fbpx

Χωμάτινοι δρόμοι της παλιάς Θεσσαλονίκης συναντούν το ηλιοβασίλεμα στον Θερμαϊκό και τη μοναξιά της ανθρώπινης φύσης.

Απόστολος Γεωργίου

Mr. Loneliness

Κείμενο: Εύη Καλλίνη

Στους πίνακές του συναντιούνται οι χωμάτινοι δρόμοι της παλιάς Θεσσαλονίκης, το βαθύ πορτοκαλί χρώμα που έχει το ηλιοβασίλεμα στον Θερμαϊκό, η μοναξιά της ανθρώπινης φύσης. Ο λόγος για τον διεθνή εικαστικό Απόστολο Γεωργίου.

Είναι γέννημα-θρέμμα Θεσσαλονικιός και ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες εικαστικούς της γενιάς του 1980. Πέρα από την αναγνωρίσιμη ανθρωποκεντρική και με γεωμετρικές, αδρές γραμμές ζωγραφική μανιέρα του, αυτό που τον κάνει να ξεχωρίζει στο σύγχρονο εικαστικό γίγνεσθαι είναι το γεγονός ότι συνάντησε τη φήμη αργά. Στα 60 του χρόνια, στις απαρχές της δύσης μιας καλλιτεχνικής καριέρας, η δική του απογειώθηκε!

Γεννήθηκε το 1952 και μεγάλωσε σε μια εύπορη, καλλιτεχνική οικογένεια -με πατέρα και μητέρα πιανίστες. Το 1971 έφυγε για σπουδές αρχιτεκτονικής στη Βιέννη, τις οποίες εγκατέλειψε για να σπουδάσει ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας. Το 1980 επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα και αποφάσισε να ζήσει στη Σκόπελο. Η πρώτη ατομική έκθεση ήρθε το 1973, στη Γκαλερί ΖΜ στη Θεσσαλονίκη. Ακολούθησαν πολλές σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, με πιο σημαντικές την αναδρομική στο Λιμάνι της Θεσσαλονίκης (1993) και την έκθεση στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (2011).

Το 2017 συμμετείχε στην documenta 14, και θεωρεί σημαντικό ότι έγινε στην Ελλάδα, «γιατί είχαμε την εμπειρία ως θεατές, να δούμε τι σημαίνει μια μεγάλη διοργάνωση. Με τα θετικά και τα αρνητικά της. Δεν είναι  υποχρεωτικό να βγει από μια τέτοια διοργάνωση ό,τι πιο πρωτοποριακό και καλό. Όλες οι εκθέσεις γίνονται με επιμελητές πλέον, οπότε είναι στην ευχέρεια του επιμελητή το ποιους καλλιτέχνες θα επιλέξει. Είμαστε, καλώς ή κακώς, έρμαια των επιμελητών κατά κάποιο τρόπο». Τα έργα του, στο πλαίσιο της διοργάνωσης, εκτέθηκαν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, επιλογή την οποία ο ίδιος δε θα έκανε: «Μπορεί εννοιολογικά να είχε ενδιαφέρον ο χώρος και ο τρόπος που πήγαν τα έργα, αλλά τελικά πιστεύω, πως το έργο είναι αυτό που μετράει. Και εγώ θα ήθελα να δει κάποιος το έργο μου σε έναν καθαρό τοίχο, όπως το βλέπω εγώ στο εργαστήρι».

Χαρακτηριστικό δείγμα της απήχησής του εκτός Ελλάδας είναι η συνεργασία του με την Rodeo Gallery στο Λονδίνο, που προέκυψε μετά την αναδρομική έκθεσή του στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, το 2011. «Έχουμε γίνει και φίλοι με τη Σύλβια Kούβαλη, την ψυχή της Rodeo Gallery. Η Σύλβια εκτίμησε πραγματικά το έργο μου και αυτό είναι λύτρωση για τον καλλιτέχνη. Στο μέγεθός της, είναι από τις πιο σημαντικές γκαλερί στην Ευρώπη. Οι μεσαίου μεγέθους γκαλερί είναι αυτές που ανακαλύπτουν τους καλλιτέχνες, όχι οι μεγάλες. Οι μεγάλες απλά τους παίρνουν έτοιμους. Είναι σαν τα πολυκαταστήματα που πηγαίνουν οι νεόπλουτοι, Κινέζοι, Ρώσοι και κάποιοι συλλέκτες, για να αγοράσουν τέχνη ως επένδυση. Δεν έχει να κάνει με το ίδιο το καλλιτεχνικό έργο, έχει να κάνει με το χρηματιστήριο της τέχνης. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πώς θα λειτουργούσαν οι ίδιοι οι καλλιτέχνες, αν δεν υπήρχε τόσο μεγάλη ζήτηση για το έργο τους κι αν η ελπίδα του να βγάλεις τόσα χρήματα, ήταν μειωμένη. Ίσως να έψαχναν και κάτι άλλο…Δεν είμαι όμως και υπέρ του να σε στηρίζει το κράτος. Πιστεύω πως, όταν γίνεσαι καλλιτέχνης, το παίρνεις απόφαση, ότι θα τα βγάζεις πέρα μόνος σου».

Του αρέσουν τα ζωγραφικά έργα που έχουν κάτι άμεσο, που τον κάνουν να αναρωτιέται, γιατί του αρέσουν και τον κάνουν να αναζητεί κάποιον λόγο πέρα από τη μαεστρία του καλλιτέχνη. Δεν είναι ωστόσο φανατικός με τη ζωγραφική: «Από τη στιγμή που την ασκώ ως επάγγελμα και με ταλαιπωρεί, δεν μπορεί και να με ψυχαγωγεί. Είμαι φανατικός με τη μουσική, αυτήν μπορώ να την απολαύσω. Είναι δεδομένο, βέβαια, ότι φροντίζω τη ζωγραφική μου, όπως ένας γονιός φροντίζει τα παιδιά του. Είναι αυτό που έχω και που θα ορίσει στο τέλος, ως δημιουργό».

Στα κάδρα του υπάρχει έντονο το στοιχείο της μελαγχολίας, την οποία ο ίδιος αποδίδει στην επιδίωξη της αντικειμενικότητας: «Όταν είναι να κάνεις ένα έργο, κοιτάζεις να είσαι όσο πιο αντικειμενικός γίνεται, οπότε αποβάλλεις πράγματα που σήμερα είναι και αύριο δεν είναι. Ε, όταν αρχίζουμε και βγάζουμε τα περιττά, μένει μια μοναξιά, το δωμάτιο και εμείς. Είναι μια τραγική φιγούρα ο άνθρωπος. Αυτή η μοναχικότητα εμένα με εκφράζει. Και ζωγραφίζοντας, όσο το «στριμώχνω» το έργο, τόσο το πλησιάζω σε αυτό που είμαι».

Η Θεσσαλονίκη έπαιξε και παίζει βασικό ρόλο στον τρόπο που δημιουργεί τα έργα του, «βάρβαρα και βαριά, γιατί ήταν ανέκαθεν μια μελαγχολική, βαριά πόλη». Για τον ίδιο η Θεσσαλονίκη είναι Βαλκάνια, δεν είναι Μεσόγειος. «Πιο πολύ έχεις την αίσθηση του χώματος παρά του γαλάζιου. Ένιωθα ως πιτσιρικάς έναν τεράστιο πλούτο που είχε αυτή η πόλη, ένα συναισθηματικό βάρος, να δώσει στους καλλιτέχνες για να παράγουν έργο. Πάντα σου υπενθύμιζε, ότι υπάρχει ένας πόνος. Και ένας πλούτος στοιχείων αντιφατικών. Οι πρόσφυγες, η φτώχεια, οι χωμάτινοι δρόμοι που ήταν πολύ έντονο στοιχείο στην πόλη τα παλιά χρόνια, οι εκκλησίες, που ήταν ένα καταθλιπτικό στοιχείο από το Βυζάντιο, ο βαρύς ήλιος που έδυε αργά και βουτούσε στο πορτοκαλί χρώμα όλη την πόλη, τα παλιά σπίτια με την ώχρα. Έχει ένα βάρος συναισθηματικό η Θεσσαλονίκη από το οποίο δεν μπορείς να ξεφύγεις. Και γι’ αυτό πιθανόν έχει παράδοση στους ποιητές».