Κάθε βήμα, κάθε στάδιο της ανάπτυξης, είναι αργό και απαιτεί καθημερινή δουλειά. Από την άλλη, όμως, είναι μια εκπληκτική διαδικασία προσωπικής εξέλιξης. Κάθε μέρα μαθαίνεις, κάθε μέρα πλησιάζεις σε έναν στόχο
Ο Δημήτρης Γκότσης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1987 και σπούδασε κινηματογράφο στο Ντέρμπι της Μεγάλης Βρετανίας. Ήδη από το 2009 ξεκίνησε να εργάζεται ως σκηνοθέτης, γυρίζοντας κυρίως διαφημιστικά σποτ για την τηλεόραση, ενώ το 2012 πραγματοποίησε το μικρού μήκους ντεμπούτο του, με την ταινία Hidden Life. Το 2015 σκηνοθέτησε το Spectrum, το οποίο συμμετείχε στο Φεστιβάλ της Δράμας, καθώς και σε πολλά διεθνή φεστιβάλ, αποσπώντας μάλιστα Ειδική Μνεία στο Interfilm-Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους του Βερολίνου. Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Γκότσης δοκίμασε την τύχη του στο είδος του ντοκιμαντέρ, με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Η μικρού μήκους ταινία Τέταρτος τοίχος (2019) τιμήθηκε με το Βραβείο Ίρις για το Καλύτερο Ντοκιμαντέρ Μικρού Μήκους από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, κερδίζοντας παράλληλα το βραβείο κοινού τόσο στο ShortShorts Film Festival του Τόκιο όσο και στο Interfilm του Βερολίνου. Στην παρούσα φάση, ο Δημήτρης έχει δύο ανοιχτά μέτωπα, τη μικρού μήκους ταινία Pendulus, η οποία προβλήθηκε στο 45ο Φεστιβάλ της Δράμας, καθώς και το μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ Η βύθιση, το οποίο βραβεύτηκε (ως πρότζεκτ σε εξέλιξη) στο Thessaloniki Pitching Forum του 24ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ. Ποια ήταν, όμως, τα πρώτα ερεθίσματα που τον οδήγησαν να στραφεί στον κινηματογράφο;
«Κάτω από το πατρικό μου υπήρχε ένα σινεμά, όπου περνούσα τα απογεύματά μου. Έβλεπα τις ταινίες από το μικρό παραθυράκι στην καμπίνα με τη μηχανή προβολής. Στα διαλείμματα θυμάμαι τον κούριερ, ο οποίος έφερνε με το μηχανάκι το δεύτερο μέρος της ταινίας, και τον κύριο Λάμπρο να μου εξηγεί πώς δουλεύει η μηχανή. Μερικά χρόνια αργότερα, στο λύκειο, είχα την τύχη να έχω καθηγήτρια εικαστικών τη Νίνα Παππά, με την οποία κάναμε ατελείωτες συζητήσεις για τη σημασία του αρχείου και τη δημιουργική χρήση του βίντεο. Το κομβικό σημείο ήρθε λίγο πριν τελειώσω το σχολείο, όταν είδα σε VHS για πρώτη φορά το Μίσος του Ματιέ Κασοβίτς. Κατέληξα να δω την ταινία τρεις φορές το ίδιο βράδυ. Το σύμπαν της ταινίας ήρθε και κάθισε σε όσα θεωρούσα σημαντικά εκείνη την εποχή. Την επόμενη μέρα ξεκίνησα να ψάχνω πώς γυρίζονται οι ταινίες».
Ο Δημήτρης Γκότσης, όπως και αμέτρητοι Έλληνες σκηνοθέτες που κάνουν τα πρώτα τους βήματα στον χώρο, είναι αναγκασμένος να διαχειριστεί τη δύσκολη (και πολύ συχνά επώδυνη) μετάβαση από τη μικρού μήκους στη μεγάλη μήκους ταινία. Πώς αντιμετωπίζει ο ίδιος αυτό το τόσο σημαντικό και απαιτητικό άλμα στη σκηνοθετική του πορεία; «Βιώνω κι εγώ με τη σειρά μου αυτό το “πέρασμα” από τη μικρή στη μεγάλη φόρμα τα τελευταία χρόνια, αναπτύσσοντας τη Βύθιση, το πρώτο μεγάλου μήκους πρότζεκτ στη μέχρι τώρα πορεία μου. Η μεγαλύτερη δυσκολία έγκειται στην υπομονή και επιμονή που χρειάζεται από όλους τους συνεργάτες σε αυτή τη χρονοβόρα διαδικασία. Κάθε βήμα, κάθε στάδιο της ανάπτυξης, είναι αργό και απαιτεί καθημερινή δουλειά. Από την άλλη, όμως, είναι μια εκπληκτική διαδικασία προσωπικής εξέλιξης. Κάθε μέρα μαθαίνεις, κάθε μέρα πλησιάζεις σε έναν στόχο. Πέρα από ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν νομίζω πως είναι εφικτό για έναν δημιουργό να βιοποριστεί αποκλειστικά από το σινεμά. Προσωπικά μιλώντας, νιώθω τυχερός που βιοπορίζομαι από τη σκηνοθεσία κάνοντας διαφημιστικά σποτ και ντοκιμαντέρ για την τηλεόραση. Πέρα από αμειβόμενη εργασία, κάθε πρότζεκτ είναι και μια διαδικασία διδακτική. Όπως έχει πει και ο Ρότζερ Ντίκινς, κάθε λεπτό στο σετ είναι πολύτιμο».
Στη φιλμογραφία του Γκότση κυριαρχούν οι καταστάσεις κοινωνικής αναταραχής και αστικής αποξένωσης, ενώ το πολιτικό στοιχείο είναι κάτι παραπάνω από εμφανές. Στην τελευταία μικρού μήκους δημιουργία του, η έννοια της ταυτότητας και τα ψυχικά δεσμά της καταγωγής βρίσκονται στο επίκεντρο της ιστορίας. Ο ίδιος μιλάει για το Pendulus και μας εξηγεί πώς προέκυψε η έμπνευση για το σενάριο της ταινίας. «Ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας είναι βασισμένος σε έναν παιδικό, κολλητό μου φίλο, τον “πραγματικό” Άρμπι, ο οποίος ήρθε στην Ελλάδα σε ηλικία έξι ετών. Έχοντας τόσο στενή σχέση μαζί του, η προβληματική και τα ζητήματα που θέτει η ταινία υπήρχαν μέσα μου πολύ πριν αποφασίσουμε να γυρίσουμε το Pendulus. Οι μετανάστες δεύτερης γενιάς νιώθουν σαν ένα “εκκρεμές” που ταλαντώνεται ανάμεσα σε δύο πατρίδες. Τη χώρα της καταγωγής τους, την οποία γνωρίζουν λίγο και κυρίως μέσα από τους συγγενείς τους, και την χώρα στην οποία ζουν, όπου μεγαλώνουν και αναπτύσσουν δεσμούς αλλά δεν παύουν να θεωρούνται ξένοι. Πάντα με εντυπωσίαζε πώς ο Άρμπι έπρεπε να αναπτύξει τεχνικές για να αποφύγει πολλά από τα καθημερινά προβλήματα που δημιουργεί το θέμα της ταυτότητας σε όλα τα επίπεδα, προβλήματα τα οποία πολύ συχνά με ενοχλούσαν. Πολλές φορές, το ζήτημα της αποδοχής φλερτάρει με το παράλογο. Το βράδυ της 14ης Οκτωβρίου 2014, αμέσως μετά τη διακοπή του ποδοσφαιρικού αγώνα ανάμεσα ανάμεσα στη Σερβία και την Αλβανία, τα γεγονότα που ακολούθησαν πυροδότησαν σοβαρά επεισόδια εθνικιστικού χαρακτήρα. Εκείνη τη μέρα, θυμάμαι τον Αρμπι να είναι αναγκασμένος να επιλέξει πού ανήκει».
Έχοντας ήδη προλάβει να θητεύσει τόσο στο ντοκιμαντέρ όσο και στη μυθοπλασία, είναι σε θέση να μας μιλήσει για τις δημιουργικές, δομικές και αισθητικές διαφορές ανάμεσα στα δύο είδη, τα οποία έχουν αρχίσει να συγκλίνουν όλο και περισσότερο στο σύγχρονο κινηματογραφικό τοπίο. «Σίγουρα το ντοκιμαντέρ είναι μια πολύ διαφορετική δημιουργική διαδικασία. Από την άλλη, οι αποστάσεις ανάμεσα στα δύο είδη έχουν πια μικρύνει. Πολλά φεστιβάλ συμπεριλαμβάνουν πλέον τα ντοκιμαντέρ στο ίδιο διαγωνιστικό πρόγραμμα με τις μυθοπλαστικές ταινίες, ενώ πολλές ταινίες χρησιμοποιούν και δανείζονται αφηγηματικά μέσα και από τα δύο είδη. Στο Pendulus, για παράδειγμα, υπάρχει χρήση αρχειακού υλικού. Πριν τη Βύθιση είχα σκηνοθετήσει ένα μικρού μήκους ντοκιμαντέρ, τον Τέταρτο Τοίχο και ανακάλυψα πως αυτή η φόρμα με ενδιαφέρει πολύ. Κάθε επιλογή έχει να κάνει με το πώς νιώθεις ότι θες να αφηγηθείς καλύτερα την ιστορία που έχεις».
Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι οι νεαροί Έλληνες σκηνοθέτες, ακόμη και εκείνοι που διαπρέπουν στα διεθνή φεστιβάλ, είναι ο δύσβατος και συχνά απαγορευμένος δρόμος προς τις σκοτεινές αίθουσες. Ο Δημήτρης Γκότσης μάς αναλύει τις ρίζες και τις αιτίες ενός πολυπαραγοντικού προβλήματος, καθώς και τις διεξόδους που προσφέρει η εποχή μας μέσα από τις ψηφιακές πλατφόρμες. «Στο παρελθόν, το κοινό ήταν προκατειλημμένο με τις ελληνικές ταινίες, κάτι που δεν ισχύει πλέον. Οι συνεχείς διακρίσεις στα φεστιβάλ (ιδίως των ταινιών μικρού μήκους) επιβεβαιώνουν με τον πιο εμφατικό τρόπο το υψηλό επίπεδο του σύγχρονου ελληνικού σινεμά. Το πρόβλημα εντοπίζεται στη διανομή, δεδομένου ότι μια ελληνική ταινία, αν τελικά βρει τον δρόμο για τις αίθουσες, δύσκολα θα αντέξει για περισσότερο από μια εβδομάδα, ενώ συνήθως θα προβληθεί σε πολύ συγκεκριμένα σινεμά. Οι πλατφόρμες, ως εναλλακτικό μέσο διανομής, βοηθούν στο να μη χαθεί μια ταινία. Είναι πολύ σημαντικό για το κοινό να έχει πρόσβαση σε δουλειές που δεν πρόλαβε να δει στην αίθουσα, όπως και σε ταινίες που δεν βρήκαν ποτέ τον δρόμο για τους κινηματογράφους. Παρόλα αυτά, η ανταπόκριση και η υποδοχή που εισπράττουν οι ελληνικές ταινίες τα τελευταία χρόνια είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική», καταλήγει σχετικά.
https://vimeo.com/user4317727?embedded=true&source=owner_name&owner=4317727
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. This category only includes cookies that ensures basic functionalities and security features of the website. These cookies do not store any personal information.
Any cookies that may not be particularly necessary for the website to function and is used specifically to collect user personal data via analytics, ads, other embedded contents are termed as non-necessary cookies. It is mandatory to procure user consent prior to running these cookies on your website.