων όγκων. Μοιάζουν με σύνορα και συνοριακές περιοχές που άλλοτε συγκρούονται καθώς επιχειρούν να επικρατήσουν η μία επί της άλλης και άλλοτε συνυπάρχουν. Άλλωστε η έννοια του συνόρου και συγκεκριμένα η μελέτη μου γύρω από την ιστορία του Τείχους του Βερολίνου και των συνόρων γενικότερα αποτέλεσε και το έναυσμά μου για τη δημιουργία αυτών των έργων. Η χρήση τόνων του γκρι, το άσπρο και το μαύρο εντείνουν τη συγκινησιακή ατμόσφαιρα που θέλω να δημιουργήσω και να μεταφέρω στα έργα μου».
Διακρίνει τρεις σημαντικούς σταθμούς στην καλλιτεχνική της πορεία: το εργαστήριο, όπου έκανε την προετοιμασία της για τις εισαγωγικές εξετάσεις στη Σχολή Καλών Τεχνών, τις σπουδές της στη Σχολή Καλών Τεχνών του ΑΠΘ και τον δάσκαλό της Κυριάκο Μορταράκο και το Βερολίνο. «Και οι τρεις συνέβαλαν στην πορεία και την εξέλιξή μου. Στο εργαστήριο έμαθα τι σημαίνει αφοσίωση στο σχέδιο και τη ζωγραφική, αντιλήφθηκα έννοιες που αφορούν τον χώρο, τον όγκο, το σχέδιο, τα χρώματα και άρχισα να καταλαβαίνω πόσο απαιτητική και δύσκολη είναι η δουλειά του καλλιτέχνη. Στη Σχολή Καλών Τεχνών ο δάσκαλός μου, μου έμαθε να βλέπω μέσα από τα μάτια του καλλιτέχνη, να καταλαβαίνω τη γλώσσα του καλλιτέχνη. Κοιτάζοντας τους καμβάδες μου τα πρώτα χρόνια, μου έλεγε “πρέπει να βγαίνει από τον χώρο, αλλά συγχρόνως να είναι και ένα με αυτόν”. Μου ήταν δύσκολο να καταλάβω τι εννοούσε, δεν μπορούσα να δω αυτό που έλεγε. Τι σημαίνει “βγαίνει από τον χώρο”; Δεν μου εξήγησε ποτέ, δεν τον ρώτησα ποτέ. Ύστερα από πολλή δουλειά, τελικά κατάλαβα. Η περίοδος αυτή ήταν πολύ σημαντική για μένα, γιατί ένιωσα ότι ξεκίνησα να “χτίζω” πάνω στα θεμέλια που είχα βάλει από το εργαστήριο κατά την προετοιμασία. Ένιωσα ότι υπήρξε εξέλιξη και μετά ήρθαν διάφορα βραβεία, εκθέσεις και υποτροφίες. Σύντομα ακολούθησε και ο τρίτος σταθμός, το Βερολίνο, όπου ζω τα τελευταία χρόνια. Ένιωσα ότι βρέθηκα στο κατάλληλο μέρος που θα μου επέτρεπε να μοιραστώ όσα είχα κατακτήσει τα προηγούμενα χρόνια και να αποκτήσω καινούργιες εμπειρίες, ερεθίσματα, συνεργασίες. Η περίοδος αυτή είναι εξίσου σημαντική για μένα διότι ήταν παράλληλα τα χρόνια της επιτόπιας έρευνας για τη διδακτορική διατριβή μου».
Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα αφορούν την ιστορία της μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης, ευρωπαϊκής και ελληνικής, την τέχνη σε συνοριακές περιοχές, τη σχέση της τέχνης με την κοινωνική και πολιτική ιστορία και ζητήματα που σχετίζονται με το φαινόμενο της μετανάστευσης. «Κατά τη διάρκεια της έρευνας για τη μεταπτυχιακή μου εργασία που αφορούσε την τέχνη διεθνών καλλιτεχνών γύρω από συνοριακές περιοχές και συγκεκριμένα το Τείχος του Βερολίνου ανέκυψαν ερωτήματα σχετικά με τον ρόλο και τη στάση των Ελλήνων καλλιτεχνών που είχαν εγκατασταθεί στο Βερολίνο τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου και κυρίως την περίοδο της δικτατορίας. Τα ερωτήματα αυτά αφορούσαν την αντανάκλαση της κοινωνικής-πολιτικής πραγματικότητας στο έργο τους, την αλληλεπίδρασή τους με αυτή, την ώσμωση με τη διεθνή καλλιτεχνική σκηνή και τη συμβολή τους στη εξέλιξη των καλλιτεχνικών πρακτικών στη Γερμανία και στην Ελλάδα κατά την επιστροφή τους», εξηγεί.
Στην πορεία της έρευνας διαπίστωσε ότι η προσέγγιση και ανάλυση του έργου των Ελλήνων καλλιτεχνών που έζησαν στο Βερολίνο τις δεκαετίες ΄60 και ΄70 σε σχέση με τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της γερμανικής πόλης της εποχής δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο ευρείας μελέτης. «Είχα ενθουσιαστεί με το θέμα και προσπάθησα με κάθε τρόπο να βρεθώ στο Βερολίνο. Πήρα τρεις υποτροφίες από την Ελλάδα και τη Γερμανία και έφυγα από τη Θεσσαλονίκη για να ξεκινήσω την έρευνά μου. Ταξίδεψα με τους καλλιτέχνες που μελέτησα μέσα από τις αφηγήσεις των ίδιων, μέσα από το έργο τους και μέσα από συζητήσεις συγγενών τους, φίλων τους και ιστορικών της τέχνης στο Βερολίνο, στη Λειψία, τη Χάλε, την Πράγα, το Παρίσι, την Αθήνα, την Κρήτη. Το πεδίο αυτό συνεχίζει να με ενδιαφέρει πολύ, αλλά πλέον δεν αφορά μόνο το Βερολίνο. Συνδυάζει και άλλες συνοριακές περιοχές και συγκεκριμένα της Μέσης Ανατολής, πόλεις του Ισραήλ, όπως το Τελ Αβίβ και την πόλη Be’er Scheva. Όπως και στην περίπτωση του Βερολίνου και του Τείχους που επηρέασαν τόσο το καλλιτεχνικό όσο και το ερευνητικό μου έργο, αντίστοιχα και το νέο μου ενδιαφέρον για τις περιοχές της Μέσης Ανατολής αγγίζει και το καλλιτεχνικό και το ερευνητικό μου έργο. Είναι δύο projects in progress και ελπίζω να καταφέρω να σας μιλήσω κάποια στιγμή στο μέλλον για αυτά, όταν θα τα έχω ολοκληρώσει».
estoikou@gmail.com
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. This category only includes cookies that ensures basic functionalities and security features of the website. These cookies do not store any personal information.
Any cookies that may not be particularly necessary for the website to function and is used specifically to collect user personal data via analytics, ads, other embedded contents are termed as non-necessary cookies. It is mandatory to procure user consent prior to running these cookies on your website.
